Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (6.2.1-6.2.12)
[6.2.1] Ἐντεῦθεν τῇ ὑστεραίᾳ ἀναγόμενοι πνεύματι ἔπλεον καλῷ ἡμέρας δύο παρὰ γῆν. καὶ παραπλέοντες [ἐθεώρουν τήν τε Ἰασονίαν ἀκτήν, ἔνθα ἡ Ἀργὼ λέγεται ὁρμίσασθαι, καὶ τῶν ποταμῶν τὰ στόματα, πρῶτον μὲν τοῦ Θερμώδοντος, ἔπειτα δὲ τοῦ Ἴριος, ἔπειτα δὲ τοῦ Ἅλυος, μετὰ τοῦτον τοῦ Παρθενίου· τοῦτον δὲ παραπλεύσαντες] ἀφίκοντο εἰς Ἡράκλειαν πόλιν Ἑλληνίδα Μεγαρέων ἄποικον, οὖσαν δ᾽ ἐν τῇ Μαριανδυνῶν χώρᾳ. [6.2.2] καὶ ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Ἀχερουσιάδι Χερρονήσῳ, ἔνθα λέγεται ὁ Ἡρακλῆς ἐπὶ τὸν Κέρβερον κύνα καταβῆναι ᾗ νῦν τὰ σημεῖα δεικνύασι τῆς καταβάσεως τὸ βάθος πλέον ἢ ἐπὶ δύο στάδια. [6.2.3] ἐνταῦθα τοῖς Ἕλλησιν οἱ Ἡρακλεῶται ξένια πέμπουσιν ἀλφίτων μεδίμνους τρισχιλίους καὶ οἴνου κεράμια δισχίλια καὶ βοῦς εἴκοσι καὶ οἶς ἑκατόν. ἐνταῦθα διὰ τοῦ πεδίου ῥεῖ ποταμὸς Λύκος ὄνομα, εὖρος ὡς δύο πλέθρων. |
[6.2.1] Από κει την άλλη μέρα μπήκαν στα πλοία και ξεκίνησαν με καλόν καιρό, ταξιδεύοντας δυο μέρες κοντά στη στεριά. Και καθώς αρμένιζαν γιαλό γιαλό, [παρατηρούσαν την παραλία του Ιάσονα, όπου λένε πως άραξε η Αργώ, και τα μέρη όπου χύνονται τα νερά των ποταμών, πρώτα του Θερμώδοντα, ύστερα του Ίρη, κατόπι του Άλη και τελευταία του Παρθένιου. Όταν τον προσπέρασαν κι αυτόν,] έφτασαν στην Ηράκλεια, μια πόλη ελληνική, αποικία των Μεγαρέων, που βρίσκεται στη χώρα των Μαριανδυνών. [6.2.2] Άραξαν στην Αχερουσιάδα Χερσόνησο, απ᾽ όπου λένε πως ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη για να βρει το σκύλο Κέρβερο· εκεί και σήμερα ακόμα δείχνουν τα σημάδια που φανερώνουν πως το κατέβασμα έγινε σε βάθος μεγαλύτερο από δυο στάδια. [6.2.3] Σ᾽ αυτό το μέρος οι Ηρακλειώτες στέλνουν στους Έλληνες για δώρα τρεις χιλιάδες μέδιμνους κριθαρένιο αλεύρι, δυο χιλιάδες στάμνες γεμάτες κρασί, είκοσι βόδια και εκατό πρόβατα. Εδώ, ανάμεσα στον κάμπο, τρέχει ένας ποταμός που λέγεται Λύκος, κι έχει πλάτος δυο πλέθρα. [6.2.4] Τότε συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες και σκέφτονταν αν έπρεπε, φεύγοντας από τον Πόντο, να κάμουν την υπόλοιπη πορεία τους από τη στεριά ή από τη θάλασσα. Μα την ώρα που συζητούσαν, σηκώθηκε ο Λύκωνας ο Αχαιός και είπε: «Απορώ, στρατιώτες, με τους στρατηγούς μας, που δεν φροντίζουν να μας προμηθέψουν μισθό για ν᾽ αγοράζουμε τρόφιμα. Γιατί αυτά που μας δώρισαν οι Ηρακλειώτες, δεν θα φτάσουν να συντηρηθεί ο στρατός ούτε για τρεις μέρες. Και δεν βλέπω τόπο, απ᾽ όπου θα μπορούσαμε να προμηθευτούμε τρόφιμα όσο θα ταξιδεύουμε. Έχω λοιπόν τη γνώμη πως πρέπει να ζητήσουμε από τους Ηρακλειώτες το λιγότερο τρεις χιλιάδες κυζικηνούς [6.2.5] —άλλος είπε όχι λιγότερους από δέκα χιλιάδες— και να εκλέξουμε αντιπρόσωπους τούτη τη στιγμή που συνεδριάζουμε, για να τους στείλουμε στην πόλη και να πληροφορηθούμε την απάντηση που θα μας δώσουν, ώστε να πάρουμε ανάλογες αποφάσεις». [6.2.6] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά πρότειναν για αντιπρόσωπους πρώτα το Χειρίσοφο, επειδή τον είχαν εκλέξει αρχηγό. Μερικοί πρότειναν και τον Ξενοφώντα, άλλοι όμως απόκρουσαν επίμονα την πρόταση. Γιατί κι οι δυο τους είχαν την ίδια γνώμη, δηλαδή να μην πιέζουν ελληνικές και φιλικές πόλεις να τους προσφέρουν κάτι δίχως τη θέλησή τους. [6.2.7] Έτσι, αφού αυτοί δεν φαίνονταν πρόθυμοι να πάνε, στέλνουν το Λύκωνα τον Αχαιό, τον Καλλίμαχο τον Παρράσιο και τον Αγασία τον Στυμφάλιο. Τούτοι πήγαν στην Ηράκλεια και ανακοίνωσαν τις αποφάσεις του στρατού. Λένε μάλιστα για το Λύκωνα πως τους απείλησε κιόλας, αν δεν έκαναν αυτά που τους ζητούσαν. [6.2.8] Όταν οι Ηρακλειώτες τ᾽ άκουσαν, απάντησαν πως θα σκεφτούν. Αμέσως όμως μάζεψαν από τους αγρούς τα πράγματά τους, χάλασαν την αγορά κι έβαλαν τα ψώνια μέσα στην πόλη, έκλεισαν τις πόρτες και φάνηκαν επάνω στα τείχη οπλισμένοι στρατιώτες. |