Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.7.1-4.7.7)

[4.7.1] Παρελθόντος δὲ τοῦ χειμῶνος, ὥσπερ ὑπέσχετο τοῖς Ἀχαιοῖς, εὐθὺς ἀρχομένου τοῦ ἦρος πάλιν φρουρὰν ἔφαινεν ἐπὶ τοὺς Ἀκαρνᾶνας. οἱ δὲ αἰσθόμενοι, καὶ νομίσαντες διὰ τὸ ἐν μεσογείᾳ σφίσι τὰς πόλεις εἶναι ὁμοίως ἂν πολιορκεῖσθαι ὑπὸ τῶν τὸν σῖτον φθειρόντων ὥσπερ εἰ περιεστρατοπεδευμένοι πολιορκοῖντο, ἔπεμψαν πρέσβεις εἰς τὴν Λακεδαίμονα, καὶ εἰρήνην μὲν πρὸς τοὺς Ἀχαιούς, συμμαχίαν δὲ πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἐποιήσαντο. καὶ τὰ μὲν περὶ Ἀκαρνᾶνας οὕτω διεπέπρακτο.
[4.7.2] Ἐκ δὲ τούτου τοῖς Λακεδαιμονίοις τὸ μὲν ἐπ᾽ Ἀθηναίους ἢ ἐπὶ Βοιωτοὺς στρατεύειν οὐκ ἐδόκει ἀσφαλὲς εἶναι ὄπισθεν καταλιπόντας ὅμορον τῇ Λακεδαίμονι πολεμίαν καὶ οὕτω μεγάλην τὴν τῶν Ἀργείων πόλιν, εἰς δὲ τὸ Ἄργος φρουρὰν φαίνουσιν. ὁ δὲ Ἀγησίπολις ἐπεὶ ἔγνω ὅτι εἴη αὐτῷ ἡγητέον τῆς φρουρᾶς καὶ τὰ διαβατήρια θυομένῳ ἐγένετο, ἐλθὼν εἰς Ὀλυμπίαν καὶ χρηστηριαζόμενος ἐπηρώτα τὸν θεὸν εἰ ὁσίως ἂν ἔχοι αὐτῷ μὴ δεχομένῳ τὰς σπονδὰς τῶν Ἀργείων, ὅτι οὐχ ὁπότε καθήκοι ὁ χρόνος, ἀλλ᾽ ὁπότε ἐμβάλλειν μέλλοιεν Λακεδαιμόνιοι, τότε ὑπέφερον τοὺς μῆνας. ὁ δὲ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι μὴ δεχομένῳ σπονδὰς ἀδίκως ὑποφερομένας. ἐκεῖθεν δ᾽ εὐθὺς πορευθεὶς εἰς Δελφοὺς ἐπήρετο αὖ τὸν Ἀπόλλω εἰ κἀκείνῳ δοκοίη περὶ τῶν σπονδῶν καθάπερ τῷ πατρί. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο καὶ μάλα κατὰ ταὐτά. [4.7.3] καὶ οὕτω δὴ Ἀγησίπολις ἀναλαβὼν ἐκ Φλειοῦντος τὸ στράτευμα, ἐκεῖσε γὰρ αὐτῷ συνελέγετο, ἕως πρὸς τὰ ἱερὰ ἀπεδήμει, ἐνέβαλε διὰ Νεμέας. οἱ δ᾽ Ἀργεῖοι ἐπεὶ ἔγνωσαν οὐ δυνησόμενοι κωλύειν, ἔπεμψαν, ὥσπερ εἰώθεσαν, ἐστεφανωμένους δύο κήρυκας ὑποφέροντας σπονδάς. ὁ δὲ Ἀγησίπολις, ἀποκρινάμενος ὅτι οὐ δοκοῖεν τοῖς θεοῖς δικαίως ὑποφέρειν, οὐκ ἐδέχετο τὰς σπονδάς, ἀλλ᾽ ἐνέβαλε καὶ πολλὴν ἀπορίαν καὶ ἔκπληξιν κατά τε τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐν τῇ πόλει ἐποίησε. [4.7.4] δειπνοποιουμένου δ᾽ αὐτοῦ ἐν τῇ Ἀργείᾳ τῇ πρώτῃ ἑσπέρᾳ, καὶ σπονδῶν τῶν μετὰ δεῖπνον ἤδη γιγνομένων, ἔσεισεν ὁ θεός. καὶ οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι ἀρξαμένων τῶν ἀπὸ δαμοσίας πάντες ὕμνησαν τὸν περὶ τὸν Ποσειδῶ παιᾶνα· οἱ δ᾽ ἄλλοι στρατιῶται ᾤοντο ἀπιέναι, ὅτι καὶ Ἆγις σεισμοῦ ποτε γενομένου ἀπήγαγεν ἐξ Ἤλιδος. ὁ δὲ Ἀγησίπολις εἰπὼν ὅτι εἰ μὲν μέλλοντος αὐτοῦ ἐμβάλλειν σείσειε, κωλύειν ἂν αὐτὸν ἡγεῖτο· ἐπεὶ δὲ ἐμβεβληκότος, ἐπικελεύειν νομίζοι· [4.7.5] καὶ οὕτω τῇ ὑστεραίᾳ θυσάμενος τῷ Ποσειδῶνι ἡγεῖτο οὐ πόρρω εἰς τὴν χώραν. ἅτε δὲ νεωστὶ τοῦ Ἀγησιλάου ἐστρατευμένου εἰς τὸ Ἄργος, πυνθανόμενος ὁ Ἀγησίπολις τῶν στρατιωτῶν μέχρι μὲν ποῖ πρὸς τὸ τεῖχος ἤγαγεν ὁ Ἀγησίλαος, μέχρι δὲ ποῖ τὴν χώραν ἐδῄωσεν, ὥσπερ πένταθλος πάντῃ ἐπὶ τὸ πλέον ὑπερβάλλειν ἐπειρᾶτο. [4.7.6] καὶ ἤδη μέν ποτε βαλλόμενος ἀπὸ τῶν τύρσεων τὰς περὶ τὸ τεῖχος τάφρους πάλιν διέβη· ἦν δ᾽ ὅτε οἰχομένων τῶν πλείστων Ἀργείων εἰς τὴν Λακωνικὴν οὕτως ἐγγὺς πυλῶν προσῆλθεν ὥστε οἱ πρὸς ταῖς πύλαις ὄντες τῶν Ἀργείων ἀπέκλεισαν τοὺς τῶν Βοιωτῶν ἱππέας εἰσελθεῖν βουλομένους, δείσαντες τοὺς τῶν Βοιωτῶν ἱππέας εἰσελθεῖν βουλομένους, δείσαντες μὴ συνεισπέσοιεν κατὰ τὰς πύλας οἱ Λακεδαιμόνιοι· ὥστ᾽ ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν ὑπὸ ταῖς ἐπάλξεσι προσαραρέναι. καὶ εἰ μὴ ἔτυχον τότε οἱ Κρῆτες εἰς Ναυπλίαν καταδεδραμηκότες, πολλοὶ ἂν καὶ ἄνδρες καὶ ἵπποι κατετοξεύθησαν. ἐκ δὲ τούτου περὶ τὰς εἰρκτὰς στρατοπεδευομένου αὐτοῦ πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ στρατόπεδον· καὶ οἱ μέν τινες πληγέντες, οἱ δὲ καὶ ἐμβροντηθέντες ἀπέθανον. [4.7.7] ἐκ δὲ τούτου βουλόμενος τειχίσαι φρούριόν τι ἐπὶ ταῖς παρὰ Κηλοῦσαν ἐμβολαῖς, ἐθύετο· καὶ ἐφάνη αὐτῷ τὰ ἱερὰ ἄλοβα. ὡς δὲ τοῦτο ἐγένετο, ἀπήγαγε τὸ στράτευμα καὶ διέλυσε, μάλα πολλὰ βλάψας τοὺς Ἀργείους, ἅτε ἀπροσδοκήτως αὐτοῖς ἐμβαλών.

[4.7.1] Μόλις πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η άνοιξη, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει στους Αχαιούς ο Αγησίλαος κήρυξε επιστράτευση εναντίον των Ακαρνάνων. Όταν τούτοι το ᾽μαθαν, σκέφτηκαν ότι καθώς οι πόλεις τους βρίσκονταν στο εσωτερικό της χώρας, αν ο εχθρός κατέστρεφε το στάρι τους θα ᾽ταν το ίδιο σαν να στρατοπέδευε γύρω στις πόλεις και τις πολιορκούσε. Έστειλαν λοιπόν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα, που έκαναν ειρήνη με τους Αχαιούς και συμμαχία με τους Λακεδαιμονίους. Έτσι τέλειωσε η υπόθεση των Ακαρνάνων.
[4.7.2] Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν ότι θα ᾽ταν επικίνδυνο να εκστρατεύσουν εναντίον των Αθηναίων ή των Βοιωτών αφήνοντας πίσω τους, κοντά στα σύνορά τους, μια τόσο μεγάλη εχθρική πόλη όπως το Άργος· κήρυξαν λοιπόν επιστράτευση εναντίον των Αργείων. Όταν ο Αγησίπολις έμαθε ότι εκείνος θα διοικούσε το εκστρατευτικό σώμα, κι αφού βγήκαν καλά τα σημάδια της θυσίας στα σύνορα, πήγε στην Ολυμπία· εκεί ζήτησε χρησμό, ρωτώντας τον θεό αν θα ᾽ταν ασέβεια ν᾽ αρνηθεί την εκεχειρία που ζητούσαν οι Αργείοι, μια και αυτοί επικαλούνταν τους ιερούς τους μήνες όχι τον καιρό που έπεφταν στ᾽ αλήθεια, αλλά κάθε φορά που ετοιμάζονταν να εισβάλουν οι Λακεδαιμόνιοι. Ο θεός του ᾽δωσε σημάδι ότι δεν αποτελούσε ασέβεια ν᾽ αρνηθεί την εκεχειρία που οι άλλοι ζητούσαν με κακόπιστο πρόσχημα. Αποκεί ο Αγησίπολις πήγε κατευθείαν στους Δελφούς, να ρωτήσει τον Απόλλωνα αν έχει την ίδια γνώμη με τον πατέρα του για την εκεχειρία. Ο Απόλλων απάντησε κατηγορηματικά, με το ίδιο πνεύμα.
[4.7.3] Τότε ο Αγησίπολις παρέλαβε τον στρατό από τον Φλειούντα, όπου συγκεντρωνόταν όσο εκείνος ταξίδευε στα μαντεία, και εισέβαλε στην Αργολίδα από τη Νεμέα. Οι Αργείοι κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να τον σταματήσουν και του ᾽στειλαν, σύμφωνα με το έθιμό τους, δύο κήρυκες στεφανωμένους που επικαλέστηκαν την εκεχειρία. Ο Αγησίπολις ωστόσο τους αποκρίθηκε ότι δεν αναγνωρίζει την εκεχειρία, αφού κατά τη γνώμη των θεών δεν είχαν δικαίωμα να την επικαλεστούν, και εισέβαλε στο έδαφός τους — πράγμα που προκάλεσε μεγάλη ταραχή και φόβο και στον αγροτικό και στον αστικό πληθυσμό.
[4.7.4] Το πρώτο βράδυ που δειπνούσε στο έδαφος του Άργους, την ώρα των σπονδών μετά το δείπνο, ο θεός έκανε σεισμό. Οι σύντροφοι του βασιλιά άρχισαν να τραγουδάνε τον παιάνα για τον Ποσειδώνα, κι όλοι οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι τους ακολούθησαν· ο υπόλοιπος στρατός ωστόσο νόμισε πως έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα, επειδή κι ο Άγις κάποτε είχε εκκενώσει την Ήλιδα ύστερα από σεισμό. Ο Αγησίπολις όμως είπε ότι αν ο σεισμός είχε γίνει πριν από την εισβολή θα παραδεχόταν πως ο θεός ήθελε να τη σταματήσει, αλλά, μια και είχε κιόλας εισβάλει, πίστευε ότι ο θεός τον επιδοκίμαζε. [4.7.5] Την άλλη μέρα λοιπόν έκανε θυσία στον Ποσειδώνα και κίνησε ξανά, προχωρώντας βαθιά στο εσωτερικό της χώρας.
Καθώς δεν είχε περάσει πολύς καιρός από όταν εξεστράτευσε στην Αργολίδα ο Αγησίλαος, ο Αγησίπολις ζητούσε να μάθει από τους στρατιώτες σε ποιά απόσταση από τα τείχη της πόλης είχε φτάσει εκείνος, ώς πού είχε λεηλατήσει τη χώρα — και προσπαθούσε, σαν αγωνιστής του πεντάθλου, να τον ξεπεράσει σ᾽ όλα. [4.7.6] Σε μια περίπτωση μάλιστα, όταν τον χτύπησαν από τους πύργους του τείχους, πέρασε την τάφρο που υπήρχε γύρω από τα τείχη. Και μια φορά που οι περισσότεροι Αργείοι έλειπαν στη Λακωνική, τόσο κοντά στις πύλες πλησίασε, ώστε οι Αργείοι που ήσαν εκεί έκλεισαν έξω τους Βοιωτούς ιππείς που ήθελαν να μπουν, από φόβο μήπως από τις πύλες εισχωρήσουν μαζί τους και οι Λακεδαιμόνιοι· έτσι αναγκάστηκαν οι ιππείς να κολλήσουν σαν τις νυχτερίδες στα τείχη, κάτω από τις επάλξεις — και πολλοί άνδρες κι άλογα θα ᾽χαν σκοτωθεί από βέλη, αν οι Κρητικοί τοξότες δεν τύχαινε να λείπουν εκείνη την ώρα σε μιαν επιδρομή στο Ναύπλιο.
[4.7.7] Μετά απ᾽ αυτά, ενώ ήταν στρατοπεδευμένοι κοντά στην «Κλεισούρα», έπεσε αστροπελέκι στο στρατόπεδο, και σκοτώθηκαν μερικοί ακαριαία κι άλλοι χάθηκαν από τον τρόμο τους. Αργότερα πάλι ο Αγησίπολις θέλησε να οχυρώσει ένα φυλάκιο πάνω από το πέρασμα της Κηλούσας, όταν όμως έκανε θυσία βρέθηκαν τα συκώτια των σφαγίων λειψά. Τότε ο Αγησίπολις έφυγε με τον στρατό και τον απέλυσε, αφού προξένησε μεγάλες ζημιές στους Αργείους με την αναπάντεχη εισβολή του.
[394 π.Χ.]