Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.3.10-6.3.23)

[6.3.10] Χειρίσοφος δὲ ἀσφαλῶς πορευόμενος παρὰ θάλατταν ἀφικνεῖται εἰς Κάλπης λιμένα. Ξενοφῶντι δὲ διὰ τῆς μεσογείας πορευομένῳ οἱ ἱππεῖς καταθέοντες ἐντυγχάνουσι πρεσβύταις πορευομένοις ποι. καὶ ἐπεὶ ἤχθησαν παρὰ Ξενοφῶντα, ἐρωτᾷ αὐτοὺς εἴ που ᾔσθηνται ἄλλου στρατεύματος ὄντος Ἑλληνικοῦ. [6.3.11] οἱ δὲ ἔλεγον πάντα τὰ γεγενημένα, καὶ νῦν ὅτι πολιορκοῦνται ἐπὶ λόφου, οἱ δὲ Θρᾷκες πάντες περικεκυκλωμένοι εἶεν αὐτούς. ἐνταῦθα τοὺς μὲν ἀνθρώπους τούτους ἐφύλαττεν ἰσχυρῶς, ὅπως ἡγεμόνες εἶεν ὅποι δέοι· σκοποὺς δὲ καταστήσας συνέλεξε τοὺς στρατιώτας καὶ ἔλεξεν· [6.3.12] Ἄνδρες στρατιῶται, τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν, οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται. νομίζω δ᾽ ἔγωγε, εἰ ἐκεῖνοι ἀπολοῦνται, οὐδ᾽ ἡμῖν εἶναι οὐδεμίαν σωτηρίαν, οὕτω μὲν πολλῶν ὄντων ‹τῶν› πολεμίων, οὕτω δὲ τεθαρρηκότων. [6.3.13] κράτιστον οὖν ἡμῖν ὡς τάχιστα βοηθεῖν τοῖς ἀνδράσιν, ὅπως εἰ ἔτι εἰσὶ σῷοι, σὺν ἐκείνοις μαχώμεθα καὶ μὴ μόνοι λειφθέντες μόνοι καὶ κινδυνεύωμεν. [6.3.16] ἡμεῖς γὰρ ἀποδραίημεν ἂν οὐδαμοῖ ἐνθένδε· πολλὴ μὲν γάρ, ἔφη, εἰς Ἡράκλειαν πάλιν ἀπιέναι, πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν διελθεῖν· οἱ δὲ πολέμιοι πλησίον· εἰς Κάλπης δὲ λιμένα, ἔνθα Χειρίσοφον εἰκάζομεν εἶναι, εἰ σέσωσται, ἐλαχίστη ὁδός. ἀλλὰ δὴ ἐκεῖ μὲν οὔτε πλοῖά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ οὐδὲ μιᾶς ἡμέρας ἔστι τὰ ἐπιτήδεια. [6.3.17] τῶν δὲ πολιορκουμένων ἀπολομένων σὺν τοῖς Χειρισόφου μόνοις κάκιόν ἐστι διακινδυνεύειν ἢ τῶνδε σωθέντων πάντας εἰς ταὐτὸν ἐλθόντας κοινῇ τῆς σωτηρίας ἔχεσθαι. ἀλλὰ χρὴ παρασκευασαμένους τὴν γνώμην πορεύεσθαι ὡς νῦν ἢ εὐκλεῶς τελευτῆσαι ἔστιν ἢ κάλλιστον ἔργον ἐργάσασθαι Ἕλληνας τοσούτους σώσαντας. [6.3.18] καὶ ὁ θεὸς ἴσως ἄγει οὕτως, ὃς τοὺς μεγαληγορήσαντας ὡς πλέον φρονοῦντας ταπεινῶσαι βούλεται, ἡμᾶς δὲ τοὺς ἀπὸ τῶν θεῶν ἀρχομένους ἐντιμοτέρους ἐκείνων καταστῆσαι. ἀλλ᾽ ἕπεσθαι χρὴ καὶ προσέχειν τὸν νοῦν, ὡς ἂν τὸ παραγγελλόμενον δύνησθε ποιεῖν. [6.3.14] νῦν μὲν οὖν στρατοπεδευσώμεθα προελθόντες ὅσον ἂν δοκῇ καιρὸς εἶναι εἰς τὸ δειπνοποιεῖσθαι· ἕως δ᾽ ἂν πορευώμεθα, Τιμασίων ἔχων τοὺς ἱππέας προελαυνέτω ἐφορῶν ἡμᾶς καὶ σκοπείτω τὰ ἔμπροσθεν, ὡς μηδὲν ἡμᾶς λάθῃ.
[6.3.15] Ταῦτ᾽ εἰπὼν ἡγεῖτο. παρέπεμψε δὲ καὶ τῶν γυμνήτων ἀνθρώπους εὐζώνους εἰς τὰ πλάγια καὶ εἰς τὰ ἄκρα, ὅπως εἴ πού τί ποθεν καθορῷεν, σημαίνοιεν· ἐκέλευε δὲ καίειν ἅπαντα ὅτῳ ἐντυγχάνοιεν καυσίμῳ. [6.3.19] οἱ δὲ ἱππεῖς σπειρόμενοι ἐφ᾽ ὅσον καλῶς εἶχεν ἔκαιον, καὶ οἱ πελτασταὶ ἐπιπαριόντες κατὰ τὰ ἄκρα ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων, καὶ ἡ στρατιὰ δέ, εἴ τινι παραλειπομένῳ ἐντυγχάνοιεν· ὥστε πᾶσα ἡ χώρα αἴθεσθαι ἐδόκει καὶ τὸ στράτευμα πολὺ εἶναι. [6.3.20] ἐπεὶ δὲ ὥρα ἦν, κατεστρατοπεδεύσαντο ἐπὶ λόφον ἐκβάντες, καὶ τά τε τῶν πολεμίων πυρὰ ἑώρων, ἀπεῖχον δὲ ὡς τετταράκοντα σταδίους, καὶ αὐτοὶ ὡς ἐδύναντο πλεῖστα πυρὰ ἔκαιον. [6.3.21] ἐπεὶ δὲ ἐδείπνησαν τάχιστα, παρηγγέλθη τὰ πυρὰ κατασβεννύναι πάντα. καὶ τὴν μὲν νύκτα φυλακὰς ποιησάμενοι ἐκάθευδον· ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ προσευξάμενοι τοῖς θεοῖς, συνταξάμενοι ὡς εἰς μάχην ἐπορεύοντο ᾗ ἐδύναντο τάχιστα. [6.3.22] Τιμασίων δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἔχοντες τοὺς ἡγεμόνας καὶ προελαύνοντες ἐλάνθανον αὑτοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ γενόμενοι ἔνθα ἐπολιορκοῦντο οἱ Ἕλληνες. καὶ οὐχ ὁρῶσιν οὔτε φίλιον στράτευμα οὔτε πολέμιον (καὶ ταῦτα ἀπαγγέλλουσι πρὸς τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὸ στράτευμα), γρᾴδια δὲ καὶ γερόντια καὶ πρόβατα ὀλίγα καὶ βοῦς καταλελειμμένους. [6.3.23] καὶ τὸ μὲν πρῶτον θαῦμα ἦν τί εἴη τὸ γεγενημένον, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν καταλελειμμένων ἐπυνθάνοντο ὅτι οἱ μὲν Θρᾷκες ἀφ᾽ ἑσπέρας ᾤχοντο ἀπιόντες, ἕωθεν δὲ καὶ τοὺς Ἕλληνας ἔφασαν οἴχεσθαι· ὅποι δέ, οὐκ εἰδέναι.

[6.3.10] Στο μεταξύ ο Χειρίσοφος, με σιγουριά προχωρώντας παραλιακά, φτάνει στο λιμάνι της Κάλπης. Όταν τέλος ο Ξενοφώντας βάδιζε στα μεσόγεια, τρέχοντας οι ιππείς του μπροστά συναντούν κάτι γέροντες, που πήγαιναν προς το μέρος εκείνο. Τους οδήγησαν στον Ξενοφώντα κι αυτός τους ρωτά αν είδαν πουθενά άλλο ελληνικό στράτευμα. [6.3.11] Εκείνοι τον πληροφόρησαν για όσα είχαν γίνει, και του είπαν πως αυτήν τη στιγμή οι Έλληνες βρίσκονται περικυκλωμένοι πάνω σ᾽ ένα λόφο απ᾽ όλους τους Θράκες. Τότε έβαλε αρκετή φρουρά να φυλάει αυτούς τους ανθρώπους, για να τους έχει οδηγούς όπου χρειαστεί. Ύστερα τοποθέτησε σκοπούς γύρω στο στρατόπεδο, συγκέντρωσε τους άντρες και τους είπε:
[6.3.12] «Στρατιώτες, μερικοί από τους Αρκάδες έχουν σκοτωθεί, και οι υπόλοιποι είναι πολιορκημένοι πάνω σ᾽ ένα λόφο. Έχω όμως τη γνώμη πως αν εκείνοι χαθούν, ούτε για μας πια θα υπάρχει σωτηρία, αφού οι εχθροί είναι τόσοι πολλοί κι έχουν πάρει τόσο μεγάλο θάρρος. [6.3.13] Το καλύτερο που έχουμε να κάμουμε λοιπόν είναι να τρέξουμε να τους βοηθήσουμε όσο γίνεται γρηγορότερα, για να πολεμήσουμε μαζί τους, αν είναι ακόμα ζωντανοί, και να μη μείνουμε μονάχοι, έτσι που να μην έχουμε συντρόφους στους κινδύνους. [6.3.16] Γιατί από δω δεν θα μπορούσαμε να πάμε κρυφά σε κανένα μέρος, αφού ο δρόμος για να ξαναγυρίσουμε στην Ηράκλεια είναι μακρινός, καθώς κι εκείνος που πρέπει να περάσουμε για να φτάσουμε στη Χρυσόπολη. Κι οι εχθροί βρίσκονται κοντά μας. Αντίθετα, για το λιμάνι της Κάλπης, όπου λογαριάζουμε πως θα βρίσκεται ο Χειρίσοφος, αν έχει γλιτώσει, ο δρόμος είναι πολύ κοντινός. Εκεί όμως ούτε πλοία υπάρχουν για να μπούμε μέσα και να ταξιδέψουμε, ούτε θα έχουμε τρόφιμα, έστω για μια μέρα, αν αποφασίσουμε να μείνουμε λίγο. [6.3.17] Στην περίπτωση πάλι που θα εξοντωθούν οι πολιορκημένοι, θα είναι χειρότερο να περνούμε τους κινδύνους μονάχα με τους στρατιώτες του Χειρίσοφου, παρά να γλιτώσουν εκείνοι, να συγκεντρωθούμε όλοι στο ίδιο μέρος και να φροντίζουμε για την κοινή σωτηρία. Πρέπει λοιπόν να πάρουμε θάρρος και να προχωρήσουμε, γιατί τώρα είναι ευκαιρία ή να βρούμε δοξασμένο θάνατο ή να κάμουμε ένα ωραιότατο κατόρθωμα, γλιτώνοντας τόσους πολλούς Έλληνες. [6.3.18] Γιατί ο θεός μπορεί να τακτοποίησε τα πράγματα έτσι, θέλοντας να ταπεινώσει εκείνους που είχαν περίσσιο εγωισμό κι έλεγαν μεγάλα λόγια, κι αντίθετα εμάς, που το καθετί το αρχίζουμε ρωτώντας τους θεούς, να μας δοξάσει περισσότερο από κείνους. Αλλά πρέπει να ακολουθείτε και να είστε πολύ προσεκτικοί, για να μπορείτε να εκτελείτε όλες τις διαταγές. [6.3.14] Τώρα ας προχωρήσουμε, ώσπου να μας φανεί κατάλληλη η ώρα για δείπνο, και τότε να στρατοπεδέψουμε. Όσο βαδίζουμε, ο Τιμασίωνας με το ιππικό να πηγαίνει μπροστά, χωρίς να μας χάνει από τα μάτια του, και να κατασκοπεύει τα πιο πέρα, για να μη μας ξεφύγει τίποτε».
[6.3.15] Αυτά είπε και μπήκε επικεφαλής του στρατού. Έστειλε όμως κι από τους γυμνήτες μερικούς άντρες ευκίνητους στις πλαγιές και στα υψώματα, για να ειδοποιήσουν αν έβλεπαν πουθενά κάτι. Τους έδωσε μάλιστα την εντολή να καίνε καθετί που θα συναντούσαν και μπορούσε να καεί. [6.3.19] Τότε οι ιππείς σκορπίστηκαν σε όλη την ομαλή έκταση κι έβαζαν φωτιά, οι πελταστές περνούσαν κι εκείνοι στα υψώματα κι έκαιγαν καθετί που έβλεπαν για κάψιμο, και το υπόλοιπο στράτευμα έκανε το ίδιο, αν συναντούσε κάτι που είχε μείνει από τους άλλους. Έτσι ολόκληρη η χώρα έδινε την εντύπωση πως καιόταν και το στράτευμα πως ήταν πολυάριθμο. [6.3.20] Όταν νόμισαν πως η ώρα ήταν κατάλληλη, βγήκαν από τον κάμπο και στρατοπέδεψαν επάνω σ᾽ ένα λόφο, ώστε και τις φωτιές που άναβαν οι εχθροί έβλεπαν, που βρίσκονταν μακριά τους πάνω κάτω σαράντα στάδια, και οι ίδιοι άναβαν όσο μπορούσαν περισσότερες. [6.3.21] Μόλις δείπνησαν, δόθηκε η διαταγή να σβήσουν όλες τις φωτιές· τη νύχτα έβαλαν φρουρούς και πλάγιασαν να κοιμηθούν. Κι όταν ξημέρωσε, προσευχήθηκαν στους θεούς, παρατάχτηκαν και ξεκίνησαν όσο μπορούσαν γρηγορότερα, έτοιμοι για μάχη. [6.3.22] Ο Τιμασίωνας όμως και οι ιππείς, προχωρώντας μαζί με τους οδηγούς, έφτασαν χωρίς να το καταλάβουν επάνω στο λόφο, όπου βρίσκονταν πολιορκημένοι οι Έλληνες. Αλλά δεν βλέπουν ούτε φιλικό ούτε εχθρικό στράτευμα (αυτά τα ανακοινώνουν στον Ξενοφώντα και στους στρατιώτες), παρά μερικές γριούλες και γέροντες και λίγα πρόβατα και βόδια εγκαταλειμμένα. [6.3.23] Γι᾽ αυτό στην αρχή παραξενεύονταν μη ξέροντας τί είχε γίνει, ύστερα όμως έμαθαν από τους ανθρώπους που είχαν βρει εκεί, πως οι Θράκες μόλις βράδιασε σηκώθηκαν κι έφυγαν, ενώ οι Έλληνες έκαναν το ίδιο πρωί πρωί. Αλλά δεν ήξεραν πού πήγαν.