Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.2.1-5.2.7)

[5.2.1] Τούτων δὲ προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο, ἔδοξεν αὐτοῖς, ὅσοι ἐν τῷ πολέμῳ τῶν συμμάχων ἐπέκειντο καὶ τοῖς πολεμίοις εὐμενέστεροι ἦσαν ἢ τῇ Λακεδαίμονι, τούτους κολάσαι καὶ κατασκευάσαι ὡς μὴ δύναιντο ἀπιστεῖν. πρῶτον μὲν οὖν πέμψαντες πρὸς τοὺς Μαντινέας ἐκέλευσαν αὐτοὺς τὸ τεῖχος περιαιρεῖν, λέγοντες ὅτι οὐκ ἂν πιστεύσειαν ἄλλως αὐτοῖς μὴ σὺν τοῖς πολεμίοις γενέσθαι. [5.2.2] αἰσθάνεσθαι γὰρ ἔφασαν καὶ ὡς σῖτον ἐξέπεμπον τοῖς Ἀργείοις σφῶν αὐτοῖς πολεμούντων, καὶ ὡς ἔστι μὲν ὅτε οὐδὲ συστρατεύοιεν ἐκεχειρίαν προφασιζόμενοι, ὁπότε δὲ καὶ ἀκολουθοῖεν, ὡς κακῶς συστρατεύοιεν. ἔτι δὲ γιγνώσκειν ἔφασαν φθονοῦντας μὲν αὐτούς, εἴ τι σφίσιν ἀγαθὸν γίγνοιτο, ἐφηδομένους δ᾽, εἴ τις συμφορὰ προσπίπτοι. ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ σπονδαὶ ἐξεληλυθέναι τοῖς Μαντινεῦσι τούτῳ τῷ ἔτει αἱ μετὰ τὴν ἐν Μαντινείᾳ μάχην τριακονταετεῖς γενόμεναι. [5.2.3] ἐπεὶ δ᾽ οὐκ ἤθελον καθαιρεῖν τὰ τείχη, φρουρὰν φαίνουσιν ἐπ᾽ αὐτούς. Ἀγησίλαος μὲν οὖν ἐδεήθη τῆς πόλεως ἀφεῖναι ἑαυτὸν ταύτης τῆς στρατηγίας, λέγων ὅτι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἡ τῶν Μαντινέων πόλις πολλὰ ὑπηρετήκοι ἐν τοῖς πρὸς Μεσσήνην πολέμοις· Ἀγησίπολις δὲ ἐξήγαγε τὴν φρουρὰν καὶ μάλα Παυσανίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ φιλικῶς ἔχοντος πρὸς τοὺς ἐν Μαντινείᾳ τοῦ δήμου προστάτας. [5.2.4] ὡς δὲ ἐνέβαλε, πρῶτον μὲν τὴν γῆν ἐδῄου. ἐπεὶ δὲ οὐδ᾽ οὕτω καθῄρουν τὰ τείχη, τάφρον ὤρυττε κύκλῳ περὶ τὴν πόλιν, τοῖς μὲν ἡμίσεσι τῶν στρατιωτῶν προκαθημένοις σὺν τοῖς ὅπλοις τῶν ταφρευόντων, τοῖς δ᾽ ἡμίσεσιν ἐργαζομένοις. ἐπεὶ δὲ ἐξείργαστο ἡ τάφρος, ἀσφαλῶς ἤδη κύκλῳ τεῖχος περὶ τὴν πόλιν ᾠκοδόμησεν. αἰσθόμενος δὲ ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἐνείη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει, καὶ νομίσας χαλεπὸν ἔσεσθαι, εἰ δεήσει πολὺν χρόνον τρύχειν στρατείαις τήν τε πόλιν καὶ τοὺς συμμάχους, ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμὸν διὰ τῆς πόλεως μάλ᾽ ὄντα εὐμεγέθη. [5.2.5] ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ ὑπέρ τε τῶν ὑπὸ ταῖς οἰκίαις καὶ ὑπὲρ τῶν ὑπὸ τῷ τείχει θεμελίων. βρεχομένων δὲ τῶν κάτω πλίνθων καὶ προδιδουσῶν τὰς ἄνω, τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο. οἱ δὲ χρόνον μέν τινα ξύλα ἀντήρειδον καὶ ἐμηχανῶντο ὡς μὴ πίπτοι ὁ πύργος· ἐπεὶ δὲ ἡττῶντο τοῦ ὕδατος, δείσαντες μὴ πεσόντος πῃ τοῦ κύκλῳ τείχους δοριάλωτοι γένοιντο, ὡμολόγουν περιαιρήσειν. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι οὐκ ἔφασαν σπείσεσθαι, εἰ μὴ καὶ διοικιοῖντο κατὰ κώμας. οἱ δ᾽ αὖ νομίσαντες ἀνάγκην εἶναι, συνέφασαν καὶ ταῦτα ποιήσειν. [5.2.6] οἰομένων δὲ ἀποθανεῖσθαι τῶν ἀργολιζόντων καὶ τῶν τοῦ δήμου προστατῶν, διεπράξατο ὁ πατὴρ παρὰ τοῦ Ἀγησιπόλιδος ἀσφάλειαν αὐτοῖς γενέσθαι ἀπαλλαττομένοις ἐκ τῆς πόλεως, ἑξήκοντα οὖσι. καὶ ἀμφοτέρωθεν μὲν τῆς ὁδοῦ ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πυλῶν ἔχοντες τὰ δόρατα οἱ Λακεδαιμόνιοι ἕστασαν, θεώμενοι τοὺς ἐξιόντας. καὶ μισοῦντες αὐτοὺς ὅμως ἀπείχοντο αὐτῶν ῥᾷον ἢ οἱ βέλτιστοι τῶν Μαντινέων. καὶ τοῦτο μὲν εἰρήσθω μέγα τεκμήριον πειθαρχίας. [5.2.7] ἐκ δὲ τούτου καθῃρέθη μὲν τὸ τεῖχος, διῳκίσθη δ᾽ ἡ Μαντίνεια τετραχῇ, καθάπερ τὸ ἀρχαῖον ᾤκουν. καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἤχθοντο, ὅτι τὰς μὲν ὑπαρχούσας οἰκίας ἔδει καθαιρεῖν, ἄλλας δὲ οἰκοδομεῖν· ἐπεὶ δὲ οἱ ἔχοντες τὰς οὐσίας ἐγγύτερον μὲν ᾤκουν τῶν χωρίων ὄντων αὐτοῖς περὶ τὰς κώμας, ἀριστοκρατίᾳ δ᾽ ἐχρῶντο, ἀπηλλαγμένοι δ᾽ ἦσαν τῶν βαρέων δημαγωγῶν, ἥδοντο τοῖς πεπραγμένοις. καὶ ἔπεμπον μὲν αὐτοῖς οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐ καθ᾽ ἕν, ἀλλὰ κατὰ κώμην ἑκάστην ξεναγόν. συνεστρατεύοντο δ᾽ ἐκ τῶν κωμῶν πολὺ προθυμότερον ἢ ὅτε ἐδημοκρατοῦντο. καὶ τὰ μὲν δὴ περὶ Μαντινείας οὕτω διεπέπρακτο, σοφωτέρων γενομένων ταύτῃ γε τῶν ἀνθρώπων τὸ μὴ διὰ τειχῶν ποταμὸν ποιεῖσθαι.

[5.2.1] Ύστερα από την ευνοϊκή εξέλιξη αυτών των υποθέσεών τους, οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να τιμωρήσουν όσους από τους συμμάχους τους είχαν κρατήσει εχθρική στάση τον καιρό του πολέμου —δείχνοντας περισσότερη εύνοια στους αντιπάλους τους παρά στη Λακεδαίμονα—, ώστε να μην έχουν πλέον τα περιθώρια γι᾽ άλλες απιστίες.
Πρώτ᾽ απ᾽ όλα λοιπόν έστειλαν και μήνυσαν στους Μαντινείς να γκρεμίσουν τα τείχη τους, λέγοντας ότι διαφορετικά δεν τους έχουν εμπιστοσύνη πως δεν θα πάνε με το μέρος των εχθρών τους. [5.2.2] Γιατί το ᾽ξεραν —είπαν— ότι τον καιρό που οι ίδιοι πολεμούσαν τους Αργείους οι Μαντινείς τούς έστελναν στάρι· έπειτα, σε μερικές περιπτώσεις, οι Μαντινείς αρνήθηκαν και να πάρουν μέρος στις εκστρατείες τους με την πρόφαση ότι είχαν εκεχειρία, αλλά κι όσες φορές τούς ακολούθησαν, αποδείχτηκαν κακοί συμπολεμιστές. Εκτός απ᾽ αυτά, είπαν, ήξεραν ότι οι Μαντινείς τούς φθονούσαν για τις επιτυχίες τους και χαίρονταν για τις συμφορές τους. (Καθώς λεγόταν, άλλωστε, εκείνο τον χρόνο τέλειωνε η τριαντάχρονη ειρήνη που είχε συμφωνηθεί με τους Μαντινείς μετά τη μάχη της Μαντίνειας.)
[5.2.3] Όταν οι Μαντινείς αρνήθηκαν να γκρεμίσουν τα τείχη τους, οι Λακεδαιμόνιοι κήρυξαν επιστράτευση εναντίον τους. Ο Αγησίλαος ωστόσο παρακάλεσε να τον απαλλάξει η πόλη από αυτή τη στρατηγία, λέγοντας ότι η Μαντίνεια είχε προσφέρει πολλές υπηρεσίες στον πατέρα του στους πολέμους κατά της Μεσσήνης. Έτσι ξεκίνησε επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος ο Αγησίπολις, μόλο που ο πατέρας του, ο Παυσανίας, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους ηγέτες των δημοκρατικών της Μαντίνειας.
[5.2.4] Ο Αγησίπολις εισέβαλε στο έδαφος των Μαντινέων κι άρχισε να το λεηλατεί. Καθώς όμως ούτε και τότε δέχτηκαν να γκρεμίσουν τα τείχη τους, έβαλε να σκάψουν χαράκωμα γύρω στην πόλη, ορίζοντας τους μισούς στρατιώτες να σκάβουν και τους άλλους μισούς να καλύπτουν με τα όπλα τους εκείνους που δούλευαν. Όταν τελείωσε το χαράκωμα, μπόρεσε μ᾽ ασφάλεια πια να χτίσει τείχος γύρω από την πόλη. Μαθαίνοντας, ωστόσο, ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν πολλές τροφές, επειδή είχε βγει καλή η σοδειά τον περασμένο χρόνο, σκέφτηκε ότι θα ᾽ταν δυσάρεστο ν᾽ αναγκαστεί να ταλαιπωρήσει τη Λακεδαίμονα και τους συμμάχους της με μακροχρόνιες εκστρατείες· πρόσταξε λοιπόν να φράξουν το ποτάμι που διέσχιζε την πόλη, και που εκείνο τον καιρό ήταν φουσκωμένο. [5.2.5] Καθώς φράχτηκε η διέξοδος του ποταμού, τα νερά του υψώθηκαν πάνω από τα θεμέλια των σπιτιών, αλλά και των τειχών. Όπως λοιπόν βρέχονταν τα κάτω τούβλα, έπαψαν να στηρίζουν τα πάνω, τα τείχη παρουσίασαν ρήγματα και κατόπιν άρχισαν να γέρνουν.
Οι πολιορκημένοι δοκίμασαν ένα διάστημα να τα συγκρατήσουν με δοκάρια κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην πέσει ο πύργος· ωστόσο το νερό τούς νικούσε. Τότε, από φόβο μην πέσει σε κάποιο σημείο το τείχος που τριγύριζε την πόλη και την καταλάβουν οι εχθροί με έφοδο, δέχτηκαν να γκρεμίσουν τα τείχη. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι δεν κάνουν ειρήνη, αν οι Μαντινείς δεν σκορπιστούν σε χωριά. Τούτοι, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, το δέχτηκαν κι αυτό.
[5.2.6] Οι οπαδοί του Άργους και οι ηγέτες των δημοκρατικών πίστεψαν ότι θα τους σκότωναν, αλλά ο πατέρας του Αγησιπόλιδος τον έπεισε να τους υποσχεθεί ασφάλεια αν έφευγαν από την πόλη· ήταν εξήντα άνθρωποι. Οι Λακεδαιμόνιοι παρατάχτηκαν από τις δυο πλευρές του δρόμου έξω από την πύλη, με τα δόρατα στο χέρι, και παρακολούθησαν την έξοδό τους — και μόλο το μίσος που ένιωθαν γι᾽ αυτούς, πιο εύκολα κρατήθηκαν εκείνοι να μην τους πειράξουν, παρά οι Μαντινείς της αριστοκρατικής τάξης: γεγονός που μπορεί ν᾽ αναφερθεί σαν μεγάλη απόδειξη πειθαρχίας. [5.2.7] Ύστερα απ᾽ αυτά, τα τείχη γκρεμίστηκαν και η Μαντίνεια διαιρέθηκε σε τέσσερα χωριά, όπως ήταν τον παλιό καιρό. Στην αρχή οι κάτοικοι δυσαρεστήθηκαν, επειδή έπρεπε να γκρεμίσουν τα σπίτια που είχαν και να χτίσουν άλλα· τελικά όμως οι κτηματίες έμειναν ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα, γιατί από τη μια κατοικούσαν τώρα πιο κοντά στα κτήματά τους —που βρίσκονταν στην περιοχή των χωριών— κι από την άλλη είχαν αριστοκρατικό πολίτευμα κι είχαν απαλλαγεί από τις ενοχλήσεις των δημαγωγών. Οι Λακεδαιμόνιοι έστελναν τώρα πια όχι έναν αξιωματικό–σύνδεσμο για όλους τους Μαντινείς, αλλά από έναν για κάθε χωριό. Οι Μαντινείς, πάλι, εξεστράτευαν μαζί τους πολύ πιο πρόθυμα, από τα χωριά τους, παρά τον καιρό που είχαν δημοκρατία. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο τέλειωσε η υπόθεση της Μαντίνειας, και χάρη σ᾽ αυτήν οι άνθρωποι διδάχτηκαν ότι δεν είναι φρόνιμο να περνάει ποταμός μέσα από τα τείχη μιας πόλης.