Παράδειγμα ένδειξης που να παρουσιάζει τη σχέση του μερικού προς το γενικό είναι, π.χ., αν υποστηρίζαμε ότι ένδειξη για το ότι οι σοφοί είναι δίκαιοι αποτελεί το ότι ο Σωκράτης ήταν σοφός και δίκαιος. Αυτό είναι πράγματι μια ένδειξη, μπορεί όμως να ανασκευασθεί, έστω και αν ο λόγος αληθεύει· κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για συλλογιστικά ισχυρό συμπέρασμα. Αν όμως λέγαμε ότι αποτελεί ένδειξη για το ότι κάποιος είναι άρρωστος το ότι έχει πυρετό, ή για το ότι μια γυναίκα γέννησε το ότι έχει γάλα, αυτό είναι μια ένδειξη που την αποδεχόμαστε υποχρεωτικά: από όλες τις ενδείξεις αυτή μόνο είναι τεκμήριο· γιατί μόνο αυτή (με τον όρο, βέβαια, ότι αληθεύει) δεν μπορεί να ανασκευασθεί. Παράδειγμα, τώρα, ένδειξης που να παρουσιάζει τη σχέση του γενικού προς το μερικό είναι αν, π.χ., λέγαμε ότι αποτελεί ένδειξη πυρετού το ότι κάποιος αναπνέει γρήγορα· και αυτό όμως μπορεί να ανασκευασθεί, έστω και αν αληθεύει· γιατί είναι δυνατό κανείς να ασθμαίνει και μη έχοντας πυρετό. Είπαμε λοιπόν και τώρα τί είναι πιθανό, τί είναι ένδειξη και τεκμήριο και σε τί διαφέρουν μεταξύ τους· στα Αναλυτικά όμως ορίσαμε τα πράγματα αυτά με μεγαλύτερη σαφήνεια· εκεί προσθέσαμε και την εξήγηση γιατί μερικά από αυτά δεν μπορούν να κάνουν συλλογισμό, ενώ άλλα μπορούν. Είπαμε ότι το παράδειγμα είναι επαγωγή· είπαμε επίσης με τί είδους πράγματα σχετίζεται αυτή η επαγωγή. Δεν πρόκειται για συλλογισμό ούτε από το μέρος προς το όλο, ούτε από το όλο προς το μέρος, ούτε από το όλο προς το όλο, αλλά από το μέρος προς το μέρος, από το όμοιο προς το όμοιο: όταν δύο πράγματα ανήκουν στο ίδιο γένος, το ένα όμως είναι πιο γνωστό από το άλλο, τότε έχουμε παράδειγμα· π.χ. ότι ο Διονύσιος επιδιώκει να γίνει τύραννος, αφού ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή· γιατί και ο Πεισίστρατος παλιότερα επιδιώκοντας να γίνει τύραννος ζήτησε να του δοθεί σωματοφυλακή, και όταν την πήρε, έγινε τύραννος· το ίδιο και ο Θεαγένης στα Μέγαρα· και όλοι οι άλλοι που είναι γνωστοί στους ακροατές γίνονται παράδειγμα για τον Διονύσιο, για τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν γνωρίζουν ακόμη αν αυτός είναι πράγματι ο λόγος για τον οποίο ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή. Όλα αυτά τα παραδείγματα βρίσκονται κάτω από την ίδια γενικού περιεχομένου πρόταση: ότι αυτός που επιδιώκει να γίνει τύραννος ζητάει να του δοθεί σωματοφυλακή. [1358a] Εξηγήσαμε λοιπόν σε τί βασίζονται οι αποδείξεις που θεωρούνται αποδεικτικές. Μεταξύ των ενθυμημάτων όμως υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά, η οποία και έμεινε σχεδόν τελείως απαρατήρητη από όλους: είναι αυτή ακριβώς που υπάρχει και μεταξύ των συλλογισμών της διαλεκτικής. Μερικά δηλαδή από αυτά ακολουθούν τους κανόνες της ρητορικής μεθόδου των συλλογισμών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ακολουθούν τους κανόνες της διαλεκτικής μεθόδου των συλλογισμών, κάποια άλλα όμως ακολουθούν τους κανόνες άλλων επιστημών και άλλων τεχνών, που άλλες τους ήδη υπάρχουν, άλλες όμως δεν τις έχουμε ακόμη. Αυτός είναι και ο λόγος που οι διαφορές αυτές δεν γίνονται αντιληπτές, και όσο πιο πολύ εξειδικευόμαστε, τόσο πιο πολύ βγαίνουμε από τον χώρο της ρητορικής και της διαλεκτικής — αυτό όμως θα γίνει σαφέστερο, αν μιλήσουμε γι᾽ αυτό πιο διεξοδικά. Λέγοντας «διαλεκτικούς» και «ρητορικούς» συλλογισμούς εννοώ αυτούς που έχουν σχέση με αυτό που ονομάζουμε «τόπους» και έχουν εφαρμογή εξίσου καλά στο δίκαιο, στις επιστήμες της φύσης και της πολιτικής και σε πολλές άλλες ακόμη, διαφορετικές στο είδος τους, επιστήμες· παράδειγμα ο τόπος για το «περισσότερο» και το «λιγότερο»: από τον τόπο αυτό μπορεί κανείς να σχηματίσει συλλογισμό ή ενθύμημα το ίδιο καλά στην περιοχή του δικαίου, στην περιοχή της επιστήμης της φύσης ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή — και όμως οι επιστήμες αυτές διαφέρουν η μια από την άλλη στο είδος τους. «Ειδικοί», πάλι, είναι αυτοί που προκύπτουν από προκείμενες που προσιδιάζουν σε κάθε επιμέρους είδος ή γένος γνώσης· π.χ. υπάρχουν στην περιοχή της επιστήμης της φύσης προκείμενες που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ενθυμήματα ή συλλογισμούς στην περιοχή της ηθικής, όπως υπάρχουν άλλες στην περιοχή της ηθικής που θα είναι αδύνατο να οδηγήσουν σε ενθυμήματα ή συλλογισμούς στην περιοχή της επιστήμης της φύσης — το ίδιο ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Το πρώτο είδος των τόπων κανέναν δεν πρόκειται να τον κάνει ειδικό σε κάποια επιστήμη, αφού δεν αφορούν σε κανένα γνωστικό αντικείμενο· με τους «ειδικούς» όμως, όσο καλύτερα κάνει κανείς τις επιλογές του, θα περάσει —χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό— σε άλλη επιστήμη, διαφορετική από τη ρητορική και τη διαλεκτική· γιατί αν τύχει και πέσει πάνω σε «πρώτες αρχές», δεν θα πρόκειται πια για διαλεκτική ή ρητορική, αλλά για εκείνη την επιστήμη, στις «πρώτες αρχές» της οποίας έχει φτάσει. Τα περισσότερα ενθυμήματα σχηματίζονται από αυτούς τους «ειδικούς», τους μερικούς δηλαδή και ιδιαίτερους, τόπους· από τους κοινούς τόπους λιγότερα. Πρέπει λοιπόν και εδώ, όπως στα Τοπικά, να διακρίνουμε τους «ειδικούς» και τους «κοινούς» τόπους, από τους οποίους πρέπει να σχηματίζονται τα ενθυμήματα. Με το «ειδικούς» εννοώ τις ξεχωριστές προκείμενες που προσιδιάζουν σε κάθε επιμέρους ειδική επιστήμη, ενώ με το «κοινούς» αυτές που έχουν εφαρμογή εξίσου καλά σε όλες. Ας αρχίσουμε λοιπόν τον λόγο μας με τις «ειδικές». Πριν από όλα όμως ας αναφερθούμε στα είδη της ρητορικής, ώστε, αφού προσδιορίσουμε τον αριθμό τους, να αναφερθούμε, χωριστά για το καθένα, στα στοιχεία και στις προκείμενές του. |