αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του, [στρ. β]
τον άρπαξε απ᾽ τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια
η Αρσινόη, η παραμάνα του,
και τον εγλίτωσε απ᾽ τη φριχτή συνωμοσία,
την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,
20την έστελνε, απ᾽ τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη,
με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,
στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα
η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια, [αντ. β]
σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ᾽ την πατρίδα,
που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό της έφερε,
ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε
25σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι;
Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,
και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά
από τα στόματα των άλλων· [επωδ. β]
ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.
Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος
που γεννά η μεγάλη ευτυχία·
30τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει.
Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,
μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,
|