Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (157-206)


ΚΛ. τί δ᾽, ἢν ἀφιῶσ᾽ ἅνδρες ἡμᾶς, ὦ μέλε;
ΛΥ. τὸ τοῦ Φερεκράτους, κύνα δέρειν δεδαρμένην.
ΚΛ. φλυαρία ταῦτ᾽ ἐστὶ τὰ μεμιμημένα.
160ἐὰν λαβόντες δ᾽ εἰς τὸ δωμάτιον βίᾳ
ἕλκωσιν ἡμᾶς; ΛΥ. ἀντέχου σὺ τῶν θυρῶν.
ΚΛ. ἐὰν δὲ τύπτωσιν; ΛΥ. παρέχειν χρὴ κακὰ κακῶς·
οὐ γὰρ ἔνι τούτοις ἡδονὴ τοῖς πρὸς βίαν.
κἄλλως ὀδυνᾶν χρή· κἀμέλει ταχέως πάνυ
165ἀπεροῦσιν. οὐ γὰρ οὐδέποτ᾽ εὐφρανθήσεται
ἀνήρ, ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ.
ΚΛ. εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, χἠμῖν ξυνδοκεῖ.
ΛΑ. καὶ τὼς μὲν ἁμὼς ἄνδρας ἁμὲς πείσομες
παντᾶ δικαίως ἄδολον εἰράναν ἄγην·
170τὸν τῶν Ἀσαναίων γα μὰν ῥυἅχετον
πᾶ κά τις ἀμπείσειεν αὖ μὴ πλαδδιῆν;
ΛΥ. ἡμεῖς ἀμέλει σοι τά γε παρ᾽ ἡμῖν πείσομεν.
ΛΑ. οὔχ, ἇς πόδας γ᾽ ἔχωντι ταὶ τριήρεες
καὶ τὠργύριον τὤβυσσον ᾖ πὰρ τᾷ σιῷ.
175ΛΥ. ἀλλ᾽ ἔστι καὶ τοῦτ᾽ εὖ παρεσκευασμένον·
καταληψόμεθα γὰρ τὴν ἀκρόπολιν τήμερον.
ταῖς πρεσβυτάταις γὰρ προστέτακται τοῦτο δρᾶν,
ἕως ἂν ἡμεῖς ταῦτα συντιθώμεθα,
θύειν δοκούσαις καταλαβεῖν τὴν ἀκρόπολιν.
180ΛΑ. πάντ᾽ εὖ κ᾽ ἔχοι· καὶ τᾶδε γὰρ λέγεις καλῶς.
ΛΥ. τί δῆτα ταῦτ᾽ οὐχ ὡς τάχιστα, Λαμπιτοῖ,
ξυνωμόσαμεν, ὅπως ἂν ἀρρήκτως ἔχῃ;
ΛΑ. πάρφαινε μὰν τὸν ὅρκον, ὡς ὀμιόμεθα.
ΛΥ. καλῶς λέγεις. ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ Σκύθαινα; ποῖ βλέπεις;
185θὲς εἰς τὸ πρόσθεν ὑπτίαν τὴν ἀσπίδα,
καί μοι δότω τὰ τόμιά τις. ΚΛ. Λυσιστράτη,
τίν᾽ ὅρκον ὁρκώσεις ποθ᾽ ἡμᾶς; ΛΥ. ὅντινα;
εἰς ἀσπίδ᾽, ὥσπερ, φασίν, Αἰσχύλος ποτέ,
μηλοσφαγούσας. ΚΛ. μὴ σύ γ᾽, ὦ Λυσιστράτη,
190εἰς ἀσπίδ᾽ ὀμόσῃς μηδὲν εἰρήνης πέρι.
ΛΥ. τίς ἂν οὖν γένοιτ᾽ ἂν ὅρκος; ἢ λευκόν ποθεν
ἵππον λαβοῦσαι τόμιον ἐντεμώμεθα;
ΚΛ. ποῖ λευκὸν ἵππον; ΛΥ. ἀλλὰ πῶς ὀμούμεθα
ἡμεῖς; ΚΛ. ἐγώ σοι νὴ Δί᾽, ἢν βούλῃ, φράσω.
195θεῖσαι μέλαιναν κύλικα μεγάλην ὑπτίαν,
μηλοσφαγοῦσαι Θάσιον οἴνου σταμνίον
ὀμόσωμεν εἰς τὴν κύλικα μὴ ᾽πιχεῖν ὕδωρ.
ΛΑ. φεῦ δᾶ, τὸν ὅρκον ἄφατον ὡς ἐπαινίω.
ΛΥ. φερέτω κύλικά τις ἔνδοθεν καὶ σταμνίον.
200ΚΛ. ὦ φίλταται γυναῖκες, ‹ὁ› κεραμὼν ὅσος.
ταύτην μὲν ἄν τις εὐθὺς ἡσθείη λαβών.
ΛΥ. καταθεῖσα ταύτην προσλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου.
δέσποινα Πειθοῖ καὶ κύλιξ φιλοτησία,
τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν εὐμενής.
205ΚΛ. εὔχρων γε θαἶμα κἀποπυτίζει καλῶς.
ΛΑ. καὶ μὰν ποτόδδει γ᾽ ἁδὺ ναὶ τὸν Κάστορα.


ΚΛΕ. Κι αν κάνουν αποχή κι οι άντρες; Τότε;
ΛΥΣ. Τί λέγει ο Φερεκράτης; Δέρνε αράδα
το δαρμένο τομάρι. ΚΛΕ. Σαχλαμάρες!
160Κι αν με το ζόρι μας τραβούν στην κάμαρα;
ΛΥΣ. Θα πιανόμαστε τότες απ᾽ την πόρτα.
ΚΛΕ. Κι αν μας βαράνε; ΛΥΣ. Τότε θα δινόμαστε,
όσο χειρότερα μπορούμε. Η τέτοια
δουλειά, με το στανιό, δεν έχει γούστο.
Κι απάνου απ᾽ όλα πρέπει να τους ψήνουμε,
για ν᾽ αποκάνουν. Όταν η γυναίκα
δε μετέχει, τα κόπια τους χαμένα.
ΚΛΕ. Αφού λοιπόν οι δυο τ᾽ αποφασίσατε,
συφωνάμε κι εμείς. ΛΑΜ. Οι αντρογυναίκες
της Σπάρτης θα βολέψουν τους δικούς των
να κάνουν δίκια ειρήνη κι απονήρευτη.
170Μα πώς θα καταφέρουμε τον άστατο
λαό των Αθηνών; ΛΥΣ. Μη χολοσκάς!
Σ᾽ εμάς βασίσου κι είμαστε καπάτσες.
ΛΑΜ. Δύσκολο πράμα, ενόσω τα καράβια σας
αλωνίζουν τα πέλαα κι η θεά
φυλάει στον Παρθενώνα το χρυσάφι.
ΛΥΣ. Το πρόβλεψα κι αυτό. Σήμερα κιόλας
θ᾽ ανεβούμε να πάρουμε το κάστρο.
Παράγγειλα στις πιο ηλικιωμένες
(ώσπου οι άλλες εμείς να τα ταιριάξουμε)
ν᾽ ανεβούνε, πως τάχατε θα κάνουν
θυσία, και το ταμείο να χερακώσουν.
180ΛΑΜ. Όλα καλά τα φκιάνεις και τα λες.
ΛΥΣ. Λοιπόν ας πάρουμε όρκο, αμέσως τώρα,
για να στεριώσουν τα συμφωνημένα.
ΛΑΜ. Εμπρός! Λέγε τον όρκο να τον λέμε.
ΛΥΣ. Σωστά! Μα πού ᾽ναι η Σκύθαινα ᾽περέτρα;
(Μπαίν᾽ η Σκύθαινα)
Ρε πού ᾽χεις το μυαλό σου, χαζοπούλι;
Βάλε ανάστροφα χάμου την ασπίδα.
Και κάποιος να μου φέρει το σφαχτάρι.
ΚΛΕ. Τί λογής όρκο θα μας βάνεις; πες το.
ΛΥΣ. Τον όρκο πὄχουν πάρει οι «Επτά επί Θήβας»
πάνου σε μιαν ασπίδα —βλέπε Αισχύλο—
και μπροστά της θα σφάξουμε τ᾽ αρνί.
ΚΛΕ. Για το Θεό! πάνου σ᾽ ασπίδα σκέφτεσαι
190για ειρήνη να ορκιστούμε; ΛΥΣ. Μπας και θέλεις
ολάκερο άσπρον άλογο Αμαζόνας;
ΚΛΕ. Πώς σου κατέβηκ᾽ έτσι τ᾽ άσπρο τ᾽ άλογο;
ΛΥΣ. Πώς θέλεις να ορκιστούμε; ΚΛΕ. Μά τον Δία,
μια μαύρη κούπα χάμω ν᾽ απιθώσουμε
κι αντίς αρνί μια στάμνα με θασιώτικο.
Θα σφάξουμε τη στάμνα και θα ομόσουμε
ποτές να μη νερώσουμε τον κράσο!
ΛΑΜ. Μάνα μου Γης, δε βρίσκω λόγια αυτόνε
τον όρκο να παινέσω! ΛΥΣ. Χάιντε τώρα
κάποια να φέρει και σταμνί.
(Της τα φέρνουν)
ΚΛΕ. (Χαϊδεύει την κούπα)
200Πωπώ μεγάλη που ᾽ναι! Μοναχά
να την κρατάς, γλυκαίνεται η ψυχή σου!
ΛΥΣ. Άσ᾽ τηνε χάμου! Πιάσε το σταμνί.
(Προσεύχεται)
Ω Δέσποινα Πειθώ και Στάμν᾽ αγάπης,
καλοδεχτείτε τώρα το σφαχτό μας!
(Χύνει κρασί στην κούπα)
ΚΛΕ. Κόκκινο που ᾽ναι το αίμα! Πώς σπιθίζει!
ΛΑΜ. Τί γλυκιά μοσκοβολιά, μά τον Κάστορα!