ΕΡΜΗΣ [13] Δεν ανέχεται ο Λυδός, Χάροντα, την ευθύτητα και την αλήθεια των λόγων, αλλά του φαίνεται παράξενο το γεγονός, ένας φτωχός άνθρωπος να μη συστέλλεται, αλλά να λέει ελεύθερα αυτό που σκέφτεται. Ωστόσο θα θυμηθεί λίγο αργότερα τον Σόλωνα, όταν θα πρέπει να συλληφθεί και να τοποθετηθεί από τον Κύρο πάνω στην πυρά. Άκουσα, ξέρεις, την Κλωθώ να διαβάζει προηγουμένως όσα είναι κλωσμένα με το νήμα του καθενός, μεταξύ των οποίων ήταν γραμμένα και αυτά, ότι ο Κροίσος θα συλληφθεί από τον Κύρο, ενώ ο ίδιος ο Κύρος θα σκοτωθεί από εκείνην εκεί τη Μασσαγέτιδα. Βλέπεις τη Σκύθισσα, που ιππεύει πάνω σ᾽ εκείνο το άσπρο άλογο; ΧΑΡΟΝΤΑΣ Ναι, μά τον Δία. ΕΡΜΗΣ Η Τόμυρη είναι εκείνη· και θα κόψει αυτή το κεφάλι του Κύρου και θα το βάλει σε ασκί γεμάτο με αίμα. Βλέπεις και τον γιο του, τον νεαρό; Είναι ο Καμβύσης εκείνος. Αυτός θα βασιλέψει μετά τον πατέρα του και, αφού θα κάνει άπειρα σφάλματα και στη Λιβύη και στην Αιθιοπία, στο τέλος θα τρελαθεί και θα θανατωθεί, επειδή θα σκοτώσει τον Άπη. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Τί πολύ γέλιο! Αλλά τώρα ποιός τολμά να στρέψει το βλέμμα επάνω τους, έτσι που περιφρονούν τους άλλους; Και ποιός θα μπορούσε να πιστέψει ότι έπειτα από λίγο ο ένας θα πιαστεί αιχμάλωτος και ο άλλος θα έχει το κεφάλι του ριγμένο μέσα σε ασκί με αίμα; [14] Κι εκείνος ποιός είναι, Ερμή, που έχει πιασμένη πάνω του με πόρπη την πορφυρή χλαμύδα, αυτός με το διάδημα, στον οποίο ο μάγειρας δίνει ένα δαχτυλίδι, αφού άνοιξε την κοιλιά του ψαριού, σε ζωσμένο από νερό νησί; Για βασιλιάς περνιέται. ΕΡΜΗΣ Ωραία τα παρωδείς, Χάροντα. Αυτός που βλέπεις είναι ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, που θεωρεί τον εαυτό του τρισευτυχισμένο. Ωστόσο και αυτός θα προδοθεί από τον υπηρέτη του τον Μαιάνδριο, που στέκεται τώρα δίπλα του, στον Οροίτη τον σατράπη, και θα διαπεραστεί με αιχμηρό πάσσαλο ο δύστυχος, ξεπέφτοντας από την ευτυχία του μέσα σε μια στιγμή. Κι αυτά τα άκουσα να τα διαβάζει η Κλωθώ. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Τη χαίρομαι τη λεβέντισσα την Κλωθώ. Καίγε τους, υπέροχη, και κόβε τους τα κεφάλια και κάρφωνέ τους σε πασσάλους, για να καταλάβουν ότι είναι άνθρωποι. Και ας υψώνονται τόσο πολύ, όσο χρειάζεται για να γκρεμοτσακιστούν ακόμη πιο οδυνηρά, πέφτοντας από ψηλότερα. Κι εγώ θα γελάω τότε, αναγνωρίζοντας τον καθένα απ᾽ αυτούς γυμνό μέσα στο καραβάκι μου, χωρίς να κουβαλάνε ούτε το πορφυρό ένδυμα ούτε τιάρα ή χρυσό κρεβάτι.
|