245Είπε και χάμω επέταξε το χρυσοκαρφωμένο
σκήπτρο και πάλι εκάθισε˙ και από το άλλο μέρος
του Ατρείδη έβραζε η χολή· τότ᾽ εσηκώθη ο Νέστωρ,
ο γλυκολόγος, λιγυρός ομιλητής της Πύλου
που ωσάν το μέλι η λαλιά του εκύλ᾽ από τα χείλη·
250δυο γενεές είχαν σβησθεί των πρόσκαιρων ανθρώπων,
στην Πύλον, συνομήλικοι και συνανάστροφοί του,
τώρα εις την τρίτην γενεάν βασίλευεν ο γέρος·
αυτός τότε καλόγνωμα σ᾽ εκείνους ομιλούσε:
«Ωιμέ! στην γην των Αχαιών μεγάλη θλίψις ήλθε
255πόσην θα είχε ο Πρίαμος χαρά και τα παιδιά του
και πόσον όλος ο λαός θα ευφραίνονταν της Τροίας,
που μάχεσθε αν εμάθαιναν οι δύο σεις που είσθε
οι κορυφές των Δαναών στην γνώση και στα όπλα.
Και ακούσετέ με, ότ᾽ είσθε σεις κι οι δυο νεότεροί μου,
260ότι με άνδρες έσμιξα πολύ καλύτερούς σας,
σ᾽ άλλους καιρούς και αυτοί ποσώς δεν μ᾽ εκαταφρονούσαν.
Άνδρες δεν είδα ή θα ιδώ ποτέ μου ωσάν εκείνους,
Πειρίθοον και Δρύαντα, καλόν λαών ποιμένα,
Καινέα και Εξάδιον, Πολύφημον τον θείον
265και ακόμα τον ισόθεον Θησέα τον Αιγείδην,
ωσάν αυτούς ανίκητοι θνητοί δεν γεννηθήκαν,
σφόδρ᾽ ανδρειωμένοι εμάχονταν με σφόδρ᾽ ανδρειωμένους,
μ᾽ άγρια θεριά βουνίσια, και, ω θαύμα, τ᾽ αφανίσαν·
και εγώ με κείνους έσμιγα φερμένος απ᾽ την Πύλον
270μέσ᾽ από μέρη μακρινά, και αυτοί με προσκαλέσαν
κι έκαμνα εγώ το μέρος μου στες μάχες, πλην κανένας
απ᾽ όσους τώρα τρέφ᾽ η γη μ᾽ αυτούς δεν θα μετριόνταν·
και όμως εκείνοι πρόθυμοι στες συμβουλές μου εκλίναν·
αλλά και σεις ακούτε με για το καλύτερό σας·
275μήτε συ, μεγαλόψυχε, την κόρην του αφαιρέσεις
που του εδωρήσαν οι Αχαιοί, και μήτε συ, Πηλείδη,
θελήσεις ν᾽ αντιμάχεσαι στον μέγαν βασιλέα,
διότι κάτι ανώτερα τιμάται ο σκηπτροφόρος
εκείνος οπού ευδόκησε να τον δοξάσει ο Δίας·
280δυνατός είσαι και θεά σ᾽ εγέννησε μητέρα,
αλλ᾽ είναι αυτός ανώτερος για τους πολλούς που ορίζει·
και συ να σβήσεις τον θυμόν, Ατρείδη, σ᾽ εξορκίζω·
μη του Πηλείδη οργίζεσαι, που ασάλευτ᾽ είναι σ᾽ όλους
τους Αχαιούς προφυλακή του φθαρτικού πολέμου».
285Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Όλα τα είπες, γέροντα, καλά και μετρημένα·
αλλ᾽ αυτός θέλει ανώτερος να είναι και όλων πρώτος
να ᾽χει όλους αποκάτω του, να βασιλεύει σ᾽ όλους,
όλους να ορίζει αυτό κανείς δεν θα δεχθεί, πιστεύω·
290κι εάν οι αθάνατοι θεοί πολεμιστήν τον κάμαν
με τούτο και τον έβαλαν ονειδισμούς να λέγει;
Εκεί τον λόγον του ᾽κοψεν ο ισόθεος Πηλείδης:
«Αληθινά δειλόψυχον θα μ᾽ έλεγαν και αχρείον,
αν σ᾽ ό,τ᾽ ειπείς θα έστεργα την κεφαλήν να κλίνω·
295αυτά στους άλλους πρόσταζε, και διαταγές εμένα
μη δίδεις, ότι στο εξής ποτέ δεν θα σ᾽ ακούσω·
κι έν᾽ άλλο ακόμα θα σου ειπώ, και ας το φυλάξει ο νους σου·
με σε ή μ᾽ άλλους πόλεμον να στήσω για την κόρην
δεν θέλω, σεις την δώσατε, σεις μου την αφαιρείτε·
300αλλ᾽ από τ᾽ άλλα όσα ᾽χω εγώ σιμά στο μαύρο πλοίον
τίποτε δεν θα δυνηθείς να πάρεις άβουλά μου.
Και αν αγαπάς, δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι·
ευθύς το μαύρο αίμα σου στην λόγχην μου θα τρέξει».
|