Ο ΧΟΡΟΣ
Γιατί απόκριση ο γέρος δε δίνει καμιά
και γιατί στη εξώπορτα εδώ δεν προβάλλει;
Τα παπούτσια του μην έχασε;
Στο σκοτάδι μήπως σκόνταψε
και το δάχτυλό του χτύπησε
και του κακοφόρμισε ίσως το στραγάλι;
Κάτι τέτοια τα παθαίνουν όλοι οι γέροι.
Μην του πρήστηκε, καλέ, το ριζομέρι;
Μες στην ομάδα μας άλλος κανείς τέτοιο πείσμα δεν το ᾽χει.
Δε λυγάει αυτός ποτέ του.
Του ζητά κανείς χατίρι;
Σκύβει, να έτσι, κι απαντάει:
280«Πέτρα βράζεις, κακομοίρη.»
Μην πικράθηκε για όσα γινήκανε χτες,
για τον ψεύταρο αυτόν που μας ήρθε κει χάμου;
Να μας ξεγελάσει γύρευε,
φιλαθήναιος ήταν έλεγε,
κι αυτός τάχα μας μαρτύρησε
πρώτος πρώτος το ξεσήκωμα της Σάμου·
όλ᾽ αυτά κατάκαρδα ίσως τα ᾽χει πάρει
και θα κείτεται με θέρμη στο κλινάρι.
Σήκω και μη χολοσκάς και μην τρώγεσαι τόσο, καημένε.
Απ᾽ της Θράκης τους προδότες
έναν έχουν τώρα πιάσει·
είναι παχουλός και βάλ᾽ τον
στο τσουκάλι σου να βράσει.
290Προχώρει εσύ, παιδάκι μου, προχώρει.
ΠΑΙ. Αν σου ζητήσω μια χάρη,
θα μου την κάμεις, πατέρα;
ΧΟΡ. Βέβαια παιδάκι μου· πες μου
σαν τί καλό να σου πάρω·
μα το μαντεύω, νομίζω·
κότσια θα θέλεις, να παίζεις.
ΠΑΙ. Σύκα, μπαμπάκα μου, σύκα·
πιότερο αυτά με γλυκαίνουν.
ΧΟΡ. Και να σας δω κρεμασμένα,
τούτο δε γίνεται, αλήθεια.
ΠΑΙ. Παίρνω κι εγώ το λυχνάρι και πια δε σου φέγγω.
300ΧΟΡ. Με τα ψωρόλεφτ᾽ αυτά που μου δίνουν
πρέπει για τρεις ανομάτους να πάρω προσφάι, ξύλα, αλεύρι·
σύκα γυρεύεις;
ΠΑΙ. Κι ο άρχοντας αν συνεδρία
του δικαστήριου, πατέρα,
δε σας ορίσει, πού θα ᾽βρεις
για να ψωνίσεις να φάμε;
Έχεις ελπίδα από κάπου;
Αχ τα στενά του Ελλησπόντου
πώς τα περνάνε; Γιά πες μου.
ΧΟΡ. Α συφορά, συφορά μου!
310Τρόπο κανένα δεν ξέρω
να οικονομήσω φαγάκι.
ΠΑΙ. Τί ήθελες, αχ, να με κάμεις, καημένη μανούλα;
ΧΟΡ. Για να παιδεύομ᾽ εγώ να σε θρέφω.
ΠΑΙ. Αχ σακουλάκι μου, ανώφελο πάνω μου σ᾽ έχω στολίδι.
ΧΟΡ. ΚΑΙ ΠΑΙ. Δάκρυα, χυθείτε.
|