Ραψωδία ΗἝκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.
Είπε, τες Πύλες άφησε κι εβγήκε ο μέγας Έκτωρ·
και ο αδελφός του Αλέξανδρος εβάδιζε σιμά του
και ολόγυρα τον πόλεμον, την μάχην εδιψούσαν.
Και ως όταν πρίμος άνεμος από θεόν εστάλη,
5στους ναύτες πολυπόθητος, που κατακουρασμένοι
με τα καλόξυστα κουπιά το πέλαγος οργώνουν,
τόσο κι εκείνοι ποθητοί φανήκαν εις τους Τρώας.
Αμέσως τον Μενέσθιον εγκάτοικον της Άρνης,
που γέννησ᾽ ο Αρηίθοος, ροπαλοφόρος άνδρας,
10κι η ωραία Φυλομέδουσα, νεκρόν τον ρίχνει ο Πάρις.
Ο Έκτωρ εις τον τράχηλον λογχίζει τον Ηονέα
κάτω από το καλόχαλκο στεφάνι, ώστ᾽ ενεκρώθη.
Και των Λυκίων ο αρχηγός, ο Ιππολοχίδης Γλαύκος,
τον Δεξιάδην κτύπησεν Ιφίνοον στην πλάτην,
15ως εις τ᾽ αμάξι ανέβαινε στην ταραχήν της μάχης,
κι έπεσεν απ᾽ την άμαξαν κι εβγήκεν η ψυχή του.
Και ως τους ενόησ᾽ η Αθηνά, που στον δεινόν αγώνα
τους Αχαιούς εσύντριβαν, εχύθη από του Ολύμπου
τες κορυφές κι εστάθηκε στην ιερήν Τρωάδα.
20Την ξάνοιξε απ᾽ την Πέργαμον ο Απόλλων κι ήλθ᾽ εμπρός της·
των Τρώων ήθελεν αυτός την νίκην· τότε οι δύο
αθάνατοι απαντήθηκαν κει που ᾽ναι ρίζα φράξου.
Πρώτος ο γόνος του Διός ο Απόλλων σ᾽ αυτήν είπε:
«Τι πάλιν απ᾽ τον Όλυμπον, ω κόρη του Κρονίδη,
25όρμησες, καθώς σ᾽ έσπρωξεν η μεγαλοψυχία;
Στους Δαναούς συ βούλεσαι την νίκην να γυρίσεις,
ότι ποσώς τον όλεθρον δεν συμπονείς των Τρώων.
αλλ᾽ αν δεχθείς ό,τι θα ειπώ, θαρρώ που θα ωφελήσεις.
Δια σήμερον ας παύσομεν τον φονικόν αγώνα·
30θα πολεμήσουν ύστερον, έως ότου της Ιλίου
το τέλος νά ᾽βρουν, επειδή σας των θεών των δύο
τούτην να εξολοθρεύσετε την πόλιν τόσο αρέσει».
Τότε η γλαυκόματη Αθηνά του είπε: «Μακροβόλε,
ας γίνει αυτό που επιθυμείς· μ᾽ αυτήν κι εγώ την γνώμην
35κατέβηκ᾽ απ᾽ τον Όλυμπον στους Αχαιούς και Τρώας.
Αλλά ειπέ, πώς των ανδρών την μάχην θενά παύσεις; »
Και ο Φοίβος του Διός υιός σ΄ εκείνην απαντούσε:
«Του Έκτορος ας σπρώξομε την φλογερήν καρδίαν,
έναν από τους Δαναούς να προκαλέσει μόνος,
40αντίπαλοι να κτυπηθούν εις φονικόν αγώνα,
και αυτοί θα φιλοτιμηθούν έναν να σπρώξουν άνδρα
που με τον θείον Έκτορα να πολεμήσει μόνος».
Αυτά ᾽πε και η γλαυκόματη θεά τον λόγον στέργει.
Και ο Πριαμίδης Έλενος ενόησε την γνώμην,
45που άρεσε των δύο θεών αυτού που εβουλευόνταν·
τον Έκτορα επλησίασε και του ᾽πε: «Ω Πριαμίδη
Έκτορ᾽, οπού στην φρόνησιν ομοιάζεις με τον Δία,
θα εδέχοσουν ό,τι θα ειπώ; Είμαι αδελφός σου· κάμε
οι Τρώες όλοι κ᾽ οι Αχαιοί να παύσουν, να καθίσουν,
50και συ τον ανδρειότερον των Αχαιών εις μάχην
προκάλεσε ν᾽ αγωνισθεί μόνος με σένα μόνον·
ότι δεν ήλθ᾽ η ώρα σου στον πόλεμον να πέσεις·
στον νουν μου το εφανέρωσε φωνή των αθανάτων».
|