Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.2.13-6.3.9)

[6.2.13] Ξενοφῶν μέντοι ἐβούλετο κοινῇ †μετ᾽ αὐτῶν† τὴν πορείαν ποιεῖσθαι, νομίζων οὕτως ἀσφαλεστέραν εἶναι ἢ ἰδίᾳ ἕκαστον στέλλεσθαι· ἀλλὰ Νέων ἔπειθεν αὐτὸν καθ᾽ αὑτὸν πορεύεσθαι, ἀκούσας τοῦ Χειρισόφου ὅτι Κλέανδρος ὁ ἐν Βυζαντίῳ ἁρμοστὴς φαίη τριήρεις ἔχων ἥξειν εἰς Κάλπης λιμένα· [6.2.14] ὅπως οὖν μηδεὶς μετάσχοι, ἀλλ᾽ αὐτοὶ καὶ οἱ αὐτῶν στρατιῶται ἐκπλεύσειαν ἐπὶ τῶν τριήρων, διὰ ταῦτα συνεβούλευε. καὶ Χειρίσοφος, ἅμα μὲν ἀθυμῶν τοῖς γεγενημένοις, ἅμα δὲ μισῶν ἐκ τούτου τὸ στράτευμα, ἐπιτρέπει αὐτῷ ποιεῖν ὅ τι βούλεται. [6.2.15] Ξενοφῶν δὲ ἔτι μὲν ἐπεχείρησεν ἀπαλλαγεὶς τῆς στρατιᾶς ἐκπλεῦσαι· θυομένῳ δὲ αὐτῷ τῷ ἡγεμόνι Ἡρακλεῖ καὶ κοινουμένῳ, πότερα λῷον καὶ ἄμεινον εἴη στρατεύεσθαι ἔχοντι τοὺς παραμείναντας τῶν στρατιωτῶν ἢ ἀπαλλάττεσθαι, ἐσήμηνεν ὁ θεὸς τοῖς ἱεροῖς συστρατεύεσθαι. [6.2.16] οὕτω γίγνεται τὸ στράτευμα τρίχα, Ἀρκάδες μὲν καὶ Ἀχαιοὶ πλείους ἢ τετρακισχίλιοι, ὁπλῖται πάντες, Χειρισόφῳ δ᾽ ὁπλῖται μὲν εἰς τετρακοσίους καὶ χιλίους, πελτασταὶ δὲ εἰς ἑπτακοσίους, οἱ Κλεάρχου Θρᾷκες, Ξενοφῶντι δὲ ὁπλῖται μὲν εἰς ἑπτακοσίους καὶ χιλίους, πελτασταὶ δὲ εἰς τριακοσίους· ἱππικὸν δὲ μόνος οὗτος εἶχεν, ἀμφὶ τετταράκοντα ἱππέας.
[6.2.17] Καὶ οἱ μὲν Ἀρκάδες διαπραξάμενοι πλοῖα παρὰ τῶν Ἡρακλεωτῶν πρῶτοι πλέουσιν, ὅπως ἐξαίφνης ἐπιπεσόντες τοῖς Βιθυνοῖς λάβοιεν ὅτι πλεῖστα· καὶ ἀποβαίνουσιν εἰς Κάλπης λιμένα κατὰ μέσον πως τῆς Θρᾴκης. [6.2.18] Χειρίσοφος δ᾽ εὐθὺς ἀπὸ τῆς πόλεως τῶν Ἡρακλεωτῶν ἀρξάμενος πεζῇ ἐπορεύετο διὰ τῆς χώρας· ἐπεὶ δὲ εἰς τὴν Θρᾴκην ἐνέβαλε, παρὰ τὴν θάλατταν ᾔει· καὶ γὰρ ἠσθένει. [6.2.19] Ξενοφῶν δὲ πλοῖα λαβὼν ἀποβαίνει ἐπὶ τὰ ὅρια τῆς Θρᾴκης καὶ τῆς Ἡρακλεώτιδος καὶ διὰ μεσογείας ἐπορεύετο.
[6.3.1] [Ὃν μὲν οὖν τρόπον ἥ τε Χειρισόφου ἀρχὴ τοῦ παντὸς κατελύθη καὶ τῶν Ἑλλήνων τὸ στράτευμα ἐσχίσθη ἐν τοῖς ἐπάνω εἴρηται.] [6.3.2] ἔπραξαν δ᾽ αὐτῶν ἕκαστοι τάδε. οἱ μὲν Ἀρκάδες ὡς ἀπέβησαν νυκτὸς εἰς Κάλπης λιμένα, πορεύονται εἰς τὰς πρώτας κώμας, στάδια ἀπὸ θαλάττης ὡς τριάκοντα. ἐπεὶ δὲ φῶς ἐγένετο, ἦγεν ἕκαστος ὁ στρατηγὸς τὸν αὑτοῦ λόχον ἐπὶ κώμην· ὁποία δὲ μείζων ἐδόκει εἶναι, σύνδυο λόχους ἦγον οἱ στρατηγοί. [6.3.3] συνεβάλλοντο δὲ καὶ λόφον εἰς ὃν δέοι πάντας ἁλίζεσθαι· καὶ ἅτε ἐξαίφνης ἐπιπεσόντες ἀνδράποδά τε πολλὰ ἔλαβον καὶ πρόβατα πολλὰ περιεβάλλοντο. [6.3.4] οἱ δὲ Θρᾷκες ἡθροίζοντο οἱ διαφεύγοντες· πολλοὶ δὲ διέφευγον πελτασταὶ ὄντες ὁπλίτας ἐξ αὐτῶν τῶν χειρῶν. ἐπεὶ δὲ συνελέγησαν, πρῶτον μὲν τῷ Σμίκρητος λόχῳ ἑνὸς τῶν Ἀρκάδων στρατηγῶν ἀπιόντι ἤδη εἰς τὸ συγκείμενον καὶ πολλὰ χρήματα ἄγοντι ἐπιτίθενται. [6.3.5] καὶ τέως μὲν ἐμάχοντο ἅμα πορευόμενοι οἱ Ἕλληνες, ἐπὶ δὲ διαβάσει χαράδρας τρέπονται αὐτούς, καὶ αὐτόν τε τὸν Σμίκρητα ἀποκτιννύασι καὶ τοὺς ἄλλους πάντας· ἄλλου δὲ λόχου τῶν δέκα στρατηγῶν τοῦ Ἡγησάνδρου ὀκτὼ μόνους ἔλιπον· καὶ αὐτὸς Ἡγήσανδρος ἐσώθη. [6.3.6] καὶ οἱ ἄλλοι δὲ λόχοι συνῆλθον οἱ μὲν σὺν πράγμασιν οἱ δὲ ἄνευ πραγμάτων· οἱ δὲ Θρᾷκες ἐπεὶ ηὐτύχησαν τοῦτο τὸ εὐτύχημα, συνεβόων τε ἀλλήλους καὶ συνελέγοντο ἐρρωμένως τῆς νυκτός. καὶ ἅμα ἡμέρᾳ κύκλῳ περὶ τὸν λόφον ἔνθα οἱ Ἕλληνες ἐστρατοπεδεύοντο ἐτάττοντο καὶ ἱππεῖς πολλοὶ καὶ πελτασταί, καὶ ἀεὶ πλέονες συνέρρεον· καὶ προσέβαλλον πρὸς τοὺς ὁπλίτας ἀσφαλῶς· [6.3.7] οἱ μὲν γὰρ Ἕλληνες οὔτε τοξότην εἶχον οὔτε ἀκοντιστὴν οὔτε ἱππέα· οἱ δὲ προσθέοντες καὶ προσελαύνοντες ἠκόντιζον· ὁπότε δὲ αὐτοῖς ἐπίοιεν, ῥᾳδίως ἀπέφευγον· ἄλλοι δὲ ἄλλῃ ἐπετίθεντο. [6.3.8] καὶ τῶν μὲν πολλοὶ ἐτιτρώσκοντο, τῶν δὲ οὐδείς· ὥστε κινηθῆναι οὐκ ἐδύναντο ἐκ τοῦ χωρίου, ἀλλὰ τελευτῶντες καὶ ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶργον αὐτοὺς οἱ Θρᾷκες. [6.3.9] ἐπεὶ δὲ ἀπορία πολλὴ ἦν, διελέγοντο περὶ σπονδῶν· καὶ τὰ μὲν ἄλλα ὡμολόγητο αὐτοῖς, ὁμήρους δὲ οὐκ ἐδίδοσαν οἱ Θρᾷκες αἰτούντων τῶν Ἑλλήνων, ἀλλ᾽ ἐν τούτῳ ἴσχετο. τὰ μὲν δὴ τῶν Ἀρκάδων οὕτως εἶχε.

[6.2.13] Ο Ξενοφώντας όμως ήθελε να προχωρήσει μαζί τους, γιατί είχε τη γνώμη πως μ᾽ αυτόν τον τρόπο υπήρχε μεγαλύτερη σιγουριά, παρά αν πήγαινε καθένας χωριστά. Αλλά ο Νέωνας προσπαθούσε να τον καταφέρει να φύγει μόνος, γιατί έμαθε από το Χειρίσοφο πως ο Κλέανδρος, που ήταν διοικητής στο Βυζάντιο, είπε πως θα έρθει στο λιμάνι της Κάλπης με τριήρεις. [6.2.14] Και του έδωσε τέτοια συμβουλή, για να ταξιδέψουν αυτοί κι οι στρατιώτες τους με τα καράβια, και όχι άλλος κανένας. Και ο Χειρίσοφος, από τη μια επειδή ήταν στενοχωρημένος με όσα έγιναν, κι από την άλλη επειδή ύστερ᾽ απ᾽ αυτά μισούσε τους στρατιώτες, δίνει την άδεια στο Νέωνα να κάνει ό,τι θέλει. [6.2.15] Τότε ο Ξενοφώντας σκέφτηκε για λίγο να ξεφορτωθεί τους στρατιώτες και να φύγει μόνος. Μα καθώς εθυσίαζε στον οδηγό Ηρακλή και τον ρωτούσε αν ήταν ωφελιμότερο και προτιμότερο να συνεχίσει την πορεία με τους στρατιώτες που του απόμειναν ή να τους αφήσει, ο θεός με τις θυσίες τού έδωσε σημάδι να πάει μαζί τους. [6.2.16] Έτσι χωρίζεται ο στρατός σε τρία μέρη: Από τη μια οι Αρκάδες και οι Αχαιοί που ήταν περισσότεροι από τέσσερις χιλιάδες, όλοι τους οπλίτες, από την άλλη με το Χειρίσοφο ως χίλιοι τετρακόσιοι οπλίτες και εφτακόσιοι πελταστές, που ήταν οι Θράκες του Κλέαρχου, και τέλος ίσαμε χίλιοι εφτακόσιοι οπλίτες με τον Ξενοφώντα και κάπου τρακόσιοι πελταστές. Όσο για ιππικό, μονάχα ο Ξενοφώντας είχε γύρω στους σαράντα ιππείς.
[6.2.17] Πρώτοι φεύγουν οι Αρκάδες παίρνοντας πλοία από τους Ηρακλειώτες, για να επιτεθούν ξαφνικά ενάντια στους Βιθυνούς και ν᾽ αρπάξουν όσα λάφυρα μπορούσαν. Και αποβιβάζονται στο λιμάνι της Κάλπης, πάνω κάτω στο κέντρο της Θράκης. [6.2.18] Ο Χειρίσοφος πάλι άρχισε μονομιάς να βαδίζει από την πόλη των Ηρακλειωτών και προχωρούσε μέσα στη χώρα. Και μόλις μπήκε στη Θράκη, άρχισε να βαδίζει κοντά στη θάλασσα, γιατί ήταν άρρωστος. [6.2.19] Όσο για τον Ξενοφώντα, αυτός πήρε πλοία κι έκανε απόβαση στο μέρος που χωρίζεται η Θράκη από τη χώρα της Ηράκλειας, και προχώρησε στο εσωτερικό.
[6.3.1] [Παραπάνω διηγηθήκαμε με ποιόν τρόπο καταργήθηκε η γενική αρχηγία του Χειρίσοφου και πώς διασπάστηκε το στράτευμα των Ελλήνων.] [6.3.2] Το καθένα από τα τρία σώματα έκαμαν τούτα δω: Οι Αρκάδες, μόλις αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Κάλπης, προχωρούν προς τα πρώτα χωριά, που ήταν μακριά από τη θάλασσα τριάντα πάνω κάτω στάδια. Κι όταν ξημέρωσε, οδηγούσε κάθε στρατηγός το λόχο του σ᾽ ένα χωριό. Αν τύχαινε όμως να τους φανεί κάποιο πως ήταν μεγαλύτερο από τ᾽ άλλα, σ᾽ αυτό οδηγούσαν οι στρατηγοί δυο δυο τους λόχους. [6.3.3] Όρισαν επίσης κι ένα λόφο, όπου έπρεπε όλοι να μαζεύονται. Και επειδή έκαναν την επίθεση ξαφνικά, και πολλούς αιχμάλωτους έπιασαν και πολλά πρόβατα άρπαξαν. [6.3.4] Μα οι Θράκες που γλίτωσαν, άρχισαν να συγκεντρώνονται και ξέφυγαν πολλοί μέσα από τα χέρια των οπλιτών, γιατί οι ίδιοι ήταν πελταστές. Όταν πια είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί, πρώτα πρώτα κάνουν επίθεση ενάντια στο λόχο του Σμίκρητα, ενός στρατηγού από τους Αρκάδες, ενώ πήγαινε στο συμφωνημένο μέρος κουβαλώντας μαζί του πολλά λάφυρα. [6.3.5] Για κάμποση ώρα οι Έλληνες βαδίζοντας πολεμούσαν κιόλας. Μα όταν διάβαιναν μια χαράδρα, τους παίρνουν κυνήγι οι Θράκες, σκοτώνουν μάλιστα τον ίδιο το Σμίκρητα κι όλους όσοι πήγαιναν μαζί του. Από έναν άλλο λόχο που τον διοικούσε ο Ηγήσανδρος, ένας από τους δέκα στρατηγούς, άφησαν μονάχα οχτώ άντρες. Γλίτωσε μαζί με αυτούς κι ο ίδιος ο Ηγήσανδρος. [6.3.6] Τότε συνενώθηκαν και οι άλλοι λόχοι, μερικοί με μεγάλο κόπο, οι υπόλοιποι χωρίς να δοκιμάσουν δυσκολία. Οι Θράκες όμως, ύστερ᾽ από κείνη την επιτυχία, άρχισαν να φωνάζουν δυνατά ο ένας στον άλλο και να συγκεντρώνονται τη νύχτα με μεγάλη δραστηριότητα. Και μόλις ξημέρωσε, παρατασσόταν ιππικό πολύ και πελταστικό γύρω στο λόφο, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι Έλληνες, μαζεύονταν αδιάκοπα κι άλλοι και χτυπούσαν ανεμπόδιστα τους οπλίτες. [6.3.7] Γιατί οι Έλληνες δεν είχαν ούτε τοξότη ούτε ακοντιστή ούτε ιππέα, ενώ οι Θράκες περνούσαν δίπλα τους έφιπποι και τους χτυπούσαν με τα ακόντια. Κι αν καμιά φορά οι Έλληνες ορμούσαν καταπάνω τους, εκείνοι εύκολα ξέφευγαν, ενώ άλλοι δικοί τους έκαναν επίθεση από άλλα σημεία. [6.3.8] Από τους Έλληνες τότε πληγώνονταν πολλοί, από τους αντίπαλους αντίθετα κανένας. Έτσι δεν μπορούσαν να κουνήσουν απ᾽ αυτό το μέρος και στο τέλος μάλιστα οι Θράκες δεν τους άφηναν να πάρουν και νερό. [6.3.9] Άρχισαν τότε να συζητούν για ειρήνη, επειδή βρίσκονταν σε μεγάλη δυσκολία. Και είχαν καταλήξει σε συμφωνία για όλα τα άλλα σημεία, μονάχα που οι Έλληνες ζητούσαν όμηρους, κι οι Θράκες δεν ήθελαν να δώσουν. Σ᾽ αυτόν τον όρο σκόνταψαν οι διαπραγματεύσεις. Η κατάσταση λοιπόν των Αρκάδων ήταν αυτή.