Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.4.19-5.4.29)

[5.4.19] Ξενοφῶν δὲ ξυγκαλέσας τοὺς Ἕλληνας εἶπεν· Ἄνδρες στρατιῶται, μηδὲν ἀθυμήσητε ἕνεκα τῶν γεγενημένων· ἴστε γὰρ ὅτι καὶ ἀγαθὸν οὐ μεῖον τοῦ κακοῦ γεγένηται. [5.4.20] πρῶτον μὲν γὰρ ἐπίστασθε ὅτι οἱ μέλλοντες ἡμῖν ἡγεῖσθαι τῷ ὄντι πολέμιοί εἰσιν οἷσπερ καὶ ἡμᾶς ἀνάγκη· ἔπειτα δὲ καὶ τῶν Ἑλλήνων οἱ ἀμελήσαντες τῆς ξὺν ἡμῖν τάξεως καὶ ἱκανοὶ ἡγησάμενοι εἶναι ξὺν τοῖς βαρβάροις ταὐτὰ πράττειν ἅπερ σὺν ἡμῖν δίκην δεδώκασιν· ὥστε αὖθις ἧττον τῆς ἡμετέρας τάξεως ἀπολείψονται. [5.4.21] ἀλλ᾽ ὑμᾶς δεῖ παρασκευάζεσθαι ὅπως καὶ τοῖς φίλοις οὖσι τῶν βαρβάρων δόξητε κρείττους αὐτῶν εἶναι καὶ τοῖς πολεμίοις δηλώσητε ὅτι οὐχ ὁμοίοις ἀνδράσι μαχοῦνται νῦν τε καὶ ὅτε τοῖς ἀτάκτοις ἐμάχοντο.
[5.4.22] Ταύτην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν οὕτως ἔμειναν· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ θύσαντες ἐπεὶ ἐκαλλιερήσαντο, ἀριστήσαντες, ὀρθίους τοὺς λόχους ποιησάμενοι, καὶ τοὺς βαρβάρους ἐπὶ τὸ εὐώνυμον κατὰ ταὐτὰ ταξάμενοι ἐπορεύοντο τοὺς τοξότας μεταξὺ τῶν λόχων [ὀρθίων] ἔχοντες, ὑπολειπομένου δὲ μικρὸν τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν. [5.4.23] ἦσαν γὰρ τῶν πολεμίων οἳ εὔζωνοι κατατρέχοντες τοῖς λίθοις ἔβαλλον. τούτους ἀνέστελλον οἱ τοξόται καὶ πελτασταί. οἱ δ᾽ ἄλλοι βάδην ἐπορεύοντο πρῶτον μὲν ἐπὶ τὸ χωρίον ἀφ᾽ οὗ τῇ προτεραίᾳ οἱ βάρβαροι ἐτρέφθησαν καὶ οἱ ξὺν αὐτοῖς· ἐνταῦθα γὰρ οἱ πολέμιοι ἦσαν ἀντιτεταγμένοι. [5.4.24] τοὺς μὲν οὖν πελταστὰς ἐδέξαντο οἱ βάρβαροι καὶ ἐμάχοντο, ἐπειδὴ δὲ ἐγγὺς ἦσαν οἱ ὁπλῖται, ἐτρέποντο. καὶ οἱ μὲν πελτασταὶ εὐθὺς εἵποντο διώκοντες ἄνω πρὸς τὴν πόλιν, οἱ δὲ ὁπλῖται ἐν τάξει εἵποντο. [5.4.25] ἐπεὶ δὲ ἄνω ἦσαν πρὸς ταῖς Μητροπόλεως οἰκίαις, ἐνταῦθα οἱ πολέμιοι ὁμοῦ δὴ πάντες γενόμενοι ἐμάχοντο καὶ ἐξηκόντιζον τοῖς παλτοῖς, καὶ ἄλλα δόρατα ἔχοντες παχέα μακρά, ὅσα ἀνὴρ ἂν φέροι μόλις, τούτοις ἐπειρῶντο ἀμύνασθαι ἐκ χειρός. [5.4.26] ἐπεὶ δὲ οὐχ ὑφίεντο οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ ὁμόσε ἐχώρουν, ἔφευγον οἱ βάρβαροι καὶ ἐντεῦθεν, λιπόντες ἅπαντες τὸ χωρίον. ὁ δὲ βασιλεὺς αὐτῶν ὁ ἐν τῷ μόσσυνι τῷ ἐπ᾽ ἄκρου ᾠκοδομημένῳ, ὃν τρέφουσι πάντες κοινῇ αὐτοῦ μένοντα καὶ φυλάττουσιν, οὐκ ἤθελεν ἐξελθεῖν, οὐδὲ ὁ ἐν τῷ πρότερον αἱρεθέντι χωρίῳ, ἀλλ᾽ αὐτοῦ σὺν τοῖς μοσσύνοις κατεκαύθησαν. [5.4.27] οἱ δὲ Ἕλληνες διαρπάζοντες τὰ χωρία ηὕρισκον θησαυροὺς ἐν ταῖς οἰκίαις ἄρτων νενημένων περυσινῶν, ὡς ἔφασαν οἱ Μοσσύνοικοι, τὸν δὲ νέον σῖτον ξὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον· ἦσαν δὲ ζειαὶ αἱ πλεῖσται. [5.4.28] καὶ δελφίνων τεμάχη ἐν ἀμφορεῦσιν ηὑρίσκετο τεταριχευμένα καὶ στέαρ ἐν τεύχεσι τῶν δελφίνων, ᾧ ἐχρῶντο οἱ Μοσσύνοικοι καθάπερ οἱ Ἕλληνες τῷ ἐλαίῳ· [5.4.29] κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνώγεων ἦν πολλὰ τὰ πλατέα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν. τούτων καὶ πλείστῳ σίτῳ ἐχρῶντο ἕψοντες καὶ ἄρτους ὀπτῶντες. οἶνος δὲ ηὑρίσκετο ὃς ἄκρατος μὲν ὀξὺς ἐφαίνετο εἶναι ὑπὸ τῆς αὐστηρότητος, κερασθεὶς δὲ εὐώδης τε καὶ ἡδύς.

[5.4.19] Ο Ξενοφώντας τότε κάλεσε τους Έλληνες και τους είπε: «Στρατιώτες, δεν πρέπει να στενοχωριέστε με όσα έγιναν, γιατί ξέρετε πως μέσα σ᾽ αυτά, υπάρχει και κάποιο καλό, που δεν είναι μικρότερο από το κακό. [5.4.20] Πρώτα πρώτα δηλαδή μάθατε, πως αυτοί που πρόκειται να μας οδηγήσουν, είναι πραγματικά εχθροί με κείνους, που εμείς είναι ανάγκη να είμαστε εχθροί τους. Ύστερα και οι Έλληνες που δεν έμειναν στην παράταξή μας, παρά νόμισαν πως είναι ικανοί να κατορθώσουν με τους βαρβάρους εκείνα που κατόρθωναν μαζί μας, έχουν τιμωρηθεί. Έτσι δεν πρόκειται να αφήσουν άλλη φορά την παράταξή μας. [5.4.21] Πρέπει όμως να ετοιμαστείτε, και για να δείξετε σε όσους από τους βαρβάρους είναι φίλοι μας πως είστε γενναιότεροί τους και για να φανερώσετε στους εχθρούς πως τώρα θα πολεμήσουν με άντρες, που δεν μοιάζουν με τους άταχτους που πολέμησαν πρωτύτερα».
[5.4.22] Αυτή λοιπόν την ημέρα δεν έκαναν τίποτε. Την επόμενη όμως θυσίασαν και, όταν οι θυσίες έδειξαν καλά σημάδια, γευμάτισαν. Ύστερα σύνταξαν τους λόχους με μικρό μέτωπο και μεγάλο βάθος, τοποθέτησαν και τους βαρβάρους στην αριστερή πτέρυγα με τον ίδιο τρόπο και προχωρούσαν έχοντας τους τοξότες ανάμεσα στους λόχους έτσι, ώστε να βρίσκονται λίγο πιο μπροστά από το μέτωπο των οπλιτών. [5.4.23] Γιατί μερικοί από τους εχθρούς ήταν ελαφρά οπλισμένοι και τρέχοντας προς τα κάτω τους χτυπούσαν με πέτρες. Αυτούς οι τοξότες και οι πελταστές τους ανάγκαζαν να υποχωρούν. Οι υπόλοιποι προχωρούσαν με αργό βηματισμό, πρώτα προς την τοποθεσία απ᾽ όπου την προηγούμενη μέρα το έβαλαν στα πόδια οι βάρβαροι κι οι Έλληνες που ήταν μαζί τους. Γιατί σ᾽ αυτό το μέρος ήταν παραταγμένοι οι εχθροί για μάχη. [5.4.24] Την επίθεση λοιπόν των πελταστών την άντεξαν οι βάρβαροι και πολεμούσαν μαζί τους, όταν όμως τους ζύγωσαν οι οπλίτες, το ᾽βαλαν στα πόδια. Οι πελταστές τότε τους ακολουθούσαν και τους κυνηγούσαν προς τα πάνω όπου βρισκόταν η πόλη, ενώ οι οπλίτες βάδιζαν από πίσω παραταγμένοι. [5.4.25] Κι όταν ανέβηκαν κοντά στα σπίτια της πρωτεύουσας, τότε οι εχθροί μαζεμένοι όλοι τούς πολεμούσαν και τους χτυπούσαν με τα ακόντια, και κρατώντας άλλα δόρατα χοντρά και μακριά, που ένας άντρας δύσκολα θα μπορούσε να τα σηκώσει, προσπαθούσαν με αυτά ν᾽ αποκρούσουν τους Έλληνες από κοντινή απόσταση. [5.4.26] Επειδή όμως οι Έλληνες δεν υποχωρούσαν, παρά βάδιζαν όλοι μαζί, άφησαν οι βάρβαροι την οχυρή τοποθεσία κι άρχισαν να φεύγουν κι από κει. Και ο βασιλιάς τους που έμενε μέσα στον ξύλινο πύργο, το χτισμένο πάνω στο ύψωμα, και που τον τρέφουν όλοι με κοινά έξοδα και τον φυλάνε, δεν ήθελε να βγει, καθώς κι ο βασιλιάς του οχυρού που κυριεύτηκε πρωτύτερα, παρά κάηκαν εκεί μαζί με τους πύργους τους. [5.4.27] Τότε οι Έλληνες στις λεηλασίες που έκαναν σ᾽ αυτά τα μέρη έβρισκαν μέσα στα σπίτια παλιές αποθήκες, όπου ήταν σωριασμένα ψωμιά περυσινά, καθώς έλεγαν οι Μοσσύνοικοι, ενώ τα καινούρια σιτάρια ήταν αποθηκευμένα μαζί με την καλαμιά τους· μα αυτά ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους ζειές. [5.4.28] Έβρισκαν ακόμα μέσα σε δοχεία κομμάτια από δελφίνια παστωμένα και μέσα σε βάζα άλειμμα από κρέας δελφινιών, που το χρησιμοποιούσαν οι Μοσσύνοικοι, όπως οι Έλληνες το λάδι. [5.4.29] Και πάνω στα ανώγια ήταν αποθηκευμένα πολλά κάστανα, που δεν είχαν καμιά γραμμή να τα χωρίζει. Αυτά βρασμένα τα χρησιμοποιούσαν συχνά για φαγητό και ψητά στο φούρνο για ψωμί. Βρισκόταν ακόμα εκεί και κρασί, που, όταν δεν ήταν νερωμένο, φαινόταν πως είναι ξινό, επειδή ήταν δριμύ, όταν όμως το νέρωναν, γινόταν μυρωδάτο και γλυκόπιοτο.