Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (5.7.27-5.8.7)
[5.7.27] Ὑμεῖς μὲν οἱ πάντες οὐκ ἔσεσθε κύριοι οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον ᾧ ἂν βούλησθε οὔτε καταλῦσαι, ἰδίᾳ δὲ ὁ βουλόμενος ἄξει στράτευμα ἐφ᾽ ὅ τι ἂν θέλῃ. κἄν τινες πρὸς ὑμᾶς ἴωσι πρέσβεις εἰρήνης δεόμενοι ἢ ἄλλου τινός, κατακτείναντες τούτους οἱ βουλόμενοι ποιήσουσιν ὑμᾶς τῶν λόγων μὴ ἀκοῦσαι τῶν πρὸς ὑμᾶς ἰόντων. [5.7.28] ἔπειτα δὲ οὓς μὲν ἂν ὑμεῖς πάντες ἕλησθε ἄρχοντας, ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ ἔσονται, ὅστις δὲ ἂν ἑαυτὸν ἕληται στρατηγὸν καὶ ἐθέλῃ λέγειν Βάλλε βάλλε, οὗτος ἔσται ἱκανὸς καὶ ἄρχοντα κατακανεῖν καὶ ἰδιώτην ὃν ἂν ὑμῶν ἐθέλῃ ἄκριτον, ἢν ὦσιν οἱ πεισόμενοι αὐτῷ, ὥσπερ καὶ νῦν ἐγένετο. [5.7.29] οἷα δὲ ὑμῖν καὶ διαπεπράχασιν οἱ αὐθαίρετοι οὗτοι στρατηγοὶ σκέψασθε. Ζήλαρχος μὲν ὁ ἀγορανόμος εἰ μὲν ἀδικεῖ ὑμᾶς, οἴχεται ἀποπλέων οὐ δοὺς ὑμῖν δίκην· εἰ δὲ μὴ ἀδικεῖ, φεύγει ἐκ τοῦ στρατεύματος δείσας μὴ ἀδίκως ἄκριτος ἀποθάνῃ. [5.7.30] οἱ δὲ καταλεύσαντες τοὺς πρέσβεις διεπράξαντο ὑμῖν μόνοις μὲν τῶν Ἑλλήνων εἰς Κερασοῦντα μὴ ἀσφαλὲς εἶναι, ἂν μὴ σὺν ἰσχύι ἀφικνῆσθε· τοὺς δὲ νεκροὺς οὓς πρόσθεν αὐτοὶ οἱ κατακανόντες ἐκέλευον θάπτειν, τούτους διεπράξαντο μηδὲ ξὺν κηρυκείῳ ἔτι ἀσφαλὲς εἶναι ἀνελέσθαι. τίς γὰρ ἐθελήσει κῆρυξ ἰέναι κήρυκας ἀπεκτονώς; ἀλλ᾽ ἡμεῖς Κερασουντίων θάψαι αὐτοὺς ἐδεήθημεν. [5.7.31] εἰ μὲν οὖν ταῦτα καλῶς ἔχει, δοξάτω ὑμῖν, ἵνα ὡς τοιούτων ἐσομένων καὶ φυλακὴν ἰδίᾳ ποιήσῃ τις καὶ τὰ ἐρυμνὰ ὑπερδέξια πειρᾶται ἔχων σκηνοῦν. [5.7.32] εἰ μέντοι ὑμῖν δοκεῖ θηρίων ἀλλὰ μὴ ἀνθρώπων εἶναι τὰ τοιαῦτα ἔργα, σκοπεῖτε παῦλάν τινα αὐτῶν· εἰ δὲ μή, πρὸς Διὸς πῶς ἢ θεοῖς θύσομεν ἡδέως ποιοῦντες ἔργα ἀσεβῆ, ἢ πολεμίοις πῶς μαχούμεθα, ἢν ἀλλήλους κατακαίνωμεν; [5.7.33] πόλις δὲ φιλία τίς ἡμᾶς δέξεται, ἥτις ἂν ὁρᾷ τοσαύτην ἀνομίαν ἐν ἡμῖν; ἀγορὰν δὲ τίς ἄξει θαρρῶν, ἢν περὶ τὰ μέγιστα τοιαῦτα ἐξαμαρτάνοντες φαινώμεθα; οὗ δὲ δὴ πάντων οἰόμεθα τεύξεσθαι ἐπαίνου, τίς ἂν ἡμᾶς τοιούτους ὄντας ἐπαινέσειεν; ἡμεῖς μὲν γὰρ οἶδ᾽ ὅτι πονηροὺς ἂν φαίημεν εἶναι τοὺς τὰ τοιαῦτα ποιοῦντας. |
[5.7.27] Πρώτα πρώτα όλοι εσείς δεν θα έχετε το δικαίωμα ούτε πόλεμο να κάνετε ενάντια σ᾽ όποιον θέλετε ούτε και να τον σταματήσετε, παρά όποιος τύχει θα οδηγεί μόνος το στρατό όπου θελήσει. Και αν σας έρθουν τίποτε απεσταλμένοι για να σας ζητήσουν ειρήνη ή κάτι άλλο, θα τους σκοτώσει όποιος το επιθυμήσει κι έτσι θα γίνει αίτιος να μην ακούσετε τους λόγους εκείνων που έρχονται να συζητήσουν μαζί σας. [5.7.28] Ύστερα εκείνους που θα εκλέξετε σεις όλοι για αρχηγούς, δεν θα τους λογαριάζουν καθόλου, κι αν κανείς εκλέξει τον εαυτό του στρατηγό και θέλει να φωνάζει «χτύπα! χτύπα!», αυτός θα είναι ικανός και τον αρχηγό του να σκοτώσει αδίκαστο και όποιον απλό στρατιώτη θελήσει, φτάνει να υπάρχουν εκείνοι που θα πειθαρχήσουν στα λόγια του, όπως έγινε και τώρα. [5.7.29] Σκεφτείτε ακόμα τί κακό σας έχουν κάμει αυτοί οι αυτοδιορισμένοι στρατηγοί. Πρώτα πρώτα ο Ζήλαρχος ο αγορανόμος και αν σας έβλαψε, έφυγε με το πλοίο χωρίς να τιμωρηθεί. Αν όμως δεν σας έβλαψε, έφυγε από το στρατό, γιατί φοβήθηκε μήπως άδικα σκοτωθεί, χωρίς να τον δικάσετε. [5.7.30] Εκείνοι πάλι που πετροβόλησαν τους απεσταλμένους γέροντες, κατάφεραν ώστε μονάχα εσείς από τους Έλληνες να μη νιώθετε σιγουριά στην Κερασούντα, εκτός αν πηγαίνετε εκεί με στρατιωτική δύναμη. Όσο για τους νεκρούς που πρωτύτερα μας πρότρεπαν οι ίδιοι που τους σκότωσαν να τους θάψουμε, κι αυτούς τα κατάφεραν να μην υπάρχει ασφάλεια να τους σηκώσουμε για θάψιμο, ούτε κι αν πάμε κρατώντας το κηρύκειο. Γιατί ποιός θα δεχτεί να πάει σαν κήρυκας, αφού έχει σκοτώσει τους κήρυκες άλλων. Γι᾽ αυτό παρακαλέσαμε τους Κερασούντιους να τους θάψουν. [5.7.31] Αν λοιπόν αυτά που έγιναν σας φαίνονται καλά, δηλώστε το καθαρά, ώστε καθένας χωριστά να περιφρουρήσει τον εαυτό του και να προσπαθεί να κατασκηνώνει σε μέρος, που θα έχει πολύ ψηλά οχυρωμένες τοποθεσίες, επειδή αυτά θα γίνονται κάθε τόσο. [5.7.32] Αν όμως νομίζετε πως τέτοιες πράξεις είναι έργα θηρίων και όχι ανθρώπων, προσπαθήστε να τις σταματήσετε. Αλλιώτικα, για όνομα του Δία, πώς θα θυσιάζουμε στους θεούς με ευχαρίστηση, αφού κάνουμε ασέβειες ή πώς θα πολεμούμε τους εχθρούς, αν σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο; [5.7.33] Και ποιά πολιτεία θα μας δεχτεί φιλικά, άμα βλέπει να έχουμε τέτοια ακαταστασία; Ή ποιός θα μας φέρει μ᾽ εμπιστοσύνη ν᾽ αγοράσουμε τρόφιμα, αφού κάνουμε αδικίες σε τόσο σοβαρά ζητήματα; Και τον έπαινο που νομίζουμε πως θα πάρουμε απ᾽ όλους, ποιός θα βρεθεί να μας τον δώσει, αφού είμαστε τέτοιοι; Γιατί ξέρω πως εμείς θα λέγαμε, για ανθρώπους που τα κάνουν αυτά, πως είναι τιποτένιοι». |