Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ρητορική (1385b-1386b)
[VIII] Καὶ περὶ μὲν τοῦ χαρίζεσθαι καὶ ἀχαριστεῖν εἴρηται· ποῖα δ᾽ ἐλεεινὰ καὶ τίνας ἐλεοῦσι, καὶ πῶς αὐτοὶ ἔχοντες, λέγωμεν. ἔστω δὴ ἔλεος λύπη τις ἐπὶ φαινομένῳ κακῷ φθαρτικῷ ἢ λυπηρῷ τοῦ ἀναξίου τυγχάνειν, ὃ κἂν αὐτὸς προσδοκήσειεν ἂν παθεῖν ἢ τῶν αὑτοῦ τινα, καὶ τοῦτο ὅταν πλησίον φαίνηται· δῆλον γὰρ ὅτι ἀνάγκη τὸν μέλλοντα ἐλεήσειν ὑπάρχειν τοιοῦτον οἷον οἴεσθαι παθεῖν ἄν τι κακὸν ἢ αὐτὸν ἢ τῶν αὑτοῦ τινα, καὶ τοιοῦτο κακὸν οἷον εἴρηται ἐν τῷ ὅρῳ ἢ ὅμοιον ἢ παραπλήσιον· διὸ οὔτε οἱ παντελῶς ἀπολωλότες ἐλεοῦσιν (οὐδὲν γὰρ ἂν ἔτι παθεῖν οἴονται· πεπόνθασι γάρ), οὔτε οἱ ὑπερευδαιμονεῖν οἰόμενοι, ἀλλ᾽ ὑβρίζουσιν· εἰ γὰρ ἅπαντα οἴονται ὑπάρχειν τἀγαθά, δῆλον ὅτι καὶ τὸ μὴ ἐνδέχεσθαι παθεῖν μηδὲν κακόν· καὶ γὰρ τοῦτο τῶν ἀγαθῶν. εἰσὶ δὲ τοιοῦτοι οἷοι νομίζειν παθεῖν ἄν, οἵ τε πεπονθότες ἤδη καὶ διαπεφευγότες, καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ διὰ τὸ φρονεῖν καὶ δι᾽ ἐμπειρίαν, καὶ οἱ ἀσθενεῖς, καὶ οἱ δειλότεροι μᾶλλον, καὶ οἱ πεπαιδευμένοι· εὐλόγιστοι γάρ. καὶ οἷς ὑπάρχουσι γονεῖς ἢ τέκνα ἢ γυναῖκες· αὐτοῦ τε γὰρ ταῦτα, καὶ οἷα παθεῖν τὰ εἰρημένα. καὶ οἱ μήτε ἐν ἀνδρείας πάθει ὄντες, οἷον ἐν ὀργῇ ἢ θάρρει (ἀλόγιστα γὰρ τοῦ ἐσομένου ταῦτα), μήτε ἐν ὑβριστικῇ διαθέσει (καὶ γὰρ οὗτοι ἀλόγιστοι τοῦ πείσεσθαί τι), ἀλλ᾽ οἱ μεταξὺ τούτων, μήτ᾽ αὖ φοβούμενοι σφόδρα· οὐ γὰρ ἐλεοῦσιν οἱ ἐκπεπληγμένοι, διὰ τὸ εἶναι πρὸς τῷ οἰκείῳ πάθει. κἂν οἴωνταί τινας εἶναι τῶν ἐπιεικῶν· ὁ γὰρ μηδένα οἰόμενος [1386a] πάντας οἰήσεται ἀξίους εἶναι κακοῦ. καὶ ὅλως δὴ ὅταν ἔχῃ οὕτως ὥστ᾽ ἀναμνησθῆναι τοιαῦτα συμβεβηκότα ἢ αὑτῷ ἢ τῶν αὑτοῦ, ἢ ἐλπίσαι γενέσθαι αὑτῷ ἢ τῶν αὑτοῦ. |
[8] Είπαμε ό, τι είχαμε να πούμε για την καλοσυνάτη και φιλική διάθεση: για την παρουσία της και για την έλλειψή της. Ας μιλήσουμε τώρα για το τί λογής πράγματα προκαλούν τον οίκτο, σε ποιούς δείχνουν οι άνθρωποι οίκτο και σε ποιά γενικότερη κατάσταση βρίσκονται τότε οι ίδιοι. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι ο οίκτος είναι η λύπη για κάποιο φανερό κακό οδυνηρά καταστρεπτικό για ένα πρόσωπο που δεν αξίζει να το υποστεί, ένα κακό που ο καθένας θα μπορούσε να περιμένει ότι θα προσβάλει τον ίδιο ή κάποιον δικό του άνθρωπο, και μάλιστα όταν το κακό αυτό μοιάζει κοντινό. Είναι, πράγματι, φανερό ότι ο άνθρωπος που πρόκειται να νιώσει οίκτο πρέπει αναγκαστικά να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να πιστεύει ότι είναι δυνατό να πάθει κάποιο κακό —ο ίδιος ή κάποιος δικός του—, κακό σαν αυτό που είπαμε στον ορισμό μας, όμοιο ή παραπλήσιο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν αισθάνονται οίκτο ούτε οι ολότελα καταστραμμένοι άνθρωποι (γιατί πιστεύουν ότι δεν μένει πια τίποτε άλλο για να πάθουν, αφού τα έχουν πάθει όλα) ούτε αυτοί που πιστεύουν ότι έφτασαν στην ύψιστη ευτυχία· οι άνθρωποι αυτοί δείχνουν, ίσα ίσα, μια αυθάδη και αλαζονική αυτοπεποίθηση· γιατί αν πιστεύουν ότι έχουν όλα τα αγαθά, είναι φανερό ότι πιστεύουν επίσης πως δεν είναι δυνατό να πάθουν οποιοδήποτε κακό — δεν είναι και αυτό ένα από τα αγαθά; Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να πάθουν κάποιο κακό είναι α) αυτοί που έπαθαν ήδη κάποιο κακό και γλίτωσαν, β) οι ηλικιωμένοι άνθρωποι (επειδή διαθέτουν φρόνηση και πείρα), γ) οι άρρωστοι, δ) οι περισσότερο από το συνηθισμένο δειλοί, ε) οι μορφωμένοι άνθρωποι (γιατί αυτοί ξέρουν να μετρούν σωστότερα τα πράγματα). Επίσης αυτοί που έχουν γονείς ή παιδιά ή γυναίκες· γιατί αυτά είναι πρόσωπα που τους ανήκουν και μπορούν και αυτά να πάθουν τα κακά που μνημονεύσαμε. Επίσης αυτοί που δεν βρίσκονται σε καταστάσεις σαν αυτές που γεννάει το πάθος της ανδρείας, π.χ. σε κατάσταση οργής ή θάρρους (επειδή οι καταστάσεις αυτές δεν μετρούν καθόλου το μέλλον), αλλά ούτε και σε κατάσταση σαν αυτήν που γεννάει η αυθάδης και αλαζονική αυτοπεποίθηση (γιατί και αυτοί οι άνθρωποι δεν λογαριάζουν καθόλου ότι μπορεί να πάθουν κάτι), αλλά αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα στις δύο αυτές καταστάσεις· όπως επίσης αυτοί που δεν κατέχονται από υπερβολικό φόβο: οι τρομοκρατημένοι άνθρωποι δεν αισθάνονται οίκτο, γιατί δεν τους απασχολεί τίποτε άλλο πέρα από το δικό τους πάθος. Οι άνθρωποι αισθάνονται επίσης οίκτο αν πιστεύουν ότι υπάρχουν και κάποια άτομα που ανήκουν στην κατηγορία των καλών ανθρώπων· γιατί ένας που θεωρεί ότι δεν υπάρχει καλός άνθρωπος [1386a] θα θεωρήσει στο τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι είναι άξιοι των συμφορών τους. Γενικά ένας άνθρωπος αισθάνεται οίκτο, όταν βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να θυμάται ότι τέτοιου και τέτοιου είδους πράγματα συνέβησαν στον ίδιο ή σε κάποιον δικό του άνθρωπο, ή να περιμένει ότι θα συμβούν στον ίδιο ή σε κάποιον δικό του άνθρωπο. |