ΣΙΛ. Στις διαταγές σας! Και σκασίλα μου, ξέρεις, για τον αφέντη!
Χαρά να μου κεραύνωνε τον νου μια κούπα μόνο,
κι ας έδινα για πληρωμή χίλια μύρια κοπάδια
165—όσο το πράμα και το βιός όλωνε των Κυκλώπων—
κι έπειτα να ᾽δινα βουτιά στα κύματ᾽ απ᾽ τα βράχια,
αρκεί λίγο να μέθαγα, τα μάτια να γλαρώναν.
Τρελός αυτός που πίνει και δεν χαίρεται η ψυχή του.
Τότε να δεις που τούτο δω μου στέκεται ολόρθο
(δείχνει τον δερμάτινο φαλλό που φορεί),
170τότε βυζιά χαϊδολογώ, περβόλια κλαδεμένα·
χορεύω κιόλας, και ξεχνώ όλες μου τις σκοτούρες.
Ε, πώς μετά τέτοιο ποτό να μην το προσκυνήσω;
Βρε, στα τσακίδια και ο Κύκλωπας ο άξεστος κι η ματάρα
που᾽ χει πάνω στο κούτελο!...
(Ο Σιληνός μπαίνει στη σπηλιά. Στη σκηνή μένουν μόνο ο Χορός των Σατύρων και ο Οδυσσέας με λίγους συντρόφους του.).
175ΧΟΡ. Άκουσε, Οδυσσέα μας, που ᾽χουμε να σου πούμε.
ΟΔΥ. Βεβαίως!
Φίλοι εσείς, φίλος κι εγώ, σε φίλο σας μιλάτε.
ΧΟΡ. Την Τροία την επήρατε; Πιάσατε την Ελένη;
ΟΔΥ. Κι ολάκερο κουρσέψαμε το σπίτι του Πριάμου.
ΧΟΡ. Κι όταν τη βάλατε τη δεσποινίς στο χέρι, τότε όλοι
180την κανονίσατε με τη σειρά; Βλέπεις, αυτή γουστάρει
να παίρνεται με μπόλικους η άπιστη — που σάστισε,
σαν είδε τ᾽ αλλουνού (του Πάρη, ντε) τις παρδαλές τις βράκες
και την χρυσή καδένα του που ᾽χε στον λαιμουδάκο,
185κι έφτυσε τον Μενέλαο, τέτοιο χρυσό ανθρωπάκι.
Καλύτερα, μου φαίνεται, των γυναικών η ράτσα
ποτέ να μην εφύτρωνε — παρά για μένα μόνο!
ΣΙΛ. (Βγαίνει από τη σπηλιά.)
Ορίστε, βασιλιά Δυσσέα, αρνάκια απ᾽ το κοπάδι,
που τ᾽ αναθρέψαν φωνακλούδες προβατίνες· και τυράκι
190ορίστε, πάρτε, μπόλικο, πηχτό. — Τρεχάτε τώρα
να φύγετε μακριά ᾽πό δω! Πληρώστε με μονάχα
του Βάκχου το γλυκό πιοτό.
(Ακούγονται κρότοι· ο Κύκλωπας μπαίνει στη σπηλιά από είσοδο αόρατη στους θεατές.)
Αμάαν! Έρχεται ο Κύκλωπας! Και τώρα τί θα κάνουμε;
ΟΔΥ. Πάμε χαμένοι, γέροντα. Πώς να τη σκαπουλάρουμε;
195ΣΙΛ. Πίσω απ᾽ τον βράχο ελάτε γρήγορα: είναι καλή κρυψώνα.
ΟΔΥ. Τί λες μωρέ! Στου δράκοντα το στόμα θα μας στείλεις;
ΣΙΛ. «Τί λέω μωρέ;» Έχει κρυψώνες μπόλικες στα βράχια.
ΟΔΥ. Ε λοιπόν όχι! Θα χαράμιζα την τρωική μου δόξα
στα πόδια τώρα αν το ᾽βαζα μπρος σ᾽ ένα μόνο εχθρό
—εγώ που αντιμετώπισα τόσες χιλιάδες Τρώες
200βαστώντας την ασπίδα μου. Αν είναι να πεθάνω,
θενα πεθάνω δοξασμένα· κι αν είναι να σωθώ,
μαζί μου θα ᾽χω σώσει τη λαμπρήν υπόληψή μου.
(Ο Σιληνός τρέχει να κρυφτεί μέσα στο σπήλαιο.)
|