Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Κατάπλους ἢ Τύραννος (12-13)


ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
[12] Ἕν με πνίγει μάλιστα, ὦ Κλωθοῖ, δι᾽ ὅπερ ἐπόθουν κἂν πρὸς ὀλίγον ἐς τὸ φῶς ἀνακῦψαι πάλιν.
ΚΛΩΘΩ
Τί δὲ τοῦτό ἐστιν; ἔοικε γάρ τι παμμέγεθες εἶναι.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Καρίων ὁ ἐμὸς οἰκέτης ἐπεὶ τάχιστά με ἀποθανόντα εἶδε, περὶ δείλην ὀψίαν ἀνελθὼν εἰς τὸ οἴκημα ἔνθα ἐκείμην, σχολῆς οὔσης —οὐδεὶς γὰρ οὐδὲ ἐφύλαττέ με— Γλυκέριον τὴν παλλάκιδα μου —καὶ πάλαι δέ, οἶμαι, κεκοινωνήκεσαν— παραγαγὼν ἐπισπασάμενος τὴν θύραν ἐσπόδει καθάπερ οὐδενὸς ἔνδον παρόντος· εἶτ᾽ ἐπειδὴ ἅλις εἶχε τῆς ἐπιθυμίας, ἀποβλέψας εἰς ἐμέ, «Σὺ μέντοι,» φησίν, «ὦ μιαρὸν ἀνθρώπιον, πληγάς μοι πολλάκις οὐδὲν ἀδικοῦντι ἐνέτεινας·» καὶ ταῦθ᾽ ἅμα λέγων παρέτιλλέ τέ με καὶ κατὰ κόρρης ἔπαιε, τέλος δὲ πλατὺ χρεμψάμενος καταπτύσας μου καί, «Εἰς τὸν Ἀσεβῶν χῶρον ἄπιθι,» ἐπειπὼν ᾤχετο· ἐγὼ δὲ ἐνεπιμπράμην μέν, οὐκ εἶχον δὲ ὅμως ὅ τι καὶ δράσαιμι αὐτὸν αὖος ἤδη καὶ ψυχρὸς ὤν. καὶ ἡ μιαρὰ δὲ παιδίσκη ἐπεὶ ψόφου προσιόντων τινῶν ᾔσθετο, σιέλῳ χρίσασα τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς δακρύσασα ἐπ᾽ ἐμοί, κωκύουσα καὶ τοὔνομα ἐπικαλουμένη ἀπηλλάττετο. ὧν εἰ λαβοίμην—
ΚΛΩΘΩ
[13] Παῦσαι ἀπειλῶν, ἀλλὰ ἔμβηθι· καιρὸς ἤδη σε ἀπαντᾶν ἐπὶ τὸ δικαστήριον.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Καὶ τίς ἀξιώσει κατ᾽ ἀνδρὸς τυράννου ψῆφον λαβεῖν;
ΚΛΩΘΩ
Κατὰ τυράννου μὲν οὐδείς, κατὰ νεκροῦ δὲ ὁ Ῥαδάμανθυς, ὃν αὐτίκα ὄψει μάλα δίκαιον καὶ κατ᾽ ἀξίαν ἐπιτιθέντα ἑκάστῳ τὴν δίκην· τὸ δὲ νῦν ἔχον μὴ διάτριβε.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Κἂν ἰδιώτην με ποίησον, ὦ Μοῖρα, τῶν πενήτων ἕνα, κἂν δοῦλον ἀντὶ τοῦ πάλαι βασιλέως· ἀναβιῶναί με ἔασον μόνον.
ΚΛΩΘΩ
Ποῦ ᾽στιν ὁ τὸ ξύλον; καὶ σὺ δέ, ὦ Ἑρμῆ, σύρατ᾽ αὐτὸν εἴσω τοῦ ποδός· οὐ γὰρ ἂν ἐμβαίη ἑκών.
ΕΡΜΗΣ
Ἕπου νῦν, δραπέτα· δέχου τοῦτον σύ, πορθμεῦ, καὶ τὸ δεῖνα, ὅπως ἀσφαλῶς—
ΧΑΡΩΝ
Ἀμέλει, πρὸς τὸν ἱστὸν δεδήσεται.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Καὶ μὴν ἐν τῇ προεδρίᾳ καθέζεσθαί με δεῖ.
ΚΛΩΘΩ
Ὅτι τί;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ὅτι, νὴ Δία, τύραννος ἦν καὶ δορυφόρους εἶχον μυρίους.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Εἶτ᾽ οὐ δικαίως σε παρέτιλλεν ὁ Καρίων οὑτωσὶ σκαιὸν ὄντα; πικρὰν δ᾽ οὖν τὴν τυραννίδα ἕξεις γευσάμενος τοῦ ξύλου.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Τολμήσει γὰρ Κυνίσκος ἐπανατείνασθαί μοι τὸ βάκτρον; οὐκ ἐγώ σε πρῴην, ὅτι ἐλεύθερος ἄγαν καὶ τραχὺς ἦσθα καὶ ἐπιτιμητικός, μικροῦ δεῖν προσεπαττάλευσα;
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Τοιγαροῦν μενεῖς καὶ σὺ τῷ ἱστῷ προσπεπατταλευμένος.


ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
[12] Ένα πράγμα με βασανίζει ιδιαίτερα, Κλωθώ, για το οποίο θα επιθυμούσα να βγω έστω και για λίγο ξανά στο φως.
ΚΛΩΘΩ
Και ποιό είναι αυτό; Γιατί φαίνεται να είναι κάτι σημαντικότατο.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ο Καρίωνας, ο υπηρέτης μου, αμέσως μόλις με είδε πεθαμένο, αργά το απόγευμα ανέβηκε στο δωμάτιο όπου ήμουν ξαπλωμένος και, καθώς όλα τριγύρω ήταν ήσυχα —γιατί δεν υπήρχε κανείς ούτε καν για να με φυλάει— τη Γλυκέριον, την παλλακίδα μου —και από παλιά, φαντάζομαι, θα τα είχαν φτιάξει— την έφερε κρυφά μέσα, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να συνευρίσκεται μαζί της, σαν να μην ήτανε μέσα κανείς. Έπειτα, αφού ικανοποίησε την επιθυμία του, γύρισε το βλέμμα του σ᾽ εμένα και είπε: «Εσύ λοιπόν, απαίσιο ανθρωπάκι, πολλές φορές με χτύπησες χωρίς να φταίω σε τίποτε». Και λέγοντας αυτά συγχρόνως μαδούσε τις τρίχες από το σώμα μου και με χτυπούσε στο μάγουλο, και στο τέλος έβηξε δυνατά, έβγαλε φλέματα και τα έφτυσε επάνω μου, και έφυγε λέγοντας «Άντε να πας στον χώρο των ασεβών». Εγώ βέβαια είχα ανάψει, αλλά δεν μπορούσα να του κάνω τίποτε, καθώς ήμουν ήδη ξερός και παγωμένος. Και η απαίσια εκείνη κοπελίτσα, όταν άκουσε θόρυβο από κάποιους που πλησίαζαν, άλειψε τα μάτια της με σάλιο, σαν να έκλαιγε τάχα για μένα, και έφυγε στριγκλίζοντας και φωνάζοντας το όνομά μου. Αυτούς, αν τους πιάσω—
ΚΛΩΘΩ
[13] Πάψε να απειλείς, και μπες μέσα. Είναι ήδη καιρός να παρουσιαστείς στο δικαστήριο.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Και ποιός θα τολμήσει να αποφασίσει με ψήφο εναντίον ενός τυράννου;
ΚΛΩΘΩ
Εναντίον τυράννου κανείς, αλλά εναντίον νεκρού ο Ραδάμανθης, τον οποίο θα δεις αμέσως, εξαιρετικά δίκαιο, να επιβάλλει στον καθένα την τιμωρία που του αξίζει. Προς το παρόν όμως μην καθυστερείς.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Κάνε με ακόμη κι έναν απλό άνθρωπο, Μοίρα μου, έναν από τους φτωχούς, ακόμη και δούλο, αντί για βασιλιά, που ήμουν στο παρελθόν. Άσε με μόνο να επιστρέψω στη ζωή.
ΚΛΩΘΩ
Πού είναι εκείνος με το ξύλο; Κι εσύ, Ερμή, σύρτε τον μέσα από τα πόδια· γιατί δεν πρόκειται να επιβιβαστεί με τη θέλησή του.
ΕΡΜΗΣ
Ακολούθα μας τώρα, δραπέτη. Παράλαβέ τον, περαματάρη, και πρόσεχε, ώστε με ασφάλεια—
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Μην ανησυχείς, θα δεθεί στο κατάρτι.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Κι όμως, εγώ πρέπει να καθίσω σε τιμητική θέση.
ΚΛΩΘΩ
Για ποιό λόγο;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Επειδή, μά τον Δία, ήμουν τύραννος και είχα μυριάδες σωματοφύλακες.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Έπειτα δεν είχε δίκιο ο Καρίωνας να σε μαδάει, μια και είσαι τόσο αλαζόνας; Θα έχεις λοιπόν μια πικρή τυραννική εξουσία, άμα γευτείς το ξύλο μου.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Θα τολμήσει ο Κυνίσκος να σηκώσει εναντίον μου το ραβδί του; Εγώ δεν ήμουν που πρωτύτερα, επειδή ήσουν υπερβολικά ανεξάρτητος και αυστηρός και επικριτικός, λίγο έλειψε να σε καρφώσω σε πάσσαλο;
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Γι᾽ αυτό λοιπόν θα μείνεις κι εσύ δεμένος σε πάσσαλο το κατάρτι.