Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (179b-180b)


Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. τούτου δὲ καὶ ἡ Πελίου θυγάτηρ Ἄλκηστις ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται ὑπὲρ τοῦδε τοῦ λόγου εἰς τοὺς Ἕλληνας, ἐθελήσασα μόνη ὑπὲρ τοῦ αὑτῆς ἀνδρὸς ἀποθανεῖν, ὄντων αὐτῷ πατρός τε [179c] καὶ μητρός, οὓς ἐκείνη τοσοῦτον ὑπερεβάλετο τῇ φιλίᾳ διὰ τὸν ἔρωτα, ὥστε ἀποδεῖξαι αὐτοὺς ἀλλοτρίους ὄντας τῷ ὑεῖ καὶ ὀνόματι μόνον προσήκοντας, καὶ τοῦτ᾽ ἐργασαμένη τὸ ἔργον οὕτω καλὸν ἔδοξεν ἐργάσασθαι οὐ μόνον ἀνθρώποις ἀλλὰ καὶ θεοῖς, ὥστε πολλῶν πολλὰ καὶ καλὰ ἐργασαμένων εὐαριθμήτοις δή τισιν ἔδοσαν τοῦτο γέρας οἱ θεοί, ἐξ Ἅιδου ἀνεῖναι πάλιν τὴν ψυχήν, ἀλλὰ τὴν ἐκείνης ἀνεῖσαν [179d] ἀγασθέντες τῷ ἔργῳ· οὕτω καὶ θεοὶ τὴν περὶ τὸν ἔρωτα σπουδήν τε καὶ ἀρετὴν μάλιστα τιμῶσιν. Ὀρφέα δὲ τὸν Οἰάγρου ἀτελῆ ἀπέπεμψαν ἐξ Ἅιδου, φάσμα δείξαντες τῆς γυναικὸς ἐφ᾽ ἣν ἧκεν, αὐτὴν δὲ οὐ δόντες, ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὢν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾶν ἕνεκα τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις, ἀλλὰ διαμηχανᾶσθαι ζῶν εἰσιέναι εἰς Ἅιδου. τοιγάρτοι διὰ ταῦτα δίκην αὐτῷ ἐπέθεσαν, καὶ ἐποίησαν τὸν θάνατον αὐτοῦ ὑπὸ γυναικῶν [179e] γενέσθαι, οὐχ ὥσπερ Ἀχιλλέα τὸν τῆς Θέτιδος ὑὸν ἐτίμησαν καὶ εἰς μακάρων νήσους ἀπέπεμψαν, ὅτι πεπυσμένος παρὰ τῆς μητρὸς ὡς ἀποθανοῖτο ἀποκτείνας Ἕκτορα, μὴ ποιήσας δὲ τοῦτο οἴκαδε ἐλθὼν γηραιὸς τελευτήσοι, ἐτόλμησεν ἑλέσθαι βοηθήσας τῷ ἐραστῇ Πατρόκλῳ καὶ [180a] τιμωρήσας οὐ μόνον ὑπεραποθανεῖν ἀλλὰ καὶ ἐπαποθανεῖν τετελευτηκότι· ὅθεν δὴ καὶ ὑπεραγασθέντες οἱ θεοὶ διαφερόντως αὐτὸν ἐτίμησαν, ὅτι τὸν ἐραστὴν οὕτω περὶ πολλοῦ ἐποιεῖτο. Αἰσχύλος δὲ φλυαρεῖ φάσκων Ἀχιλλέα Πατρόκλου ἐρᾶν, ὃς ἦν καλλίων οὐ μόνον Πατρόκλου ἀλλ᾽ ἅμα καὶ τῶν ἡρώων ἁπάντων, καὶ ἔτι ἀγένειος, ἔπειτα νεώτερος πολύ, ὥς φησιν Ὅμηρος. ἀλλὰ γὰρ τῷ ὄντι μάλιστα μὲν ταύτην τὴν ἀρετὴν οἱ θεοὶ τιμῶσιν τὴν περὶ [180b] τὸν ἔρωτα, μᾶλλον μέντοι θαυμάζουσιν καὶ ἄγανται καὶ εὖ ποιοῦσιν ὅταν ὁ ἐρώμενος τὸν ἐραστὴν ἀγαπᾷ, ἢ ὅταν ὁ ἐραστὴς τὰ παιδικά. θειότερον γὰρ ἐραστὴς παιδικῶν· ἔνθεος γάρ ἐστι. διὰ ταῦτα καὶ τὸν Ἀχιλλέα τῆς Ἀλκήστιδος μᾶλλον ἐτίμησαν, εἰς μακάρων νήσους ἀποπέμψαντες.
Οὕτω δὴ ἔγωγέ φημι Ἔρωτα θεῶν καὶ πρεσβύτατον καὶ τιμιώτατον καὶ κυριώτατον εἶναι εἰς ἀρετῆς καὶ εὐδαιμονίας κτῆσιν ἀνθρώποις καὶ ζῶσι καὶ τελευτήσασιν.


Επιπρόσθετα, οι μόνοι που πρόθυμα θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για τον άλλο είναι οι ερωτευμένοι, κι όχι μόνο οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες. Κι ως προς αυτό, πειστική απόδειξη γι᾽ αυτό τον ισχυρισμό μου προσφέρει στον ελληνικό κόσμο η Άλκηστη, η θυγατέρα του Πελία, με την προθυμία της, μόνη αυτή, να πεθάνει στη θέση του άντρα της· είχε βέβαια ο Άδμητος και πατέρα [179c] και μητέρα, αλλά τα αισθήματα στοργής της, που τα ενέπνεε ο έρωτας, αποδείχτηκαν τόσο ανώτερα απ᾽ εκείνων, ώστε εκείνοι να ξεσκεπαστούν ότι ήταν ξένοι για το γιο τους —το μόνο που τους συνέδεε μ᾽ αυτόν ήταν το όνομα!— και μ᾽ αυτό της το ανδραγάθημα έκανε όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τους θεούς να πιστέψουν ότι πραγματοποίησε ένα τόσο ωραίο κατόρθωμα, ώστε, ενώ πολλοί πολλά και ωραία κατορθώματα πραγματοποίησαν, μόνο σε λίγους έδωσαν αυτό το έπαθλο, ν᾽ ανεβάσουν την ψυχή τους στον πάνω κόσμο από τον Άδη· όμως τη δική της την ανέβασαν, [179d] ενθουσιασμένοι με το ανδραγάθημά της· τόσο πολύ και οι θεοί τιμούν την αφοσίωση και την αρετή των ερωτευμένων. Αντίθετα, μ᾽ άδεια χέρια έστειλαν πίσω τον Ορφέα, τον γιο του Οιάγρου, από τον Άδη· φάντασμα της γυναίκας, που για χάρη της κατέβηκε, του έδειξαν, την ίδια όμως δεν του την έδωσαν, γιατί σχημάτισαν την εντύπωση ότι ήταν άναντρος — κιθαρωδός δεν ήταν, εξάλλου; — και ότι δεν το ᾽λεγε η καρδιά του να πεθάνει για τον έρωτα, όπως η Άλκηστη, αλλά κατέφυγε σε δόλο, για να τρυπώσει ζωντανός στον Άδη. Γι᾽ αυτό τον λόγο οι θεοί τού επέβαλαν τιμωρία και τα ᾽φεραν έτσι, ώστε να βρει τον θάνατο από γυναίκες· [179e] όχι, δεν τον τίμησαν όπως τον Αχιλλέα, το γιο της Θέτιδας, που τον έστειλαν στις νήσους των Μακάρων. Κι αυτό, επειδή ο Αχιλλέας, παρότι είχε προειδοποιηθεί από τη μητέρα του ότι, αν σκότωνε τον Έκτορα, θα πεθάνει, αν όμως δεν το κάνει αυτό, θα γυρίσει στην πατρίδα του και θα τον βρει ο θάνατος στα γηρατειά, τόλμησε να προτιμήσει, σπεύδοντας σε βοήθεια του εραστή του, του Πατρόκλου, και [180a] παίρνοντας εκδίκηση για το θάνατο εκείνου, όχι μόνο να πεθάνει για χάρη του, αλλά και να τον ακολουθήσει στο θάνατο, όταν εκείνος κειτόταν νεκρός· γι᾽ αυτό και οι θεοί, κατενθουσιασμένοι, τον τίμησαν εξαιρετικά, επειδή τόσο μεγάλη αξία έδινε στον εραστή του. Τώρα, ο Αισχύλος λέει φούμαρα, όταν ισχυρίζεται πως ο Αχιλλέας ήταν εραστής του Πατρόκλου· μα ο Αχιλλέας ήταν πιο όμορφος όχι μόνο από τον Πάτροκλο, αλλά συνάμα κι απ᾽ όλους τους ήρωες, κι επιπρόσθετα, δεν είχε βγάλει ακόμη γένι, κι ακόμη, όπως λέει ο Όμηρος, ήταν πολύ νεότερος. Αλλά βέβαια τωόντι οι θεοί τιμούν πάνω απ᾽ όλα αυτή την αρετή που χαρακτηρίζει [180b] τους ερωτευμένους, εκφράζουν όμως μεγαλύτερο θαυμασμό κι ενθουσιάζονται κι ευεργετούν πιο γενναιόδωρα στην περίπτωση του ερωμένου που αγαπά τον εραστή του απ᾽ ό,τι στην περίπτωση του εραστή που αγαπά το αγόρι του· γιατί ο εραστής είναι πλάσμα πιο θεϊκό απ᾽ ό,τι τ᾽ αγαπημένο αγόρι· γιατί μέσα του φωλιάζει ο θεός. Αυτός είναι ο λόγος που τίμησαν τον Αχιλλέα περισσότερο από την Άλκηστη, αποστέλλοντάς τον στις νήσους των Μακάρων.
Μ᾽ αυτό το σκεπτικό λοιπόν εγώ ισχυρίζομαι ότι ανάμεσα στους θεούς ο Έρως είναι και ο αρχαιότατος και ο πιο αξιοσέβαστος και αυτός που έχει τον πρώτο λόγο για ν᾽ αποχτήσουν οι άνθρωποι, κι όσο ζούνε κι όταν πεθάνουν, αρετή κι ευτυχία.