Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1397a-1397b)

[XXIII] Ἔστι δὲ εἷς μὲν τόπος τῶν δεικτικῶν ἐκ τῶν ἐναντίων· δεῖ γὰρ σκοπεῖν εἰ τῷ ἐναντίῳ τὸ ἐναντίον ὑπάρχει, ἀναιροῦντα μὲν εἰ μὴ ὑπάρχει, κατασκευάζοντα δὲ εἰ ὑπάρχει, οἷον ὅτι τὸ σωφρονεῖν ἀγαθόν· τὸ γὰρ ἀκολασταίνειν βλαβερόν. ἢ ὡς ἐν τῷ Μεσσηνιακῷ· «εἰ γὰρ ὁ πόλεμος αἴτιος τῶν παρόντων κακῶν, μετὰ τῆς εἰρήνης δεῖ ἐπανορθώσασθαι».
εἴ περ γὰρ οὐδὲ τοῖς κακῶς δεδρακόσιν
ἀκουσίως δίκαιον εἰς ὀργὴν πεσεῖν,
οὐδ᾽ ἂν ἀναγκασθείς τις εὖ δράσῃ τινά,
προσῆκον εἶναι τῷδ᾽ ὀφείλεσθαι χάριν.

ἀλλ᾽ εἴ περ ἔστιν ἐν βροτοῖς ψευδηγορεῖν
πιθανά, νομίζειν χρή σε καὶ τοὐναντίον,
ἄπιστ᾽ ἀληθῆ πολλὰ συμβαίνειν βροτοῖς.
Ἄλλος ἐκ τῶν ὁμοίων πτώσεων· ὁμοίως γὰρ δεῖ ὑπάρχειν ἢ μὴ ὑπάρχειν, οἷον ὅτι τὸ δίκαιον οὐ πᾶν ἀγαθόν· καὶ γὰρ ἂν τὸ δικαίως, νῦν δ᾽ οὐχ αἱρετὸν τὸ δικαίως ἀποθανεῖν.
Ἄλλος ἐκ τῶν πρὸς ἄλληλα· εἰ γὰρ θατέρῳ ὑπάρχει τὸ καλῶς ἢ δικαίως ποιῆσαι, θατέρῳ τὸ πεπονθέναι, καὶ εἰ ‹τὸ› κελεῦσαι, καὶ τὸ πεποιηκέναι, οἷον ὡς ὁ τελώνης Διομέδων περὶ τῶν τελῶν, «εἰ γὰρ μηδ᾽ ὑμῖν αἰσχρὸν τὸ πωλεῖν, οὐδ᾽ ἡμῖν τὸ ὠνεῖσθαι». καὶ εἰ τῷ πεπονθότι τὸ καλῶς ἢ δικαίως ὑπάρχει, καὶ τῷ ποιήσαντι. ἔστι δ᾽ ἐν τούτῳ παραλογίσασθαι· εἰ γὰρ δικαίως ἔπαθέν τι, [δικαίως πέπονθεν,] ἀλλ᾽ ἴσως οὐχ ὑπὸ σοῦ· διὸ δεῖ σκοπεῖν χωρὶς εἰ ἄξιος ὁ παθὼν παθεῖν καὶ ὁ [1397b] ποιήσας ποιῆσαι, εἶτα χρῆσθαι ὁποτέρως ἁρμόττει· ἐνίοτε γὰρ διαφωνεῖ τὸ τοιοῦτον καὶ οὐδὲν κωλύει, ὥσπερ ἐν τῷ Ἀλκμαίωνι τῷ Θεοδέκτου «μητέρα δὲ τὴν σὴν οὔ τις ἐστύγει βροτῶν;» φησὶ δὲ ἀποκρινόμενος «ἀλλὰ διαλαβόντα χρὴ σκοπεῖν»· ἐρομένης δὲ τῆς Ἀλφεσιβοίας πῶς, ὑπολαβών φησιν
τὴν μὲν θανεῖν ἔκριναν, ἐμὲ δὲ μὴ κτανεῖν.
Καὶ ἡ περὶ Δημοσθένους δίκη καὶ τῶν ἀποκτεινάντων Νικάνορα· ἐπεὶ γὰρ δικαίως ἐκρίθησαν ἀποκτεῖναι, δικαίως ἔδοξεν ἀποθανεῖν. καὶ περὶ τοῦ Θήβησιν ἀποθανόντος, περὶ οὗ κελεύει κρίνεσθαι εἰ δίκαιος ἦν ἀποθανεῖν, ὡς οὐκ ἄδικον ὂν τὸ ἀποκτεῖναι τὸν δικαίως ἀποθανόντα.
Ἄλλος ἐκ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον, οἷον «εἰ μηδ᾽ οἱ θεοὶ πάντα ἴσασιν, σχολῇ οἵ γε ἄνθρωποι»· τοῦτο γάρ ἐστιν «εἰ ᾧ μᾶλλον ἂν ὑπάρχοι μὴ ὑπάρχει, δῆλον ὅτι οὐδ᾽ ᾧ ἧττον». τὸ δ᾽ ὅτι τοὺς πλησίον τύπτει ὅς γε καὶ τὸν πατέρα ἐκ τοῦ «εἰ τὸ ἧττον ὑπάρχει, καὶ τὸ μᾶλλον ὑπάρχει»· τοὺς γὰρ πατέρας ἧττον τύπτουσιν ἢ τοὺς πλησίον· ἢ δὴ οὕτως, ἢ εἰ ᾧ μᾶλλον ‹ἂν› ὑπάρχοι μὴ ὑπάρχει, ἢ ᾧ ἧττον εἰ ὑπάρχει, ‹καθ᾽› ὁπότερον ‹ἂν› δέῃ δεῖξαι, εἴθ᾽ ὅτι ὑπάρχει εἴθ᾽ ὅτι οὔ. ἔτι εἰ μήτε μᾶλλον μήτε ἧττον, ὅθεν εἴρηται
καὶ σὸς μὲν οἰκτρὸς παῖδας ἀπολέσας πατήρ·
Οἰνεὺς δ᾽ ἄρ᾽ οὐχὶ [τὸν Ἑλλάδος] κλεινὸν ἀπολέσας γόνον;
καὶ ὅτι, εἰ μηδὲ Θησεὺς ἠδίκησεν, οὐδ᾽ Ἀλέξανδρος, καὶ εἰ μηδ᾽ οἱ Τυνδαρίδαι, οὐδ᾽ Ἀλέξανδρος, καὶ εἰ Πάτροκλον Ἕκτωρ, καὶ Ἀχιλλέα Ἀλέξανδρος. καὶ εἰ μηδ᾽ ἄλλοι τεχνῖται φαῦλοι, οὐδ᾽ οἱ φιλόσοφοι. καὶ εἰ μηδ᾽ οἱ στρατηγοὶ φαῦλοι ὅτι θανατοῦνται πολλάκις, οὐδ᾽ οἱ σοφισταί. καὶ ὅτι «εἰ δεῖ τὸν ἰδιώτην τῆς ὑμετέρας δόξης ἐπιμελεῖσθαι, καὶ ὑμᾶς τῆς τῶν Ἑλλήνων».

[23] Ένας τόπος των αποδεικτικών ενθυμημάτων είναι ο τόπος από τα εναντία. Πρέπει δηλαδή να εξετάζουμε να δούμε αν η αντίθετη ιδιότητα αληθεύει για το αντίθετο πράγμα, οπότε ανασκευάζουμε αν δεν είναι έτσι και επιβεβαιώνουμε αν είναι έτσι, λέγοντας π.χ. ότι η σωφροσύνη είναι καλό πράγμα, αφού η ακολασία είναι πράγμα βλαβερό. Ή όπως στον Μεσσηνιακό λόγο: «Αν ο πόλεμος είναι η αιτία των σημερινών μας δεινών, τα πράγματα θα πρέπει να διορθωθούν με την ειρήνη».
Ή:
Αν δεν είναι σωστό να οργιζόμαστε
μ᾽ αυτούς που μας έβλαψαν χωρίς τη θέλησή τους,
δεν πρέπει, φυσικά, και να χρωστούμε χάρη
σ᾽ όποιον μας έκανε καλό από ανάγκη.
Ή:
Αν μπορείς με ψέματα να πείθεις τους ανθρώπους,
θα πρέπει, λέω, να δεχτείς και το αντίθετο:
πολλές είν᾽ οι αλήθειες που δεν πείθουν τους ανθρώπους.
Ένας άλλος είναι ο τόπος με τις διαφορετικές γραμματικές μορφές μιας λέξης· γιατί η ιδιότητα θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει με τον ίδιο τρόπο· λέγοντας π.χ. ότι το δίκαιο δεν είναι πάντοτε καλό· γιατί τότε θα ήταν καλό και το δικαίως, το να πεθάνει όμως κανείς δικαίως δεν είναι, βέβαια, κάτι το επιθυμητό.
Ένας άλλος είναι ο τόπος από τις αμοιβαίες σχέσεις. Αν, πράγματι, ανήκει στο ένα από τα δύο μέλη ενός τέτοιου ζευγαριού το ότι ενήργησε με όμορφο ή δίκαιο τρόπο, τότε ανήκει στο άλλο μέλος του ζευγαριού το ότι έπαθε με όμοιο τρόπο· και αν στον έναν ανήκει το να διατάξει, τότε στον άλλον ανήκει το να εκτελέσει τη διαταγή· όπως το είπε και ο τελώνης Διομέδων για τους φόρους, πως «αν δεν είναι για σας ντροπή να τους πουλάτε, δεν είναι ούτε για μας ντροπή να τους αγοράζουμε». Επίσης: Αν το «με όμορφο τρόπο» ή το «με δίκαιο τρόπο» ανήκει σ᾽ αυτόν που έπαθε, τότε ανήκει και σ᾽ αυτόν που ενήργησε. Εδώ όμως είναι δυνατός ένας λανθασμένος συλλογισμός: Αν το ένα μέλος του ζευγαριού έπαθε δικαίως κάτι, μπορεί να το έπαθε δίκαια, ίσως όμως όχι από σένα· γι᾽ αυτό και πρέπει να εξετάζουμε ξεχωριστά να δούμε αν αυτός που το έπαθε άξιζε να το πάθει και αν αυτός [1397b] που το έκανε ήταν ικανός να το κάνει, και τότε πια να χρησιμοποιούμε ό,τι από τα δύο είναι το κατάλληλο· γιατί μερικές φορές υπάρχει —σε μια τέτοια περίπτωση— διαφωνία, και τίποτε δεν εμποδίζει έναν συλλογισμό όπως εκείνον στον Αλκμαίωνα του Θεοδέκτη: «Δεν μισούσε κανένας τη μητέρα σου;» Η απάντηση του ήταν: «Την εξέτασή μας πρέπει να την κάνουμε, αφού πρώτα κάνουμε τις απαραίτητες διακρίσεις»· και όταν η Αλφεσίβοια τον ρώτησε «Πώς;», εκείνος απάντησε
Για κείνην έκριναν πως πρέπει να πεθάνει,
όχι όμως να τη σκοτώσω εγώ.
Άλλο ένα παράδειγμα η δίκη του Δημοσθένη και αυτών που σκότωσαν τον Νικάνορα: από τη στιγμή που κρίθηκε ότι τον σκότωσαν δίκαια, φάνηκε ότι δίκαια επίσης θανατώθηκε. Από την άλλη η περίπτωση του ανθρώπου που σκοτώθηκε στη Θήβα, για τον οποίο ζήτησε μια κρίση αν ήταν δίκαιο να πεθάνει, με το επιχείρημα ότι δεν είναι αδίκημα να σκοτώσει κανείς έναν άνθρωπο που είναι δίκαιο να πεθάνει.
Ένας άλλος είναι ο τόπος που προκύπτει από τη λογική του περισσότερου και του λιγότερου. Παράδειγμα: «Αν ούτε οι θεοί δεν τα ξέρουν όλα, πολύ λιγότερο οι άνθρωποι», πράγμα που είναι ισοδύναμο με το: «Αν κάτι δεν συμβαίνει εκεί που θα ήταν πιο πιθανό να συμβαίνει, είναι φανερό ότι δεν συμβαίνει εκεί που θα ήταν λιγότερο πιθανό να συμβαίνει». Το να λέμε επίσης ότι όποιος δέρνει τον πατέρα του δέρνει και κάθε άλλον διπλανό του ξεκινάει από το ότι, αν συμβαίνει το λιγότερο, συμβαίνει και το περισσότερο· γιατί οι άνθρωποι δέρνουν λιγότερο τους πατεράδες τους από ό,τι κάθε άλλον διπλανό τους. Ή μπορούμε να σκεφτόμαστε ως εξής: «Αν αυτό που είναι πιο πιθανό να υπάρχει κάπου, δεν υπάρχει, (τότε δεν υπάρχει και το λιγότερο πιθανό)». Ή: «Αν αυτό που θα ήταν λιγότερο πιθανό να υπάρχει κάπου, υπάρχει, (τότε υπάρχει και το περισσότερο πιθανό)», ανάλογα με το ποιό από τα δύο πρέπει κανείς να αποδείξει: ότι συμβαίνει κάτι ή ότι δεν συμβαίνει. Επίσης εξετάζουμε να δούμε μήπως δεν ισχύει ούτε το περισσότερο ούτε το λιγότερο, εξού και ο λόγος
αξίζει λύπηση ο πατέρας σου που ᾽χασε τα παιδιά του·
δεν είναι κι ο Οινέας για λύπηση που ᾽χασε τόσο ένδοξο βλαστάρι;
Επίσης: Αν δεν ήταν αδίκημα αυτό που έκανε ο Θησέας, τότε δεν ήταν αδίκημα και αυτό που έκανε ο Αλέξανδρος· και αν δεν ήταν αδίκημα αυτό που έκαναν οι γιοι του Τυνδάρεω, δεν ήταν αδίκημα και αυτό που έκανε ο Αλέξανδρος· και αν δεν διέπραξε αδίκημα ο Έκτορας σκοτώνοντας τον Πάτροκλο, τότε ούτε και ο Αλέξανδρος σκοτώνοντας τον Αχιλλέα. Και αν δεν είναι ανάξια και ευτελή άτομα όσοι ασκούν διάφορες άλλες τέχνες, τότε ούτε και οι φιλόσοφοι. Και αν δεν είναι ανάξια και ευτελή άτομα οι στρατηγοί, που συχνά καταδικάζονται σε θάνατο, τότε ούτε και οι σοφιστές. Επίσης: «Αν ένας απλός πολίτης οφείλει να φροντίζει για το καλό σας όνομα, οφείλετε κι εσείς να φροντίζετε για το καλό όνομα των Ελλήνων».