Γιατί, λοιπόν, σου βάζουν τόσο φοβερά εμπόδια και δεν σε αφήνουν να είσαι ευτυχισμένος και να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά σε υποχρεώνουν από το πρωί ως το βράδυ να υπακούεις πάντοτε σε κάποιον άλλο και, με δυο λόγια, να μη μπορείς να κάνεις σχεδόν τίποτε απ᾽ όσα επιθυμείς; Εσένα λοιπόν, καθώς φαίνεται, ούτε όλα αυτά τα πλούσια αγαθά σού χρησιμεύουν σε τίποτα, αφού όλοι οι άλλοι [209a] τα έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο από εσένα, αλλά ούτε και τα έξοχα σωματικά χαρίσματά σου, αφού και το σώμα σου κάποιος άλλος το εξουσιάζει και το φροντίζει. Έτσι λοιπόν, Λύσι, δεν έχεις καμία εξουσία σε κανένα πράγμα, ούτε μπορείς να εκπληρώσεις έστω κάποια επιθυμία σου. ―Αυτό, Σωκράτη, συμβαίνει, επειδή δεν έχω ακόμη μεγαλώσει. ―Φοβάμαι ότι δεν οφείλονται σ᾽ αυτό οι απαγορεύσεις που σου έχουν επιβάλει, γιατί τούτο τουλάχιστον, πιστεύω, στο επιτρέπει ο πατέρας σου και η μητέρα σου χωρίς να περιμένουν την ενηλικίωσή σου: όταν, δηλαδή, χρειάζονται κάποιον για να τους διαβάσει ή να τους γράψει κάτι, τότε τη δουλειά αυτή την αναθέτουν, νομίζω, [209b] πρώτα πρώτα σ᾽ εσένα κι όχι στους άλλους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι δεν είναι; ―Βεβαιότατα, είπε. ―Και μπορείς, λοιπόν, εδώ να γράφεις όποιο γράμμα θέλεις πρώτο κι όποιο θέλεις δεύτερο· το ίδιο γίνεται και με την ανάγνωση. Κι όταν πάλι πιάνεις τη λύρα, δεν φαντάζομαι να σου απαγορεύει ούτε ο πατέρας σου ούτε η μητέρα σου να τεντώσεις ή να χαλαρώσεις όποια χορδή θέλεις και να παίζεις με το δάχτυλο ή με το πλήκτρο. Ή μήπως σου του απαγορεύουν; ―Ασφαλώς, όχι. ―Ποιό, λοιπόν, μπορεί να είναι το αίτιο, Λύσι, που εδώ [209c] δεν σε εμποδίζουν, ενώ εκεί, σ᾽ αυτά που λέγαμε πριν λίγο, σε εμποδίζουν; ―Νομίζω, είπε, ότι τούτο γίνεται, επειδή αυτά εδώ τα πράγματα τα ξέρω, ενώ εκείνα όχι. ―Πολύ ωραία, είπα εγώ, καλέ μου φίλε. Επομένως, δεν περιμένει ο πατέρας σου να γίνεις ενήλικος για να σου τα επιτρέψει όλα, αλλά από την ημέρα που θα νομίσει ότι μπορείς πια να σκέπτεσαι καλύτερα από τον ίδιο θα σου εμπιστευτεί και τον εαυτό του και το σπίτι του. ―Το πιστεύω, είπε. ―Ωραία, είπα εγώ. Πες μου όμως, δεν ισχύει και για το γείτονα ο ίδιος κανόνας σε σχέση μ᾽ εσένα, όπως και για τον πατέρα σου; [209d] Δεν θα σου εμπιστευτεί το σπίτι του να το διευθύνεις, όταν πιστέψει ότι εσύ ξέρεις πιο καλά απ᾽ αυτόν να διευθύνεις ένα σπίτι, ή μήπως θα προτιμήσει να το διευθύνει μόνος του; ―Νομίζω ότι θα αναθέσει σ᾽ εμένα τη φροντίδα του σπιτιού του. ―Αλλά δεν νομίζεις ότι και οι Αθηναίοι θα σου εμπιστευτούν τις υποθέσεις τους, όταν καταλάβουν ότι μπορείς να σκέπτεσαι σωστά; ―Ασφαλώς. ―Αλλά προς θεού, συνέχισα εγώ, δεν θα κάνει άραγε το ίδιο ακόμη και ο βασιλιάς της Περσίας; Όταν λ.χ. βράζουν κρέας, θα επιτρέψει στον μεγαλύτερο γιο του, το διάδοχο του θρόνου της Ασίας, [209e] να ρίξει στο ζουμί ό,τι θέλει ή σ᾽ εμάς, αν υποθέσουμε ότι πάμε εκεί και του αποδείξουμε πως ξέρουμε να μαγειρεύουμε πιο καλά από το γιο του; ―Σ᾽ εμάς ασφαλώς, είπε. ―Και δεν θα τον αφήσει το γιο του να ρίξει το παραμικρό στο φαΐ, εμάς όμως, ακόμη κι αν πιάναμε μια χούφτα αλάτι, θα μας άφηνε να το ρίξουμε μέσα. ―Φυσικά. ―Αν πάλι ο γιος του πάθαινε κάτι στα μάτια, θα τον άφηνε τάχα ο πατέρα του —που ξέρει ότι ο γιος του δεν είναι γιατρός— να βάζει τα χέρια του [210a] στα μάτια ή θα τον εμπόδιζε; ―Θα τον εμπόδιζε. ―Εμάς όμως, αν μας περνούσε για γιατρούς, είμαι βέβαιος πως δεν θα μας εμπόδιζε ακόμη και να του ανοίξουμε λίγο τα μάτια και να του τα πασπαλίσουμε με στάχτη, μια και θα νόμιζε ότι ξέρουμε τί κάνουμε. ―Δίκιο έχεις. ―Επομένως σ᾽ εμάς και όχι στον εαυτό του ή στο γιο του θα εμπιστευτεί και όλα τα άλλα πράγματα, στα οποία θα του φανούμε πιο έμπειροι από τον ίδιο και από το γιο του. ―Αναγκαστικά, είπε. Έτσι είναι λοιπόν, αγαπητέ Λύσι, συνέχισα εγώ. Σε όσα πράγματα [210b] έχουμε γνώσεις θα μας επιτρέπουν όλοι, είτε Έλληνες είναι είτε βάρβαροι, είτε άνδρες είτε γυναίκες, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, και δεν πρόκειται να μας εμποδίσει κανένας, όσο εξαρτάται από τη θέλησή του, αλλά θα είμαστε ελεύθεροι και θα διευθύνουμε άλλους και όλα αυτά τα πράγματα θα είναι δικά μας, δηλαδή θα έχουμε ωφέλεια απ᾽ αυτά. Για όσα όμως πράγματα θα έχουμε άγνοια όχι μόνο δεν θα μας επιτρέψει κανένας να κάνουμε αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να γίνει, αλλά [210c] όλοι τους θα προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας εμποδίσουν· και όχι μόνο οι ξένοι αλλά και ο πατέρας μας και η μητέρα μας και οι ακόμα πιο δικοί μας απ᾽ αυτούς, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν. Κι εμείς θα είμαστε υποχρεωμένοι σε σχέση με αυτά τα πράγματα να υπακούουμε σε άλλους. Συμφωνείς ότι είναι έτσι; ―Συμφωνώ. ―Είναι, λοιπόν, ποτέ δυνατό να γίνουμε φίλοι με κάποιον άνθρωπο και να αισθανθεί κανείς αγάπη για μας σε σχέση με πράγματα, στα οποία είμαστε άχρηστοι; ―Όχι βέβαια, είπε. ―Συνεπώς, στο βαθμό που είναι κανείς άχρηστος δεν είναι αγαπητός σε κανένα, άρα ούτε κι εσύ στον πατέρα σου. ―Πραγματικά, [210d] είπε. ―Επομένως, παιδί μου, αν αποκτήσεις πολλές γνώσεις και ικανότητες, τότε όλοι θα είναι φίλοι σου και όλοι θα είναι δικοί σου, αφού θα είσαι χρήσιμος και άξιος. Διαφορετικά δεν θα σε αγαπάει ούτε ο πατέρας σου ούτε η μητέρα σου ούτε οι συγγενείς σου ούτε κανένας άλλος. Είναι ποτέ δυνατόν, Λύσι, να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του σε σχέση με πράγματα, στα οποία είναι ακόμη ανίδεος; ―Αδύνατον, απάντησε. ―Αφού λοιπόν χρειάζεσαι δάσκαλο, σημαίνει ότι δεν ξέρεις ακόμη αρκετά πράγματα. ―Είναι αλήθεια, είπε. ―Και εφόσον εξακολουθείς να βρίσκεσαι σε άγνοια, δεν είναι δυνατόν να περηφανεύεσαι. ―Αληθινά, Σωκράτη, δεν νομίζω ότι μπορώ να είμαι περήφανος.
|