Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (5.4.1-5.4.18)
[5.4.1] Ἐκ Κερασοῦντος δὲ κατὰ θάλατταν μὲν ἐκομίζοντο οἵπερ καὶ πρόσθεν, οἱ δὲ ἄλλοι κατὰ γῆν ἐπορεύοντο. [5.4.2] ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐπὶ τοῖς Μοσσυνοίκων ὁρίοις, πέμπουσιν εἰς αὐτοὺς Τιμησίθεον τὸν Τραπεζούντιον πρόξενον ὄντα τῶν Μοσσυνοίκων, ἐρωτῶντες πότερον ὡς διὰ φιλίας ἢ διὰ πολεμίας πορεύσονται τῆς χώρας. οἱ δὲ εἶπον ὅτι οὐ διήσοιεν· ἐπίστευον γὰρ τοῖς χωρίοις. [5.4.3] ἐντεῦθεν λέγει ὁ Τιμησίθεος ὅτι πολέμιοί εἰσιν αὐτοῖς οἱ ἐκ τοῦ ἐπέκεινα. καὶ ἐδόκει καλέσαι ἐκείνους, εἰ βούλοιντο ξυμμαχίαν ποιήσασθαι· καὶ πεμφθεὶς ὁ Τιμησίθεος ἧκεν ἄγων τοὺς ἄρχοντας. [5.4.4] ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο, συνῆλθον οἵ τε τῶν Μοσσυνοίκων ἄρχοντες καὶ οἱ στρατηγοὶ τῶν Ἑλλήνων· καὶ ἔλεξε Ξενοφῶν, ἡρμήνευε δὲ Τιμησίθεος· [5.4.5] Ὦ ἄνδρες Μοσσύνοικοι, ἡμεῖς βουλόμεθα διασωθῆναι πρὸς τὴν Ἑλλάδα πεζῇ· πλοῖα γὰρ οὐκ ἔχομεν· κωλύουσι δὲ οὗτοι ἡμᾶς οὓς ἀκούομεν ὑμῖν πολεμίους εἶναι. [5.4.6] εἰ οὖν βούλεσθε, ἔξεστιν ὑμῖν ἡμᾶς λαβεῖν ξυμμάχους καὶ τιμωρήσασθαι εἴ τί ποτε ὑμᾶς οὗτοι ἠδίκησαν, καὶ τὸ λοιπὸν ὑμῶν ὑπηκόους εἶναι τούτους. [5.4.7] εἰ δὲ ἡμᾶς ἀφήσετε, σκέψασθε πόθεν αὖθις ἂν τοσαύτην δύναμιν λάβοιτε ξύμμαχον. [5.4.8] πρὸς ταῦτα ἀπεκρίνατο ὁ ἄρχων τῶν Μοσσυνοίκων ὅτι καὶ βούλοιντο ταῦτα καὶ δέχοιντο τὴν ξυμμαχίαν. [5.4.9] Ἄγετε δή, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, τί ἡμῶν δεήσεσθε χρήσασθαι, ἂν ξύμμαχοι ὑμῶν γενώμεθα, καὶ ὑμεῖς τί οἷοί τε ἔσεσθε ἡμῖν ξυμπρᾶξαι περὶ τῆς διόδου; [5.4.10] οἱ δὲ εἶπον ὅτι ἱκανοί ἐσμεν εἰς τὴν χώραν εἰσβάλλειν ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα τὴν τῶν ὑμῖν τε καὶ ἡμῖν πολεμίων, καὶ δεῦρο ὑμῖν πέμψαι ναῦς τε καὶ ἄνδρας οἵτινες ὑμῖν ξυμμαχοῦνταί τε καὶ τὴν ὁδὸν ἡγήσονται. |
[5.4.1] Από την Κερασούντα μεταφέρονταν με τα πλοία όσοι και πρωτύτερα, ενώ οι άλλοι πορεύονταν από τη στεριά. [5.4.2] Όταν έφτασαν στα σύνορα των Μοσσυνοίκων, τους στέλνουν τον Τιμησίθεο τον Τραπεζούντιο που ήταν πρόξενός τους, και τους ρωτούσαν αν θα έχουν τη χώρα φιλική ή εχθρική στο πέρασμά τους. Εκείνοι αποκρίθηκαν πως δεν θα τους αφήσουν να περάσουν· γιατί είχαν εμπιστοσύνη στις οχυρωμένες θέσεις τους. [5.4.3] Τότε τους λέει ο Τιμησίθεος πως εκείνοι που κατοικούν απέναντι είναι εχθροί με τούτους τους ανθρώπους. Γι᾽ αυτό είχε τη γνώμη να τους καλέσουν και, αν ήθελαν, να κάμουν συμμαχία. Πήγε ο Τιμησίθεος και γύρισε φέρνοντας τους αρχηγούς. [5.4.4] Όταν έφτασαν, συγκεντρώθηκαν και οι αρχηγοί των Μοσσυνοίκων και οι στρατηγοί των Ελλήνων, κι είπε τούτα δω ο Ξενοφώντας που τα μετάφραζε ο Τιμησίθεος. [5.4.5] «Μοσσύνοικοι, εμείς θέλουμε να σωθούμε και να πάμε στην Ελλάδα βαδίζοντας με τα πόδια, γιατί δεν έχουμε πλοία. Μας εμποδίζουν όμως εκείνοι, που μαθαίνουμε πως είναι εχθροί σας. [5.4.6] Αν θέλετε λοιπόν, μπορείτε να μας πάρετε συμμάχους και να τους τιμωρήσετε, αν σας έβλαψαν καμιά φορά, κι από δω και πέρα να τους έχετε υποταχτικούς. [5.4.7] Αν όμως δεν το δεχτείτε, σκεφτείτε από πού θα μπορέσετε να ξανασυμμαχήσετε με μια δύναμη τόσο μεγάλη, σαν τη δική μας». [5.4.8] Απαντώντας ο αρχηγός των Μοσσυνοίκων είπε ότι και τα θέλουν αυτά και δέχονται τη συμμαχία. [5.4.9] «Τώρα λοιπόν, είπε ο Ξενοφώντας, πέστε μου πού θα χρειαστεί να μας χρησιμοποιήσετε, αν γίνουμε σύμμαχοί σας, και εσείς πάλι ποιά βοήθεια μπορείτε να μας δώσετε για να περάσουμε μέσα από τη χώρα». [5.4.10] Εκείνοι απάντησαν: «Είμαστε ικανοί να μπούμε στη χώρα των δικών σας και των δικών μας εχθρών από το αντίθετο μέρος, και να σας στείλουμε εδώ πλοία και ανθρώπους, που και σύμμαχοί σας θα είναι και θα σας δείξουν το δρόμο». |