ΧΟ. Γέροντα, να ᾽σαι σίγουρος, χωρίς τη θέλησή σου,
κανείς δεν πρόκειται να σε κουνήσει
απ᾽ αυτά τα μέρη.
180ΟΙ. Να προχωρήσω κι άλλο; ΧΟ. Ακόμη λίγο, πιο μπροστά.
ΟΙ. Τόσο σου φτάνει; ΧΟ. Κόρη, εσύ που ακούς και βλέπεις,
οδήγησέ τον προς τα μπρος.
ΑΝ. Συμβάδιζε, πατέρα, βάδιζε μαζί μου
με το τυφλό σου πόδι, όπου σε πάω εγώ.
ΧΟ. Τόλμησε, δύστυχε, ξένος σε ξένη χώρα,
185ό,τι στην πόλη αφίλητο φουντώνει, κι εσύ να το μισείς,
το φιλικό της όμως να το σέβεσαι.
ΟΙ. Κόρη μου, οδηγός μου γίνε, όπου
το χώμα της ευσέβειας πατώντας πια,
190και θα μιλάμε και θ᾽ ακούμε,
χωρίς να πολεμάμε την ανάγκη.
ΧΟ. Στάσου. Και μην απλώσεις πόδι
έξω απ᾽ το βάθρο, στον βράχο φυτρωμένο.
ΟΙ. Έτσι; ΧΟ. Αρκεί, όπως ακούς.
195ΟΙ. Μπορώ και να καθίσω; ΧΟ. Λοξά στην άκρη αυτής
της πέτρας, λυγίζοντας λίγο τα γόνατα.
ΑΝ. Άσε, πατέρα, το έργο αυτό δικό μου. Ήρεμα τώρα —
ΟΙ. ιώ, ιώ.
ΑΝ. το βήμα σου στο βήμα μου συνάρμοσε,
200στηρίζοντας το γέρικο κορμί σου
στο φιλικό μου χέρι.
ΟΙ. Ω τύφλα μου καταραμένη.
ΧΟ. Ταλαίπωρε, τώρα που πια χαλάρωσες,
μίλα, ποιά είναι η φύτρα σου;
205ποιός είσαι, που πολύπαθος τραβιέσαι;
ποιά η πατρίδα σου; θέλω να μάθω.
ΟΙ. Εξορισμένος, ξένε, αλλά μη —
ΧΟ. Γιατί το αρνείσαι, γέρο;
210ΟΙ. μη, μη, μη με ρωτάς ποιός είμαι,
μην ψάχνεις να μάθεις περισσότερα.
ΧΟ. Και πώς αυτό; ΟΙ. Φύτρα φριχτή. ΧΟ. Μίλα.
ΟΙ. Παιδί μου, αλίμονο, τί πρέπει να φωνάξω;
ΧΟ. Ποιανού είσαι σπόρος; πες
215ποιός είναι, ξένε, ο πατέρας σου.
ΟΙ. Αλίμονό μου, κόρη, τί μου μέλλεται;
ΑΝ. Μίλα, γιατί έχεις φτάσει πια στην άκρη.
ΟΙ. Ναι, θα μιλήσω, αφού δεν έχω πια
πώς να κρυφτώ.
ΧΟ. Μην το τραβάτε κι άλλο, μίλα.
220ΟΙ. Του Λάιου γνωρίζετε κάποιον απόγονο; ΧΟ. Ιού.
ΟΙ. Και των Λαβδακιδών το γένος; ΧΟ. Δία!
ΟΙ. Και τον πανάθλιο Οιδίποδα; ΧΟ. Είσαι αυτός εσύ;
ΟΙ. Μ᾽ αυτά που λέω, μη σας πιάνει πανικός.
ΧΟ. Ιώ, ιώ. ΟΙ. Εγώ ο δύσμοιρος. ΧΟ. Ιώ, ιώ.
225ΟΙ. Κόρη μου, τώρα τί θα γίνει;
ΧΟ. Έξω αποδώ, τραβάτε, από τη χώρα μας μακριά.
ΟΙ. Κι όσα υποσχέθηκες; Πώς θα τα ξεπληρώσεις;
ΧΟ. Η εκδίκηση της μοίρας κανέναν δεν τον πιάνει,
230αν πρώτος αυτός αδικηθεί. Κι όταν η απάτη αντικρίζεται
μ᾽ άλλες απάτες, έχει τον πόνο αντίδοτο,
όχι τη χάρη. Γι᾽ αυτό κι εσύ σήκω αποδώ,
γρήγορα πάρε πόδι από τη χώρα μου,
235και δρόμο. Μήπως την πόλη μου μολύνει
παραπανίσιο μίασμα.
ΑΝ. Ω ξένοι πονόψυχοι, αν
τον τίμιο γέρο, τον πατέρα μου, δεν ανεχτήκατε
240ακούγοντας την άθλια φήμη του, έργα ωστόσο ακούσια,
εμένα λέω την έρημη, ξένοι, παρακαλώ, εμένα
λυπηθείτε, για χάρη του πατέρα μου στα γόνατα
προσπέφτω, με μάτια όχι τυφλά εγώ σας ικετεύω,
245το βλέμμα μου στο βλέμμα σας προσβλέποντας, σαν να ᾽μουν
αίμα σας, συμπάθεια δείξτε στον πανάθλιο, γιατί
από σας κρεμόμαστε, σάμπως από θεό, οι ταλαίπωροι,
ελάτε τώρα, πείτε ναι στη χάρη την ανέλπιστη,
250σ᾽ ό,τι δικό σου έχεις σ᾽ εξορκίζω κι αγαπάς,
παιδί, γυναίκα, θησαυρό, θεό, γιατί
όπου κι αν ψάξεις γύρω, δεν θα βρεις
θνητό που, αν κάποιος θεός τον κατατρέχει,
μπόρεσε να γλιτώσει.
|