[5.8.8] Ένας στρατιώτης δεν μπορούσε πια να βαδίζει κι έμενε πίσω. Εγώ δεν ήξερα τίποτ᾽ άλλο γι᾽ αυτόν, παρά μονάχα πως ήταν κάποιος δικός μας. Σε ανάγκασα λοιπόν να τον πάρεις, για να μη σκοτωθεί· γιατί, όσο μπορώ να θυμάμαι, ξοπίσω μας έρχονταν εχθροί». Ως εδώ συμφώνησε ο άνθρωπος. [5.8.9] «Σ᾽ έστειλα μπροστά, συνέχισε ο Ξενοφώντας, ύστερα όμως πλησιάζοντας με τους οπισθοφύλακες σε βρίσκω να σκάβεις ένα λάκκο για να χώσεις μέσα το στρατιώτη, κι εγώ σταμάτησα και σε παίνεσα. [5.8.10] Μα την ώρα που στεκόμασταν εκεί, ο στρατιώτης μάζεψε το πόδι του και όλοι φώναξαν πως ζει, ενώ εσύ είπες: «Ας ζήσει όσο θέλει, εγώ πάντως δεν τον κουβαλάω πια». Τότε σε χτύπησα· έχεις δίκιο· γιατί μου έδωσες την εντύπωση πως ήξερες ότι ήταν ζωντανός. [5.8.11] «Και τί, είπε τούτος, μήπως όταν σου τον παρουσίασα, δεν πέθανε;» «Κι εμείς όλοι θα πεθάνουμε, απάντησε ο Ξενοφώντας, αλλά δεν πρέπει γι᾽ αυτό να μας θάψουν και ζωντανούς». [5.8.12] Όλοι φώναξαν πως έπρεπε να τον είχε χτυπήσει περισσότερο. Τότε ο Ξενοφώντας παρακινούσε και τους άλλους να πουν γιατί τις έφαγε ο καθένας. Κι επειδή δεν σηκώνονταν, αυτός έλεγε: [5.8.13] «Παραδέχομαι, στρατιώτες, πως χτύπησα μερικούς που δεν πειθαρχούσαν. Όσους δηλαδή κοίταζαν να σωθούν με το δικό σας αγώνα, που προχωρούσατε παραταγμένοι και πολεμούσατε όπου ήταν ανάγκη, ενώ εκείνοι άφηναν τη θέση τους κι έτρεχαν μπροστά, προσπαθώντας να λεηλατούν και να έχουν περισσότερα λάφυρα από σας τους άλλους. Αν όμως αυτό το κάναμε όλοι, όλοι θα χανόμασταν. [5.8.14] Γι᾽ αυτό αν έβλεπα καμιά φορά κάποιον να τεμπελιάζει και να μη δείχνει διάθεση να σηκωθεί, αλλά θεληματικά να αφήνεται στους εχθρούς, τον χτυπούσα και τον ανάγκαζα να προχωρεί. Γιατί κι εγώ κάποτε που ήταν βαρυχειμωνιά, περιμένοντας μερικούς που ετοίμαζαν τις αποσκευές τους, έμεινα καθισμένος πολλήν ώρα κι ύστερα πρόσεξα πως με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκα και τέντωσα τα πόδια μου. [5.8.15] Από τότε λοιπόν που το δοκίμασα στον εαυτό μου, όποιον άλλον έβλεπα να κάθεται και να χαζεύει, τον έδιωχνα. Γιατί το να κινείται κανείς και να φέρνεται σαν άντρας, συντελεί στο να αποκτά το σώμα θερμότητα και ευλυγισία. Ενώ το να κάθεται και να μένει ακίνητος, έβλεπα πως κάνει να παγώνει το αίμα και να σαπίζουν τα δάχτυλα των ποδιών, πράγματα που κι εσείς ξέρετε πως τα έπαθαν πολλοί. [5.8.16] Κάποιον άλλο πάλι, που έμεινε πίσω για ξεκούραση, κι εμπόδιζε και σας που ήσασταν μπροστά κι εμάς τους τελευταίους να προχωρούμε, ίσως τον εχτύπησα με γροθιά, για να μη χτυπηθεί από τη λόγχη των εχθρών. [5.8.17] Έτσι όλοι αυτοί έχουν το δικαίωμα τώρα που γλίτωσαν, αν έπαθαν άδικα κάτι κακό από μένα, να ζητήσουν την τιμωρία μου. Αν όμως έπεφταν στα χέρια των εχθρών, θα πάθαιναν φοβερά κακά, χωρίς να μπορούν να ζητήσουν την τιμωρία κανενός. [5.8.18] Ο λόγος μου είναι απλός, πρόσθεσε. Αν ετιμώρησα κανέναν για το καλό του, νομίζω σωστό να βρω την τιμωρία που θα έβρισκαν οι γονείς για τα παιδιά τους κι οι δάσκαλοι για τους μαθητές. Κι οι γιατροί ακόμα καίνε και κόβουν για το καλό του αρρώστου. [5.8.19] Στην περίπτωση πάλι που έχετε τη γνώμη πως αυτά τα έκανα από σκληρότητα, σκεφτείτε πως εγώ, με τη βοήθεια των θεών, έχω περισσότερο θάρρος τώρα παρά τότε και πως είμαι τολμηρότερος και πίνω περισσότερο κρασί, αλλά δεν χτυπώ κανέναν. [5.8.20] Γιατί σας βλέπω σε περίοδο γαλήνης. Όταν όμως είναι κακοκαιρία και φουρτούνα στη θάλασσα, δεν βλέπετε πως και μόνο από μια μικρή κίνηση θυμώνει ο κυβερνήτης του πλοίου με κείνους που είναι στην πρύμνη κι ο βοηθός του με κείνους που είναι στην πλώρη; Γιατί σε τέτοια περίσταση και μικρά λάθη να γίνουν, είναι ικανά να τους καταστρέψουν όλους μαζί. [5.8.21] Αλλά και σεις ανεπιφύλαχτα κρίνατε πως τους χτυπούσα δίκαια. Γιατί ήσασταν κοντά και κρατούσατε ξίφη, όχι ψήφους, και μπορούσατε να τους βοηθήσετε, αν θέλατε. Όμως, μά το Δία, ούτε αυτούς βοηθούσατε, ούτε και μαζί μου χτυπούσατε εκείνους που απειθαρχούσαν. [5.8.22] Έτσι δώσατε το δικαίωμα στους κακούς να έχουν άσχημη συμπεριφορά, αφήνοντάς τους ατιμώρητους. Γιατί νομίζω πως αν κοιτάξετε με προσοχή, θα βρείτε πως οι ίδιοι που ήταν τότε πάρα πολύ απείθαρχοι, έχουν και τώρα πολύ άσχημη συμπεριφορά. [5.8.23] Ο Βοΐσκος λόγου χάρη, ο πυγμάχος από τη Θεσσαλία, τότε προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μη σηκώνει ασπίδα, γιατί, τάχα, ήταν άρρωστος, ενώ τώρα, όπως μαθαίνω, έχει γδύσει πολλούς Κοτυωρίτες. [5.8.24] Αν έχετε λοιπόν μυαλό, σ᾽ αυτόν να κάνετε το αντίθετο από κείνο που κάνουν στα σκυλιά. Τα άγρια σκυλιά δηλαδή την ημέρα τα δένουν, ενώ τη νύχτα τ᾽ αφήνουν ελεύθερα. Εσείς, αν είστε μυαλωμένοι, τη νύχτα θα τον δένετε και την ημέρα θα τον αφήνετε ελεύθερο. [5.8.25] Απορώ όμως, πρόσθεσε, που αν έγινα σε μερικούς από σας μισητός, το θυμάστε και το διηγείστε, ενώ αν προφύλαξα κανέναν από το κρύο ή αν έδιωξα εχθρό από κοντά του ή αν του προμήθεψα κάτι, όταν ήταν άρρωστος ή όταν είχε ανάγκη, αυτά δεν τα θυμάται κανένας. Δεν θυμάστε ακόμα ούτε αν παίνεσα τον άντρα που έκαμε μια καλή πράξη, ούτε αν τίμησα, όσο μπόρεσα, ένα στρατιώτη που φάνηκε γενναίος στη μάχη. [5.8.26] Και όμως είναι ωραίο και δίκαιο και ιερό και ευχάριστο να θυμάται κανείς τα καλά, περισσότερο παρά τα κακά». Τότε σηκώθηκαν όλοι κι έφερναν στη μνήμη τους τα όσα τους είχε προσφέρει. Και το αποτέλεσμα ήταν πως τα πράγματα τακτοποιήθηκαν.
|