Έρχεται ο Χορός· γέροι, σφηκόμορφοι, με κεντριά κρεμασμένα
από πίσω τους· κρατούν ραβδιά· μαζί τους μερικά παιδιά,
που κρατούν φανάρια και τους φέγγουν.
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
230Εμπρός, προχώρει, μην αργείς. Κωμία, πώς μένεις πίσω;
Πάνε τα χρόνια που ήσουνα γερό λουρί σκυλίσο·
τώρα στο βήμα σε περνά κι ο Χαρινάδης, κρίμας.
Στρυμόδωρε, συνάδελφε και πρώτε δικαστή μας,
ο Χάβης κι ο Ευεργίδης μας δεν είναι στην παρέα;
Τ᾽ απομεινάρια είμαστ᾽ εμείς απ᾽ τη χρυσή νεολαία,
απ᾽ του Βυζάντιου τη φρουρά· μια νύχτα εκεί μαζί σου
τη σκάφη μιας φουρνάρισσας έκλεψα εγώ, θυμήσου·
κανένας δε μας ένιωσε· την κάμαμε όλη σκίζες
και στη φωτιά της βράσαμε ραδίκια, λίγες ρίζες.
240Βιαστείτε, φίλοι· σήμερα δικάζουμε το Λάχη·
ένα μελισσοκόφινο λεφτά γεμάτο θα ᾽χει.
Ο Κλέωνας, ο προστάτης μας, είπε νωρίς να ᾽ρθούμε.
ώς τριών μερών κακό θυμό μαζί μας να κρατούμε
κι ο Λάχης για τις πράξεις του λόγο σ᾽ εμάς να δώσει.
Μπρος, φίλοι συνομίληκοι, γοργά, πριν ξημερώσει.
Κι όλοι το νου σας, με το φως που ρίχνει το λυχνάρι,
να μη σκοντάψει κανενός το πόδι σε λιθάρι.
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
Πατέρα, πατερούλη μου, πρόσεχε τη λάσπη.
ΚΟΡ. Πιάσε από χάμω έν᾽ άχυρο, πάστρεψε το λύχνο.
250ΠΑΙ. Μπα! Βάζω εγώ το δάχτυλο και τον ξεφτιλίζω.
ΚΟΡ. Τί κάνεις; Με το δάχτυλο σπρώχνεις, βρε, το φτίλι,
και σ᾽ εποχή που είν᾽ έλλειψη, ω άμυαλο, από λάδι;
Αν τ᾽ αγοράζω εγώ ακριβά, δε σε μέλει διόλου.
Του δίνει ένα χαστούκι.
ΠΑΙ. Αν θα μας ορμηνεύετε πάλι με χαστούκια,
σβήνουμε τα λυχνάρια μας και γυρνούμε σπίτι·
και δίχως φως, στα σκοτεινά, μέσα δω στο βούρκο
σαν τις λιβαδοπέρδικες θα τσαλαβουτάτε.
ΚΟΡ. Κι άλλους, μωρέ, παιδεύω εγώ, μεγαλύτερούς σου.
Μα εδώ που τώρα πάτησα κάτι μαλακό ειναι·
260μέσα σε δυο, μέσα σε τρεις, τέσσερις ημέρες
πολύ νερό απ᾽ τον ουρανό σίγουρα θα πέσει.
Γιατί, όπως βλέπω, πιάνουνε τσίμπλες τα λυχνάρια·
κι αυτό είναι πάντοτε βροχής δυνατής σημάδι.
Μα κι όλα τα γεννήματα, έξω τα πρωιμάδια,
θέλουν βροχούλα και ύστερα λίγο βοριαδάκι.
Κοιτάζει το σπίτι του Φιλοκλέωνα.
Τί να ᾽παθε ο συνάδελφος δικαστής που μένει
δω μέσα; Πώς δεν έρχεται να ενωθεί μαζί μας;
Ρεμούλκιο αυτός δεν ήθελε, πρώτος πάντα ερχόταν
παλιούς σκοπούς του Φρύνιχου ψιλοτραγουδώντας.
270Α, το τραγούδι τ᾽ αγαπά. Φίλοι, εδώ ας σταθούμε
και με τα τραγουδάκια μας «έβγα» να του πούμε.
Μόλις τ᾽ ακούσει, η γλύκα τους έξω θα τον σύρει.
|