[22] Ας μιλήσουμε τώρα γενικά για τα ενθυμήματα, για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ψάχνουμε να τα βρούμε, και στη συνέχεια για τους τόπους των ενθυμημάτων· γιατί το καθένα από τα δύο αυτά πράγματα είναι ένα διαφορετικό είδος. Ότι το ενθύμημα είναι ένα είδος συλλογισμού, το έχουμε ήδη πει, όπως έχουμε επίσης πει με ποιό νόημα είναι συλλογισμός και σε τί διαφέρει από τους διαλεκτικούς συλλογισμούς· γιατί ούτε πρέπει να ξεκινάει κανείς τον συλλογισμό του από πολύ μακριά ούτε είναι ανάγκη να συνάγει το συμπέρασμά του περνώντας από όλες τις (προκείμενες) προτάσεις: το πρώτο, με το μήκος της συλλογιστικής διαδικασίας, δημιουργεί ασάφειες, ενώ το δεύτερο καταντάει σκέτη φλυαρία, καθώς λέγονται πράγματα προφανή και αυτονόητα· αυτός είναι, πράγματι, και ο λόγος που οι αμόρφωτοι είναι πιο πειστικοί μπροστά στον όχλο σε σύγκριση με τους μορφωμένους· έτσι δεν το λένε και οι ποιητές, πως οι αμόρφωτοι είναι πιο επιδέξιοι στο να μιλούν μπροστά στον όχλο; Οι μορφωμένοι, πράγματι, μιλούν με προτάσεις απόλυτου και καθολικού περιεχομένου, ενώ οι αμόρφωτοι μιλούν για πράγματα που εμπίπτουν στον χώρο των εμπειριών τους και είναι πολύ κοντινά. Συμπέρασμα: Δεν θα πρέπει να μιλάει κανείς αντλώντας τα επιχειρήματα του από όλες τις γνώμες, αλλά μόνο από αυτές που έχουν γίνει οριστικά αποδεκτές π.χ. [1396a] από τους ακροατές του ή από ανθρώπους που οι ακροατές του σέβονται· και φυσικά πρέπει να είναι φανερό ότι η συγκεκριμένη γνώμη είναι της αποδοχής ή όλων των ανθρώπων ή των περισσότερων· και το συμπέρασμα να μη συνάγεται μόνο από απολύτως αληθινές προτάσεις, αλλά και από προτάσεις που είναι αληθινές τις περισσότερες φορές. Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να αντιληφθείς είναι ότι για το θέμα για το οποίο πρέπει να μιλήσεις και να επιχειρηματολογήσεις —θέμα πολιτικού ή όποιου άλλου περιεχομένου— είναι ανάγκη να έχεις στη διάθεσή σου τα σχετικά με αυτό δεδομένα, είτε όλα είτε τα περισσότερα· γιατί αν δεν έχεις τίποτε από αυτά στη διάθεσή σου, δεν θα έχεις τίποτε από όπου να μπορείς να συναγάγεις ένα συμπέρασμα. Εννοώ π.χ. το εξής: πώς θα μπορούσαμε να συμβουλέψουμε τους Αθηναίους να κάνουν ή να μην κάνουν πόλεμο, αν δεν ξέραμε ποιά είναι η δύναμή τους, αν είναι ναυτική ή πεζική ή και τα δύο, και αυτή πόση, ποιά είναι τα έσοδα της πόλης, ποιοί οι φίλοι και ποιοί οι εχθροί τους, ακόμη ποιούς πολέμους έχουν διεξαγάγει και με ποιόν τρόπο, και όλα τα παρόμοια; ή πώς θα μπορούσαμε να τους επαινέσουμε αν δεν ξέραμε τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα ή τη μάχη στον Μαραθώνα ή όσα έκαναν για χάρη των παιδιών του Ηρακλή, ή άλλα τέτοια παρόμοια; Γιατί όλοι, ως γνωστόν, επαινούν βασισμένοι σε υπάρχοντα καλά ή σε καλά που θεωρείται ότι υπάρχουν. Με τον ίδιο, επίσης, τρόπο διατυπώνουν εναντίον τους και τον ψόγο τους, ξεκινώντας από τα αντίθετα, ψάχνοντας να δουν τί πράξεις αυτού του είδους σχετίζονται με αυτούς ή θεωρείται ότι σχετίζονται, π.χ. ότι καθυπέταξαν τους Έλληνες και υποδούλωσαν αυτούς που πολέμησαν μαζί τους εναντίον των βαρβάρων και διακρίθηκαν, τους Αιγινήτες π.χ. και τους Ποτειδαιάτες, και άλλα παρόμοια, αν κάποιο άλλο τέτοιο σφάλμα σχετίζεται με αυτούς. Παρόμοια και όσοι κατηγορούν ή απολογούνται στα δικαστήρια, συγκροτούν την κατηγορία ή την απολογία τους εξετάζοντας όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Και δεν έχει καμιά διαφορά αν ο λόγος είναι για τους Λακεδαιμονίους ή τους Αθηναίους, για έναν άνθρωπο ή για έναν θεό: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις γίνεται ακριβώς το ίδιο πράγμα. Πραγματικά, είτε συμβουλεύουμε τον Αχιλλέα, είτε τον επαινούμε ή τον ψέγουμε, είτε διατυπώνουμε κατηγορία εναντίον του ή απολογία υπέρ αυτού, πρέπει πάντοτε να ξεκινούμε από τα υπάρχοντα στοιχεία ή από αυτά που θεωρείται ότι υπάρχουν, ώστε βασισμένοι σε αυτά να λέμε τί καλό ή τί άσχημο υπάρχει στο πρόσωπο αυτό (στην περίπτωση του επαίνου ή του ψόγου), τί δίκαιο ή τί άδικο (στην περίπτωση της κατηγορίας ή της υπεράσπισης), τί ωφέλιμο ή τί βλαβερό (στην περίπτωση της συμβουλής). Με τρόπο ανάλογο προς αυτά που είπαμε μπορούμε να μιλούμε και για οποιοδήποτε άλλο θέμα, π.χ. για τη δικαιοσύνη, αν είναι καλό ή όχι καλό πράγμα: ο λόγος μας θα πρέπει να ξεκινάει από τα χαρακτηριστικά της δικαιοσύνης και του καλού. Συμπέρασμα: Δεδομένου ότι όλοι φαίνεται ότι ακολουθούν αυτόν τον τρόπο στις αποδείξεις τους, είτε εφαρμόζουν αυστηρότερους είτε εφαρμόζουν χαλαρότερους [1396b] συλλογισμούς (γιατί δεν αντλούν από παντού τις προτάσεις τους, αλλά μόνο από τα στοιχεία που σχετίζονται με την κάθε επιμέρους περίπτωση), και δεδομένου ότι είναι φανερό πως με τον λόγο είναι αδύνατο να αποδείξει κανείς οτιδήποτε με άλλον τρόπο, είναι φανερό ότι, πριν από όλα, είναι απαραίτητο, όπως το είπαμε και στα Τοπικά, να έχει ο ρήτορας για το κάθε επιμέρους θέμα μια επιλογή (προκείμενων) προτάσεων για ό,τι είναι πιο πιθανό και πιο χρήσιμο για το συγκεκριμένο θέμα. Όσο για τα θέματα που ανακύπτουν αιφνιδιαστικά και απρόβλεπτα, πρέπει να εφαρμόζεται ο ίδιος τρόπος: ο ρήτορας δεν πρέπει να στρέφεται σε πράγματα γενικά και αόριστα, αλλά στα δεδομένα του συγκεκριμένου θέματος για το οποίο είναι ο λόγος, και να περιγράφει όσο γίνεται πιο πολλά από τα στοιχεία αυτά, και μάλιστα αυτά που έχουν την πλησιέστερη σχέση με το θέμα· γιατί όσο πιο πολλά από τα στοιχεία αυτά είναι γνωστά στον ρήτορα, τόσο πιο εύκολη θα είναι η απόδειξη, και όσο πιο κοντινή η σχέση τους με το θέμα, τόσο πιο βολική για τον ρήτορα η χρήση τους και τόσο πιο πολύ ξεφεύγουν από τις γενικότητες. Με τις «γενικότητες» εννοώ να επαινεί ο ρήτορας τον Αχιλλέα γιατί ήταν άνθρωπος, γιατί ήταν ημίθεος και γιατί πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας: όλα αυτά ισχύουν, βέβαια, και για πολλούς άλλους, και επομένως ο συγκεκριμένος ρήτορας δεν επαινεί καθόλου περισσότερο τον Αχιλλέα από τον Διομήδη. Ειδικά είναι αυτά που δεν ισχύουν για κανέναν άλλον παρά μόνο για τον Αχιλλέα, π.χ. το ότι σκότωσε τον Έκτορα, τον άριστο των Τρώων, και τον Κύκνο, που, άτρωτος καθώς ήταν, εμπόδισε την αποβίβαση όλων των Ελλήνων· επίσης το ότι πήρε μέρος στην εκστρατεία νεότατος, δίχως να είναι δεμένος με όρκο — μαζί, φυσικά, και διάφορα άλλα τέτοια. |