Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.1.14-6.1.25)

[6.1.14] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ προσῆγον αὐτοὺς εἰς τὸ στράτευμα· καὶ ἔδοξε τοῖς στρατιώταις μήτε ἀδικεῖν Παφλαγόνας μήτε ἀδικεῖσθαι. μετὰ τοῦτο οἱ μὲν πρέσβεις ᾤχοντο· οἱ δὲ Ἕλληνες, ἐπειδὴ πλοῖα ἱκανὰ ἐδόκει παρεῖναι, ἀναβάντες ἔπλεον ἡμέραν καὶ νύκτα πνεύματι καλῷ ἐν ἀριστερᾷ ἔχοντες τὴν Παφλαγονίαν. [6.1.15] τῇ δ᾽ ἄλλῃ ἀφικνοῦνται εἰς Σινώπην καὶ ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην τῆς Σινώπης. Σινωπεῖς δὲ οἰκοῦσι μὲν ἐν τῇ Παφλαγονικῇ, Μιλησίων δὲ ἄποικοί εἰσιν. οὗτοι δὲ ξένια πέμπουσι τοῖς Ἕλλησιν ἀλφίτων μεδίμνους τρισχιλίους, οἴνου δὲ κεράμια χίλια καὶ πεντακόσια. καὶ Χειρίσοφος ἐνταῦθα ἦλθε τριήρη ἔχων. [6.1.16] καὶ οἱ μὲν στρατιῶται προσεδόκων ἄγοντά τι σφίσιν ἥκειν· ὁ δ᾽ ἦγε μὲν οὐδέν, ἀπήγγελλε δὲ ὅτι ἐπαινοίη αὐτοὺς καὶ Ἀναξίβιος ὁ ναύαρχος καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ ὅτι ὑπισχνεῖτο Ἀναξίβιος, εἰ ἀφίκοιντο ἔξω τοῦ Πόντου, μισθοφορὰν αὐτοῖς ἔσεσθαι. [6.1.17] καὶ ἐν ταύτῃ τῇ Ἁρμήνῃ ἔμειναν οἱ στρατιῶται ἡμέρας πέντε. ὡς δὲ τῆς Ἑλλάδος ἐδόκουν ἐγγὺς γίγνεσθαι, ἤδη μᾶλλον ἢ πρόσθεν εἰσῄει αὐτοὺς ὅπως ἂν καὶ ἔχοντές τι οἴκαδε ἀφίκωνται.
[6.1.18] Ἡγήσαντο οὖν, εἰ ἕνα ἕλοιντο ἄρχοντα, μᾶλλον ἂν ἢ πολυαρχίας οὔσης δύνασθαι τὸν ἕνα χρῆσθαι τῷ στρατεύματι καὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας, καὶ εἴ τι δέοι λανθάνειν, μᾶλλον ἂν κρύπτεσθαι, καὶ εἴ τι αὖ δέοι φθάνειν, ἧττον ἂν ὑστερίζειν· οὐ γὰρ ἂν λόγων δεῖν πρὸς ἀλλήλους, ἀλλὰ τὸ δόξαν τῷ ἑνὶ περαίνεσθαι ἄν· τὸν δ᾽ ἔμπροσθεν χρόνον ἐκ τῆς νικώσης ἔπραττον πάντα οἱ στρατηγοί. [6.1.19] ὡς δὲ ταῦτα διενοοῦντο, ἐτράποντο ἐπὶ τὸν Ξενοφῶντα· καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔλεγον προσιόντες αὐτῷ ὅτι ἡ στρατιὰ οὕτω γιγνώσκει, καὶ εὔνοιαν ἐνδεικνύμενος ἕκαστος ἔπειθεν αὐτὸν ὑποστῆναι τὴν ἀρχήν. [6.1.20] ὁ δὲ Ξενοφῶν τῇ μὲν ἐβούλετο ταῦτα, νομίζων καὶ τὴν τιμὴν μείζω οὕτως ἑαυτῷ γίγνεσθαι πρὸς τοὺς φίλους καὶ εἰς τὴν πόλιν τοὔνομα μεῖζον ἀφίξεσθαι αὑτοῦ, τυχὸν δὲ καὶ ἀγαθοῦ τινος ἂν αἴτιος τῇ στρατιᾷ γενέσθαι. [6.1.21] τὰ μὲν δὴ τοιαῦτα ἐνθυμήματα ἐπῇρεν αὐτὸν ἐπιθυμεῖν αὐτοκράτορα γενέσθαι ἄρχοντα. ὁπότε δ᾽ αὖ ἐνθυμοῖτο ὅτι ἄδηλον μὲν παντὶ ἀνθρώπῳ ὅπῃ τὸ μέλλον ἕξει, διὰ τοῦτο δὲ καὶ κίνδυνος εἴη καὶ τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν, ἠπορεῖτο.
[6.1.22] Διαπορουμένῳ δὲ αὐτῷ διακρῖναι ἔδοξε κράτιστον εἶναι τοῖς θεοῖς ἀνακοινῶσαι· καὶ παραστησάμενος δύο ἱερεῖα ἐθύετο τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ, ὅσπερ αὐτῷ μαντευτὸς ἦν ἐκ Δελφῶν· καὶ τὸ ὄναρ δὴ ἀπὸ τούτου τοῦ θεοῦ ἐνόμιζεν ἑορακέναι ὃ εἶδεν ὅτε ἤρχετο ἐπὶ τὸ συνεπιμελεῖσθαι τῆς στρατιᾶς καθίστασθαι. [6.1.23] καὶ ὅτε ἐξ Ἐφέσου ὡρμᾶτο Κύρῳ συσταθησόμενος, αἰετὸν ἀνεμιμνῄσκετο ἑαυτῷ δεξιὸν φθεγγόμενον, καθήμενον μέντοι, ὅνπερ ὁ μάντις προπέμπων αὐτὸν ἔλεγεν ὅτι μέγας μὲν οἰωνὸς εἴη καὶ οὐκ ἰδιωτικός, καὶ ἔνδοξος, ἐπίπονος μέντοι· τὰ γὰρ ὄρνεα μάλιστα ἐπιτίθεσθαι τῷ αἰετῷ καθημένῳ· οὐ μέντοι χρηματιστικὸν εἶναι τὸν οἰωνόν· τὸν γὰρ αἰετὸν πετόμενον μᾶλλον λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια. [6.1.24] οὕτω δὴ θυομένῳ αὐτῷ διαφανῶς ὁ θεὸς σημαίνει μήτε προσδεῖσθαι τῆς ἀρχῆς μήτε εἰ αἱροῖντο ἀποδέχεσθαι. τοῦτο μὲν δὴ οὕτως ἐγένετο. [6.1.25] ἡ δὲ στρατιὰ συνῆλθε, καὶ πάντες ἔλεγον ἕνα αἱρεῖσθαι· καὶ ἐπεὶ τοῦτο ἔδοξε, προυβάλλοντο αὐτόν. ἐπεὶ δὲ ἐδόκει δῆλον εἶναι ὅτι αἱρήσονται αὐτόν, εἴ τις ἐπιψηφίζοι, ἀνέστη καὶ ἔλεξε τάδε.

[6.1.14] Την άλλη μέρα οδήγησαν τους απεσταλμένους στο στράτευμα. Οι στρατιώτες σκέφτηκαν πως ήταν καλό να μη βλάφτουν τους Παφλαγόνες ούτε να κακοπάθουν από κείνους. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό οι απεσταλμένοι έφυγαν. Κι οι Έλληνες, με την εντύπωση πως διαθέτουν αρκετά πλοία, μπήκαν μέσα κι άρχισαν ν᾽ αρμενίζουν μέρα και νύχτα, έχοντας τον καιρό κατάπρυμα και με την Παφλαγονία προς τ᾽ αριστερά. [6.1.15] Την άλλη μέρα φτάνουν στη Σινώπη κι άραξαν στην Αρμήνη, που ήταν επίνειο αυτής της πόλης. Οι Σινωπείς βέβαια κατοικούν στην Παφλαγονία, είναι όμως άποικοι των Μιλησίων. Αυτοί τότε στέλνουν στους Έλληνες για δώρα τρεις χιλιάδες μέδιμνους κριθαρένιο αλεύρι και χίλιες πεντακόσιες στάμνες γεμάτες κρασί. Εδώ ήρθε κι ο Χειρίσοφος έχοντας μια τριήρη. [6.1.16] Οι στρατιώτες περίμεναν πως θα τους φέρει κάτι γυρίζοντας πίσω. Μα δεν έφερε τίποτα, παρά μονάχα τους ανακοίνωσε πως για τις πράξεις τους τους επαινεί ο ναύαρχος Αναξίβιος, καθώς και οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι, και τους υπόσχεται πως θα τους δώσει μισθό, αν έρθουν έξω από τον Πόντο.
[6.1.17] Εκεί στην Αρμήνη έμειναν οι στρατιώτες πέντε μέρες. Όσο όμως αισθάνονταν ότι πλησιάζουν στην Ελλάδα, τόσο περισσότερο τώρα παρά πρωτύτερα τους έμπαινε στο μυαλό πως πρέπει να γυρίσουν στην πατρίδα έχοντας κάτι μαζί τους.
[6.1.18] Νόμισαν λοιπόν ότι, αν εκλέξουν έναν αρχηγό, αυτός θα μπορέσει καλύτερα, παρά αν είναι πολλοί, να διοικεί το στρατό μέρα και νύχτα. Ακόμα ο ένας, αν χρειαστεί να μείνει απαρατήρητος σε κάποια ενέργεια, ευκολότερα μπορεί να κρυφτεί, κι αν είναι ανάγκη να προλάβει κάτι, λιγότερο θα καθυστερήσει. Γιατί δεν θα χρειαζόταν να κουβεντιάσουν πολλοί αναμεταξύ τους, παρά μονάχα να τελειώσει εκείνο που αποφάσισε ο ένας. Αντίθετα, τον προηγούμενο καιρό οι στρατηγοί τα έκαναν όλα σύμφωνα με τη γνώμη της πλειοψηφίας. [6.1.19] Ενώ έκαναν αυτές τις σκέψεις, στράφηκαν προς τον Ξενοφώντα. Πήγαν οι λοχαγοί και τον συνάντησαν και του είπαν τη γνώμη των στρατιωτών και, εκφράζοντάς του καθένας την εκτίμησή του, προσπαθούσε να τον πείσει να γίνει αυτός αρχηγός. [6.1.20] Ο Ξενοφώντας από τη μια μεριά το ήθελε, γιατί σκεφτόταν πως έτσι και η υπόληψή του ανάμεσα στους φίλους θα μεγαλώσει περισσότερο και η φήμη του θα φτάσει στην πατρίδα μεγαλύτερη, κι ακόμα πως μπορούσε εξαιτίας του ν᾽ αποκτήσουν οι στρατιώτες κάτι καλό. [6.1.21] Αυτές οι σκέψεις τον ξεσήκωσαν, ώστε να θέλει να γίνει αρχηγός με απόλυτη εξουσία. Από την άλλη όμως, κάθε φορά που σκεφτόταν ότι τα μελλούμενα δεν μπορεί να τα γνωρίζει κανένας άνθρωπος, και πως γι᾽ αυτό υπήρχε φόβος μήπως χάσει και τη δόξα που είχε κερδίσει πρωτύτερα, δεν ήξερε τί να κάνει.
[6.1.22] Τη στιγμή που βρισκόταν σε αμηχανία για το τί να αποφασίσει, του φάνηκε προτιμότερο να ζητήσει τη συμβουλή των θεών. Πρόσταξε τότε να του φέρουν δυο ζώα κι έκανε θυσία στο Δία το βασιλιά, γιατί σ᾽ αυτόν του είχε ορίσει το Μαντείο των Δελφών να θυσιάζει. Είχε μάλιστα τη γνώμη πως αυτός ο θεός τού είχε στείλει το όνειρο που είδε, όταν άρχιζε με τους άλλους στρατηγούς να φροντίζει για το στρατό. [6.1.23] Κι όταν ξεκινούσε από την Έφεσο, για να παρουσιαστεί στον Κύρο, θυμόταν πως έκραζε ένας αετός προς τα δεξιά του, καθισμένος όμως. Ο μάντης που τον συνόδευε του είπε πως αυτό το σημάδι ήταν σημαντικό, όχι συνηθισμένο, και πως προφήτευε δόξα, μα και κόπους μεγάλους. Γιατί τα όρνια κάνουν επιθέσεις ενάντια στον αετό που βρίσκεται καθισμένος. Πρόσθεσε όμως ότι δεν εσήμαινε πλούτη, αφού ο αετός πετώντας προπάντων παίρνει την τροφή του. [6.1.24] Όταν λοιπόν έκανε τη θυσία, ο θεός τού προφήτεψε καθαρά πως δεν είχε ανάγκη από άλλη εξουσία και πως δεν έπρεπε να τη δεχτεί, αν τον εκλέξουν αρχηγό. Αυτά τότε έτσι έγιναν. [6.1.25] Κατόπι συγκεντρώθηκε ο στρατός, και έλεγαν όλοι να εκλέξουν έναν αρχηγό. Μόλις πήραν αυτή την απόφαση, πρότειναν τον Ξενοφώντα. Και επειδή φαινόταν καθαρά πως θα τον εκλέξουν, αν κανένας φέρει το ζήτημα σε ψηφοφορία, ο Ξενοφώντας σηκώθηκε και μίλησε έτσι: