Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (180-235)


ΕΡΜΗΣ
180πόθεν βροτοῦ με προσέβαλ᾽; ὦναξ Ἡράκλεις,
τουτὶ τί ἐστι τὸ κακόν; ΤΡ. ἱπποκάνθαρος.
ΕΡ. ὦ μιαρὲ καὶ τόλμηρε κἀναίσχυντε σὺ
καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε,
πῶς δεῦρ᾽ ἀνῆλθες, ὦ μιαρῶν μιαρώτατε;
185τί σοί ποτ᾽ ἔστ᾽ ὄνομ᾽; οὐκ ἐρεῖς; ΤΡ. μιαρώτατος.
ΕΡ. ποδαπὸς τὸ γένος δ᾽ εἶ; φράζε μοι. ΤΡ. μιαρώτατος.
ΕΡ. πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν; ΤΡ. ἐμοί; μιαρώτατος.
ΕΡ. οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ,
εἰ μὴ κατερεῖς μοι τοὔνομ᾽ ὅ τι ποτ᾽ ἐστί σοι.
190ΤΡ. Τρυγαῖος Ἀθμονεύς, ἀμπελουργὸς δεξιός,
οὐ συκοφάντης οὐδ᾽ ἐραστὴς πραγμάτων.
ΕΡ. ἥκεις δὲ κατὰ τί; ΤΡ. τὰ κρέα ταυτί σοι φέρων.
ΕΡ. ὦ δειλακρίων, πῶς ἦλθες; ΤΡ. ὦ γλίσχρων, ὁρᾷς
ὡς οὐκέτ᾽ εἶναί σοι δοκῶ μιαρώτατος;
195ἴθι νυν κάλεσόν μοι τὸν Δί᾽. ΕΡ. ἰὴ ἰὴ ἰή,
ὅτ᾽ οὐδὲ μέλλεις ἐγγὺς εἶναι τῶν θεῶν·
φροῦδοι γάρ· ἐχθές εἰσιν ἐξῳκισμένοι.
ΤΡ. ποῖ γῆς; ΕΡ. ἰδοὺ γῆς. ΤΡ. ἀλλὰ ποῖ; ΕΡ. πόρρω πάνυ,
ὑπ᾽ αὐτὸν ἀτεχνῶς τοὐρανοῦ τὸν κύτταρον.
200ΤΡ. πῶς οὖν σὺ δῆτ᾽ ἐνταῦθα κατελείφθης μόνος;
ΕΡ. τὰ λοιπὰ τηρῶ σκευάρια τὰ τῶν θεῶν,
χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια.
ΤΡ. ἐξῳκίσαντο δ᾽ οἱ θεοὶ τίνος οὕνεκα;
ΕΡ. Ἕλλησιν ὀργισθέντες. εἶτ᾽ ἐνταῦθα μὲν
205ἵν᾽ ἦσαν αὐτοὶ τὸν Πόλεμον κατῴκισαν,
ὑμᾶς παραδόντες δρᾶν ἀτεχνῶς ὅ τι βούλεται·
αὐτοὶ δ᾽ ἀνῳκίσανθ᾽ ὅπως ἀνωτάτω,
ἵνα μὴ βλέποιεν μαχομένους ὑμᾶς ἔτι
μηδ᾽ ἀντιβολούντων μηδὲν αἰσθανοίατο.
210ΤΡ. τοῦ δ᾽ εἵνεχ᾽ ἡμᾶς ταῦτ᾽ ἔδρασαν; εἰπέ μοι.
ΕΡ. ὁτιὴ πολεμεῖν ᾑρεῖσθ᾽ ἐκείνων πολλάκις
σπονδὰς ποιούντων· κεἰ μὲν οἱ Λακωνικοὶ
ὑπερβάλοιντο μικρόν, ἔλεγον ἂν ταδί·
«ναὶ τὼ σιώ, νῦν Ὡττικίων δωσεῖ δίκαν.»
215εἰ δ᾽ αὖ τι πράξαιτ᾽ ἀγαθόν, Ἁττικωνικοί,
κἄλθοιεν οἱ Λάκωνες εἰρήνης πέρι,
ἐλέγετ᾽ ἂν ὑμεῖς εὐθύς· «ἐξαπατώμεθα,
νὴ τὴν Ἀθηνᾶν.—νὴ Δί᾽, οὐχὶ πειστέον.—
ἥξουσι καὖθις, ἢν ἔχωμεν τὴν Πύλον.»
220ΤΡ. ὁ γοῦν χαρακτὴρ ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων.
ΕΡ. ὧν οὕνεκ᾽ οὐκ οἶδ᾽ εἴ ποτ᾽ Εἰρήνην ἔτι
τὸ λοιπὸν ὄψεσθ᾽. ΤΡ. ἀλλὰ ποῖ γὰρ οἴχεται;
ΕΡ. ὁ Πόλεμος αὐτὴν ἐνέβαλ᾽ εἰς ἄντρον βαθύ.
ΤΡ. εἰς ποῖον; ΕΡ. εἰς τουτὶ τὸ κάτω. κἄπειθ᾽ ὁρᾷς
225ὅσους ἄνωθεν ἐπεφόρησε τῶν λίθων,
ἵνα μὴ λάβητε μηδέποτ᾽ αὐτήν. ΤΡ. εἰπέ μοι,
ἡμᾶς δὲ δὴ τί δρᾶν παρασκευάζεται;
ΕΡ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν, ὅτι θυείαν ἑσπέρας
ὑπερφυᾶ τὸ μέγεθος εἰσηνέγκατο.
230ΤΡ. τί δῆτα ταύτῃ τῇ θυείᾳ χρήσεται;
ΕΡ. τρίβειν ἐν αὐτῇ τὰς πόλεις βουλεύεται.
ἀλλ᾽ εἶμι· καὶ γὰρ ἐξιέναι, γνώμην ἐμήν,
μέλλει· θορυβεῖ γοῦν ἔνδοθεν. ΤΡ. οἴμοι δείλαιος.
φέρ᾽ αὐτὸν ἀποδρῶ· καὶ γὰρ ὥσπερ ᾐσθόμην
235καὐτὸς θυείας φθέγμα πολεμιστηρίας.


ΕΡΜΗΣ, από μέσα.
180Πλάσμα θνητό μού μύρισε, αλλά πούθε;
Προβάλλει στην πόρτα.
Πωπώ, Ηρακλή μου, τί κακό είναι τούτο;
ΤΡΥ., ατάραχος.
Αλογοσκάθαρο. ΕΡΜ. Α, μωρέ βρομιάρη,
απόκοτε, ξετσίπωτε, βρομιάρη,
πρώτε μες στους βρομιάρηδες βρομιάρη,
πώς ήρθες εδώ πάνω, αρχιβρομιάρη;
Ποιό τ᾽ όνομά σου; Μίλα. ΤΡΥ. Αρχιβρομιάρης.
ΕΡΜ. Τόπος καταγωγής; ΤΡΥ. Ο Αρχιβρομιάρης.
ΕΡΜ. Πατέρας σου είναι ποιός; ΤΡΥ. Ο Αρχιβρομιάρης.
ΤΡΥ. Πες τ᾽ όνομά σου· αλλιώς, είσαι χαμένος,
ναι, μά τη Γη. ΤΡΥ. Τρυγαίος, από το δήμο
190της Αθμονίας, αμπελουργός πολύ άξιος·
όχι ανακατωσούρης, καταδότης.
ΕΡΜ. Κι ήρθες γιατί; ΤΡΥ. Να, κρέας για να σου φέρω.
ΕΡΜ., αλλάζοντας ύφος.
Καημενούλη, πώς ήρθες; ΤΡΥ. Α, λιχούδη!
Δε σου φαίνομαι τώρα αρχιβρομιάρης;
Κάλεσε εδώ το Δία. ΕΡΜ. Ουχού! Πού ζούμε;
Απ᾽ τους θεούς πολύ μακριά ᾽σαι· δώθε
χτες όλοι μετακόμισαν και πάνε.
ΤΡΥ. Σε ποιά μεριά της γης; ΕΡΜ. Της γης! ΤΡΥ. Πού, πότε;
ΕΡΜ. Κάτω από τ᾽ ουρανού το θόλο· πέρα.
200ΤΡΥ. Κι εσένα εδώ πως σ᾽ άφησαν μονάχο;
ΕΡΜ. Φυλάω κάτι συγύρια που είχαν μείνει,
δισκάκια, κανατάκια, τσουκαλάκια.
ΤΡΥ. Και ποιός ο λόγος που έχουν μετοικήσει;
ΕΡΜ. Θύμωσαν με τους Έλληνες και βάλαν
τον Πόλεμο γι᾽ αυτό στα σπίτια τούτα
και του είπαν ό,τι θέλει να σας κάνει·
κι εκείνοι παν να κατοικήσουν στα ύψη,
να μη σαν βλέπουν πια να πολεμάτε,
τις ικεσίες σας πια να μην ακούνε.
210ΤΡΥ. Κι αυτό γιατί μας το ᾽καμαν; για πες μου.
ΕΡΜ. Γιατί πολλές φορές σας είχαν σπρώξει
συνθήκη πια να κάμετε, κι εσείς
να πολεμάτε προτιμούσατε· έτσι,
λίγο οι Λακωνικοί να ξεπερνούσαν,
φώναζαν: «μα τους δυο μας θεούς, ήρθ᾽ η ώρα
να τα πλερώσουν οι Αττικοί·» αν ερχόταν
στους Αττικωνικούς μια επιτυχία
κι οι Λάκωνες σας πρότειναν ειρήνη,
λέγατ᾽ ευθύς: «ζητούν να μας τη σκάσουν,
ναι, μα την Αθηνά·» «να μη δεχτούμε,
ναι, μα το Δία·» «μια κι έχουμε την Πύλο,
θά ᾽ρθουν ξανά». ΤΡΥ. Η αλήθεια είναι πως έχει
220του τόπου μας τη βούλα αυτή η κουβέντα.
ΕΡΜ. Γι᾽ αυτό κι εγώ δεν ξέρω αν πια ποτέ σας
θα δείτε την Ειρήνη. ΤΡΥ. Πού έχει πάει;
ΕΡΜ. Σε μια βαθιά σπηλιά την έχει ρίξει
ο Πόλεμος. ΤΡΥ. Σε ποιά; ΕΡΜ. Σ᾽ αυτή εδώ κάτω·
και βλέπεις πόσες μάζεψε από πάνω
πέτρες ώστε ποτέ να μην τη βρείτε.
ΤΡΥ. Αλλά για μας σαν τί ετοιμάζει; πες μου.
ΕΡΜ. Δεν ξέρω· είδα μονάχα μια τεράστια
καυκιά που ᾽μπασε σπίτι χτες το βράδυ.
230ΤΡΥ. Και την καυκιά που λες τί θα την κάμει;
ΕΡΜ. Θα κοπανίσει μέσα εκεί τις πόλεις.
Μα πάω· γιατί μου φαίνεται πως βγαίνει·
ακούεται κρότος μέσαθε. ΤΡΥ. Αχ ο δόλιος·
φεύγω να μη με δει· γιατί και ο ίδιος
καυκιάς πολεμικής ακούω το βρόντο.
Παραμερίζει, ενώ από το σπίτι βγαίνει ο Πόλεμος, κρατώντας την τεράστια καυκιά.