Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (149f-150d)


[4] Ἐπεὶ δ᾽ εἰσήλθομεν, ἤδη μεῖζον ὁ Θαλῆς φθεγξάμενος «ποῦ δ᾽» εἶπεν «ὁ ἀνὴρ κατακλινάμενος ἐδυσχέρανεν;» ἀποδειχθείσης δὲ τῆς χώρας περιελθὼν ἐκεῖ κατέκλινεν ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς «ἀλλὰ κἂν ἐπριάμην» εἰπών «Ἀρδάλῳ κοινωνεῖν μιᾶς τραπέζης.» ἦν δὲ Τροιζήνιος ὁ Ἄρδαλος, αὐλῳδὸς [150a] καὶ ἱερεὺς τῶν Ἀρδαλείων Μουσῶν, ἃς ὁ παλαιὸς Ἄρδαλος ἱδρύσατο ὁ Τροιζήνιος.
Ὁ δ᾽ Αἴσωπος (ἐτύγχανε γὰρ ὑπὸ Κροίσου νεωστὶ πρός τε Περίανδρον ἅμα καὶ πρὸς τὸν θεὸν εἰς Δελφοὺς ἀπεσταλμένος, καὶ παρῆν ἐπὶ δίφρου τινὸς χαμαιζήλου παρὰ τὸν Σόλωνα καθήμενος ἄνω κατακείμενον) «ἡμίονος δ᾽,» ἔφη, «Λυδὸς ἐν ποταμῷ τῆς ὄψεως ἑαυτοῦ κατιδὼν εἰκόνα καὶ θαυμάσας τὸ κάλλος καὶ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος ὥρμησε θεῖν ὥσπερ ἵππος ἀναχαιτίσας. εἶτα μέντοι συμφρονήσας ὡς ὄνου υἱὸς εἴη, κατέπαυσε [150b] ταχὺ τὸν δρόμον καὶ ἀφῆκε τὸ φρύαγμα καὶ τὸν θυμόν.»
Ὁ δὲ Χίλων λακωνίσας τῇ φωνῇ, «καὶ τύνη,» ἔφη, «βραδὺς καὶ τρέχεις τὸν ἡμίονον.»
Ἐκ τούτου παρῆλθε μὲν ἡ Μέλισσα καὶ κατεκλίθη παρὰ τὸν Περίανδρον, ἡ δ᾽ Εὔμητις ἐκάθισε παρὰ τὸ δεῖπνον. καὶ ὁ Θαλῆς ἐμὲ προσαγορεύσας ἐπάνω τοῦ Βίαντος κατακείμενον «τί οὐκ ἔφρασας,» εἶπεν, «ὦ Διόκλεις, Βίαντι τὸν Ναυκρατίτην ξένον ἥκοντα μετὰ προβλημάτων βασιλικῶν αὖθις ἐπ᾽ αὐτόν, ὅπως νήφων καὶ προσέχων ἑαυτῷ τὸν λόγον δέχηται;»
Καὶ ὁ Βίας «ἀλλ᾽ οὗτος μέν,» ἔφη, «πάλαι [150c] δεδίττεται ταῦτα παρακελευόμενος, ἐγὼ δὲ τὸν Διόνυσον οἶδα τά τ᾽ ἄλλα δεινὸν ὄντα καὶ Λύσιον ἀπὸ σοφίας προσαγορευόμενον, ὥστ᾽ οὐ δέδια τοῦ θεοῦ μεστὸς γενόμενος μὴ ἀθαρσέστερον ἀγωνίσωμαι.»
Τοιαῦτα μὲν ἐκεῖνοι πρὸς ἀλλήλους ἅμα δειπνοῦντες ἔπαιζον· ἐμοὶ δὲ τὸ δεῖπνον εὐτελέστερον ὁρῶντι τοῦ συνήθους ἐννοεῖν ἐπῄει πρὸς ἐμαυτὸν ὡς σοφῶν κἀγαθῶν ἀνδρῶν ὑποδοχὴ καὶ κλῆσις οὐδεμίαν προστίθησι δαπάνην ἀλλὰ συστέλλει μᾶλλον, ἀφαιροῦσα περιεργίας ὄψων καὶ μύρα ξενικὰ καὶ πέμματα καὶ πολυτελῶν οἴνων διαχύσεις, οἷς [150d] καθ᾽ ἡμέραν χρώμενος ἐπιεικῶς ὁ Περίανδρος ἐν τυραννίδι καὶ πλούτῳ καὶ πράγμασι, τότε πρὸς τοὺς ἄνδρας ἐκαλλωπίζετο λιτότητι καὶ σωφροσύνῃ δαπάνης. οὐ γὰρ μόνον τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ τῆς γυναικὸς ἀφελὼν καὶ ἀποκρύψας τὸν συνήθη κόσμον ἐπεδείκνυε σὺν εὐτελείᾳ καὶ μετριότητι κεκοσμημένην.


[4] Όταν μπήκαμε στην αίθουσα, ο Θαλής ρώτησε πια με φωνή πιο δυνατή από τη συνηθισμένη του: «Και ποιά είναι η θέση στο τραπέζι που έκανε τον άνθρωπο να δυσανασχετήσει;» Όταν του την έδειξαν, εκείνος πήγε και κατακλίθηκε εκεί —παίρνοντας κι εμένα μαζί του— και είπε αυτόν τον λόγο: «Μα εγώ θα πλήρωνα κιόλας, αν ήταν να βρεθώ στο ίδιο τραπέζι με τον Άρδαλο» — ο Άρδαλος αυτός καταγόταν από την Τροιζήνα, ήταν αυλωδός [150a] και ιερέας των Αρδαλείων Μουσών, που τη λατρεία τους την είχε ιδρύσει ένας πρόγονός του, ο Άρδαλος από την Τροιζήνα.
Τότε ο Αίσωπος, που έτυχε να έχει πριν από λίγο καιρό αποσταλεί από τον Κροίσο στον Περίανδρο και στον θεό των Δελφών και ήταν παρών στο συμπόσιο καθισμένος σε ένα χαμηλό κάθισμα δίπλα στο Σόλωνα, που ήταν ξαπλωμένος ψηλότερα, είπε: «Ένα λυδικό μουλάρι είδε κάποτε την εικόνα του προσώπου του να καθρεφτίζεται σ᾽ ένα ποτάμι. Τόσο πολύ θαύμασε την ομορφιά και το μέγεθος του σώματός του, που τίναξε προς τα πάνω τη χαίτη του και άρχισε να τρέχει σαν άλογο. Όταν όμως ύστερα ήρθε στα σύγκαλά του και θυμήθηκε πως είναι παιδί γαϊδάρου, σταμάτησε [150b] αμέσως το τρέξιμο και άφησε καταμέρος την έπαρση και τη ζωηράδα».
Ο Χίλωνας, χρησιμοποιώντας τον σπαρτιατικό τρόπο ομιλίας, είπε: «Μήπως κι εσύ δεν είσαι αργός; Όμως τώρα τρέχεις σαν μουλάρι».
Ύστερα ήρθε η Μέλισσα και πήγε και κατακλίθηκε δίπλα στον Περίανδρο. Η Εύμητη κάθισε κοντά στο δείπνο. Ο Θαλής απευθύνθηκε σ᾽ εμένα, που καθόμουν πριν από τον Βίαντα, και είπε: «Γιατί, Διοκλή, δεν είπες στον Βίαντα ότι ο ξένος από τη Ναύκρατη ήρθε πάλι να τον συναντήσει φέρνοντας βασιλικά προβλήματα, ώστε να τον ακούσει τώρα που δεν έχει ακόμη πιει και μπορεί να συγκεντρωθεί στον εαυτό του;»
Και ο Βίαντας είπε: «Μα αυτός ώρα τώρα [150c] μου τα λέει και μου τα ξαναλέει προσπαθώντας να με εκφοβίσει. Εγώ όμως ξέρω ότι ο Διόνυσος, πέρα από τις άλλες ικανότητές του, επονομάζεται και Λύσιος λόγω της σοφίας του. Δεν φοβούμαι λοιπόν μήπως, αν γεμίσει το μέσα μου από το θεό, αγωνισθώ με λιγότερο κουράγιο».
Τέτοια λέγοντας ο ένας στον άλλον διασκέδαζαν σε όλη τη διάρκεια του δείπνου. Εγώ, βλέποντας ότι το δείπνο ήταν πιο λιτό από τα συνηθισμένα, έκανα μέσα μου τη σκέψη ότι η πρόσκληση και η δεξίωση σοφών και ενάρετων ανθρώπων δεν αυξάνει καθόλου τα έξοδα· ίσα ίσα μάλλον τα μειώνει, καθώς καταργεί τα εξεζητημένα φαγητά, τα ξένα αρώματα και γλυκίσματα και τις σπατάλες πολυτελών κρασιών, [150d] πράγματα που ήταν σε μεγάλη καθημερινή χρήση από τον Περίανδρο, έτσι συνηθισμένος που ήταν στην τυραννίδα, στον πλούτο και στη χλιδή. Τώρα όμως μπροστά στους ανθρώπους αυτούς προσποιούνταν τον λιτό και τον συγκρατημένο στα έξοδα. Και όχι μόνο σε όλα αυτά, αλλά και από τη γυναίκα του αφαίρεσε και υπέκρυψε τα συνήθη κοσμήματά της και την παρουσίαζε στολισμένη με ευτέλεια και με μέτρο.