[2.3.21] Οι Έλληνες αποσύρθηκαν και τα συζητούσαν αυτά. Ύστερα έδωσαν απόκριση, που ο Κλέαρχος την είπε για λογαριασμό τους: «Εμείς ούτε συγκεντρωθήκαμε με σκοπό να πολεμήσουμε το βασιλιά, ούτε βαδίζαμε ενάντιά του. Ο Κύρος όμως έβρισκε πολλές αφορμές, όπως ξέρεις κι ο ίδιος καλά, ώστε κι εσάς να προλάβει απροετοίμαστους κι εμάς να οδηγήσει εδώ πέρα. [2.3.22] Όταν είδαμε να βρίσκεται πια σε δύσκολη θέση, ντραπήκαμε και θεούς και ανθρώπους να τον προδώσουμε, ενώ πρωτύτερα δεχόμασταν τις ευεργεσίες του. [2.3.23] Από τότε όμως που σκοτώθηκε ο Κύρος ούτε προσπαθούμε να πάρουμε τη βασιλική εξουσία, ούτε υπάρχει αιτία να θέλουμε να κακοποιούμε τη χώρα του βασιλιά, ούτε θα θέλαμε να σκοτώσουμε τον ίδιο. Θα επιθυμούσαμε μονάχα να πάμε στην πατρίδα μας, αν κανένας δεν μας ενοχλούσε. Πάντως εκείνον που θα επιχειρήσει να μας βλάψει, θα προσπαθήσουμε με την βοήθεια των θεών να τον αποκρούσουμε. Αν πάλι κάποιος πρωτοκάμει αρχή να μας ευεργετεί, όσο μπορέσουμε δεν θα φανούμε κατώτεροί του στην ευεργεσία». [2.3.24] Αυτά είπε ο Κλέαρχος. Όταν τ᾽ άκουσε ο Τισσαφέρνης, αποκρίθηκε: «Θα τα ανακοινώσω στο βασιλιά, και σε σας ύστερα θα πω την απάντησή του. Ώσπου να γυρίσω, όμως, ας εξακολουθήσουν οι συνθήκες να ισχύουν. Όσο για τρόφιμα, θα σας δίνουμε εμείς». [2.3.25] Την άλλη μέρα δεν ήρθε, και γι᾽ αυτό οι Έλληνες ανησύχησαν. Την τρίτη μέρα όμως γύρισε και τους είπε πως τα είχε καταφέρει να του επιτρέψει ο βασιλιάς να σώσει τους Έλληνες. Και τούτο, παρ᾽ όλες τις αντιρρήσεις που είχαν πολλοί, που νόμιζαν ότι δεν ήταν σωστό ν᾽ αφήσει ελεύθερους ο βασιλιάς εκείνους που ήρθαν να τον πολεμήσουν. [2.3.26] Στο τέλος πρόσθεσε: «Και τώρα μπορείτε να πάρετε εγγυήσεις από μας, πως θα σας παραχωρήσουμε τη χώρα μας φιλική στο πέρασμά σας και πως θα σας οδηγήσουμε στην Ελλάδα χωρίς πανουργία, παρέχοντάς σας και τρόφιμα ν᾽ αγοράζετε. Αν σε κάποιο μέρος δεν υπάρχει αγορά, τότε θα σας επιτρέπουμε να παίρνετε τα τρόφιμα από τη χώρα. [2.3.27] Εσείς πάλι θα χρειαστεί να μας ορκιστείτε πως θα προχωρείτε ανάμεσα στη χώρα μας σαν να είναι φιλική, χωρίς να τη βλάφτετε, παίρνοντας φαγητά και πιοτά, στην περίπτωση που δεν σας δίνουμε ν᾽ αγοράσετε. Αν όμως σας παρουσιάζουμε αγορά, θα έχετε τα τρόφιμα, αγοράζοντάς τα». [2.3.28] Αυτά τα δέχτηκαν, και ορκίστηκαν κι έδωσαν τα δεξιά τους χέρια ο Τισσαφέρνης και ο αδερφός της γυναίκας του βασιλιά στους στρατηγούς και στους λοχαγούς των Ελλήνων, κι έπιασαν τα δικά τους χέρια. [2.3.29] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Τισσαφέρνης είπε: «Τώρα πια θα πάω στο βασιλιά. Και όταν κατορθώσω να πετύχω εκείνα που έχω ανάγκη, θα ετοιμαστώ και θα έρθω, για να σας οδηγήσω πίσω στην Ελλάδα και για να πάω κι εγώ στην περιφέρεια που διοικώ». [2.4.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Έλληνες κι ο Αριαίος, στρατοπεδευμένοι πλάι πλάι, περίμεναν τον Τισσαφέρνη περισσότερο από είκοσι μέρες. Στο διάστημα τούτο έρχονται στον Αριαίο τ᾽ αδέρφια του και οι άλλοι συγγενείς του και σε κείνους που τον ακολουθούσαν πήγαν μερικοί Πέρσες. Αυτοί τους έδιναν θάρρος κι έφερναν σε μερικούς διαβεβαιώσεις από το βασιλιά, πως δεν θα τους κρατήσει κακία, για την εκστρατεία που έκαμαν ενάντιά του με τον Κύρο, ούτε για τίποτε άλλο απ᾽ όσα έγιναν πρωτύτερα. [2.4.2] Όσο γίνονταν αυτά, ήταν φανερό πως οι άνθρωποι του Αριαίου πολύ λίγο πρόσεχαν τους Έλληνες. Γι᾽ αυτό και πολλοί Έλληνες στρατιώτες δεν τους συμπαθούσαν, αλλά πήγαιναν στον Κλέαρχο και στους άλλους στρατηγούς και τους έλεγαν: [2.4.3] «Τί περιμένουμε εδώ; Δεν ξέρουμε πως ο βασιλιάς θα προτιμούσε, περισσότερο από κάθε άλλο, να μας καταστρέψει, για να φοβούνται και οι άλλοι Έλληνες να κάνουν εκστρατεία ενάντια στο μεγάλο βασιλιά; Και τώρα εξαπατώντας μας, μας καταφέρνει να μένουμε εδώ, επειδή ο δικός του στρατός είναι σκορπισμένος. Όταν όμως ξανασυγκεντρωθεί, τότε οπωσδήποτε θα μας επιτεθεί. [2.4.4] Ίσως τώρα σε κάποιο μέρος φτιάνει χαντάκι ή τείχος, για να είναι αδύνατη η πορεία μας. Γιατί ποτέ δεν θα μας αφήσει θεληματικά να πάμε στην Ελλάδα και εκεί να κάμουμε γνωστό πως εμείς, όντας τόσοι λίγοι, νικήσαμε το βασιλιά δίπλα στο παλάτι του κι ύστερα τον περιπαίξαμε και φύγαμε». [2.4.5] Ο Κλέαρχος αποκρίθηκε σε κείνους που τα έλεγαν: «Εγώ τα έχω υπόψη μου όλα αυτά. Σκέφτομαι όμως πως, αν φύγουμε τώρα, θα φανούμε ότι φεύγουμε με σκοπό να κάμουμε πόλεμο και ότι ενεργούμε αντίθετα προς τις συνθήκες. Έπειτα κανένας δεν πρόκειται να μας έχει έτοιμη αγορά να ψωνίζουμε, ούτε θα μας δείχνει μέρη απ᾽ όπου θα προμηθευόμαστε τα τρόφιμα. Ακόμα δεν θα υπάρχει κανένας οδηγός για το δρόμο. Κι αν εμείς ενεργήσουμε έτσι, αμέσως ο Αριαίος θα μας παρατήσει και δεν θα μας μείνει κανένας φίλος, παρά και όσους είχαμε πρωτύτερα, κι αυτοί θα γίνουν εχθροί μας. [2.4.6] Δεν ξέρω μήπως υπάρχει και άλλος ποταμός που πρέπει να τον περάσουμε· τούτο μονάχα ξέρουμε, πως είναι αδύνατο να περάσουμε τον Ευφράτη, αν μας εμποδίσουν οι εχθροί. Αν, τέλος, χρειαστεί να κάμουμε μάχη, δεν έχουμε συμμαχικό ιππικό· αντίθετα, οι περισσότεροι από τους εχθρούς είναι ιππείς και μάλιστα παρά πολύ αξιόλογοι. Έτσι κι αν νικήσουμε, ποιούς θα μπορούσαμε να σκοτώσουμε; Αν όμως νικηθούμε, κανένας μας δεν είναι δυνατό να σωθεί. [2.4.7] Αφού λοιπόν ο βασιλιάς έχει τόσο πολλά μέσα στη διάθεσή του, στην περίπτωση που θα είχε όρεξη να μας καταστρέψει, δεν ξέρω ποιά ανάγκη υπάρχει να ορκιστεί και να δώσει το χέρι του και να πατήσει τον όρκο του στους θεούς και, τις διαβεβαιώσεις που έδωσε, να τις κάμει αναξιόπιστες στους Έλληνες και στους βαρβάρους». Τέτοια πολλά έλεγε. |