[5.2.28] Την άλλη μέρα έφευγαν οι Έλληνες, κουβαλώντας τα τρόφιμα. Τους φόβιζε όμως το κατέβασμα προς την Τραπεζούντα, επειδή ο δρόμος ήταν κατηφορικός και στενός, και γι᾽ αυτό έστησαν απατηλή ενέδρα. [5.2.29] Ένας άντρας δηλαδή από τη Μυσία, που και το όνομά του ήταν Μυσός, πήρε μαζί του δέκα Κρητικούς, εγκαταστάθηκε σ᾽ ένα δασωμένο μέρος κι έκανε πως τάχα προσπαθούσε να μείνει απαρατήρητος από τους εχθρούς. Μα κάπου κάπου άφηναν τις χάλκινες ασπίδες τους να ξεχωρίζουν μέσα από τα δέντρα. [5.2.30] Οι εχθροί λοιπόν έβλεπαν αυτές τις κινήσεις και φοβόνταν ότι τους έστησαν καρτέρι, ενώ ο στρατός στο μεταξύ κατέβαινε. Κι όταν νόμισαν πως αρκετά είχαν προχωρήσει βαδίζοντας σιγά, έδωσαν σημείο στο Μυσό να φύγει όσο μπορούσε γρηγορότερα. Κι εκείνος σηκώνεται και φεύγει με τους στρατιώτες που είχε μαζί του. [5.2.31] Οι Κρητικοί όμως νόμισαν πως θα πιαστούν στο δρόμο, και γι᾽ αυτό ξεστράτισαν προς το δάσος και κατρακυλώντας στις δασωμένες πλαγιές σώθηκαν, ενώ ο Μυσός, που έφευγε τρέχοντας στο δρόμο, με δυνατές φωνές ζητούσε βοήθεια. [5.2.32] Έτρεξαν να τον βοηθήσουν, και τον πήραν πληγωμένο. Αυτούς που πήγαν για βοήθειά του τους χτυπούσαν από πάνω οι εχθροί, κι εκείνοι υποχωρούσαν βαδίζοντας προς τα πίσω. Μερικοί Κρητικοί μάλιστα, την ώρα που υποχωρούσαν, απαντούσαν στα εχθρικά χτυπήματα ρίχνοντας βέλη. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο έφτασαν όλοι στο στρατόπεδο, χωρίς να πάθουν κανένα κακό. [5.3.1] Επειδή όμως ούτε ο Χειρίσοφος γύρισε, ούτε πλοία υπήρχαν αρκετά, ούτε τα τρόφιμα μπορούσαν πια να προμηθεύονται, γι᾽ αυτό νόμισαν πως έπρεπε να αναχωρήσουν. Έβαλαν τότε μέσα στα πλοία τους άρρωστους κι εκείνους που ήταν πάνω από σαράντα χρονών, και τα παιδιά και τις γυναίκες, και όσες αποσκευές δεν ήταν ανάγκη να τις κουβαλούν μαζί τους. Έβαλαν ακόμα μέσα και τους πιο ηλικιωμένους στρατηγούς, δηλαδή το Φιλήσιο και το Σοφαίνετο, με την εντολή να φροντίζουν γι᾽ αυτούς. Όλοι οι άλλοι προχωρούσαν με τα πόδια· κι ο δρόμος ήταν φτιαγμένος, ώστε να μπορούν να τον περνούν. [5.3.2] Ύστερ᾽ από πορεία τριών ημερών φτάνουν στην Κερασούντα, μια παραθαλάσσια πόλη ελληνική, που ήταν αποικία των Σινωπέων στη χώρα των Κόλχων. [5.3.3] Εδώ έμειναν δέκα μέρες. Σ᾽ αυτό το διάστημα επιθεωρήθηκαν οι στρατιώτες με τα όπλα τους και μετρήθηκαν και βρέθηκαν οχτώ χιλιάδες εξακόσιοι. Αυτοί είχαν σωθεί, ενώ οι άλλοι χάθηκαν από τους εχθρούς κι από το χιόνι και κάτι λίγοι από αρρώστιες. [5.3.4] Σ᾽ αυτό το μέρος μοιράζουν και τα χρήματα που πήραν πουλώντας τους αιχμάλωτους. Το ένα δέκατο από αυτά το ξεχώρισαν για τον Απόλλωνα και την Εφέσια Αρτέμιδα, το μοιράστηκαν δηλαδή οι στρατηγοί αναμεταξύ τους και φύλαξε ο καθένας το ποσό που πήρε για λογαριασμό των θεών. Εκείνο που θα έπαιρνε ο Χειρίσοφος, το έδωσαν στο Νέωνα τον Ασιναίο. [5.3.5] Ο Ξενοφώντας αργότερα το ποσό, που ήταν προορισμένο για τον Απόλλωνα, το έκαμε τάμα και το αφιέρωσε στο θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς κι έγραψε πάνω το όνομα το δικό του και του Πρόξενου, που σκοτώθηκε μαζί με τον Κλέαρχο, γιατί ήταν φίλος του από φιλοξενία. [5.3.6] Το ποσό πάλι που ήταν προορισμένο για την Αρτέμιδα την Εφέσια, τότε που έφευγε ο Ξενοφώντας με τον Αγησίλαο από την Ασία για τη Βοιωτία, το άφησε στον επιστάτη του ναού της Αρτέμιδας, το Μεγάβυζο, γιατί νόμιζε πως αυτή του η πορεία θα ήταν επικίνδυνη, και του παράγγειλε, αν σωθεί, να τους το γυρίσει πίσω· αν όμως πάθει κακό, να το κάμει ένα αφιέρωμα που, κατά τη γνώμη του, θα ήταν ευχάριστο στη θεά Αρτέμιδα και να της το αφιερώσει. [5.3.7] Όταν ο Ξενοφώντας ήταν εξόριστος κι έμενε στο Σκιλλούντα (κοντά στην Ολυμπία), όπου τον είχαν εγκαταστήσει οι Λακεδαιμόνιοι, έρχεται στην Ολυμπία ο Μεγάβυζος για να παρακολουθήσει τους αγώνες και του δίνει πίσω τα χρήματα που του φύλαγε. Ο Ξενοφώντας τα πήρε κι αγοράζει μ᾽ αυτά ένα χτήμα για την Αρτέμιδα, σε μέρος που τον συμβούλεψε με χρησμό του ο Απόλλωνας. [5.3.8] Ανάμεσα σ᾽ αυτό το χτήμα έτυχε να περνάει ένας ποταμός που τον έλεγαν Σελινούντα. Μα και στην Έφεσο, πλάι στο ναό της Αρτέμιδας, τρέχει ένα ποτάμι με το ίδιο όνομα. Μέσα στα νερά και των δύο ποταμών υπάρχουν ψάρια και κοχύλια, ενώ στο χτήμα που ήταν στο Σκιλλούντα υπάρχει κυνήγι απ᾽ όλα τα ζώα που πιάνουν οι κυνηγοί. [5.3.9] Έκαμε ακόμα και βωμό και ναό μ᾽ αυτά τα ιερά χρήματα, κι από τότε κι ύστερα κρατούσε το ένα δέκατο από τους καρπούς της κάθε εποχής και το πρόσφερε θυσία στη θεά. Σ᾽ αυτήν τη γιορτή πήγαιναν όσοι κατοικούσαν στο Σκιλλούντα κι εκείνοι που κατάγονταν από κοντινά χωριά, άντρες και γυναίκες. Και η θεά έδινε σε όσους μαζεύονταν κριθαρένιο αλεύρι, ψωμιά, κρασί, ξηρούς καρπούς, ένα μέρος από τα κρέατα των θυσιών, που ανήκαν σε ζώα παρμένα από ιερά βοσκήματα, καθώς κι ένα μέρος από το κυνήγι. [5.3.10] Γιατί κυνηγούσαν για τη γιορτή και του Ξενοφώντα και των άλλων πολιτών οι γιοι, και μαζί μ᾽ αυτούς όσοι άντρες ήθελαν. Και πιάνονταν άλλα ζώα μέσα σ᾽ αυτό το ιερό χτήμα κι άλλα πάνω στο βουνό Φολόη, προπάντων αγριογούρουνα, ζαρκάδια κι ελάφια. [5.3.11] Η τοποθεσία τούτη είναι σε κείνο το σημείο, που ο δρόμος οδηγεί από τη Σπάρτη στην Ολυμπία, και απέχει είκοσι πάνω κάτω στάδια από το ναό του Δία που βρίσκεται σ᾽ αυτήν τη χώρα. Μέσα στην ιερή τοποθεσία υπάρχουν κι ένα λιβάδι και βουνά γεμάτα από δέντρα, κατάλληλα να τρέφουν χοίρους και γίδια και βόδια και άλογα. Έτσι υπάρχει άφθονη τροφή και για τα ζώα που έχουν οι πανηγυριώτες. [5.3.12] Γύρω στο ναό της Αρτέμιδας φυτεύτηκε ένα δάσος με ήμερα δέντρα, όσα δίνουν πολλούς καρπούς στην εποχή τους. Ο ναός αυτός μοιάζει με το μεγάλο που είναι στην Έφεσο, είναι μονάχα μικρότερος· επίσης και το άγαλμα της θεάς μοιάζει με το χρυσό που βρίσκεται στην Έφεσο, μονάχα που τούτο είναι από ξύλο κυπαρισσιού. [5.3.13] Κοντά στο ναό είναι στημένη μια πλάκα με την παρακάτω επιγραφή: «Τούτη η έκταση είναι αφιερωμένη στην Αρτέμιδα. Εκείνος που την έχει και παίρνει τους καρπούς, πρέπει κάθε χρόνο να προσφέρει το ένα δέκατο σαν θυσία στη θεά. Από τα υπόλοιπα πρέπει να ξοδεύει για την επισκευή του ναού. Αν βρεθεί κανένας που δεν θα τα κάνει, η θεά θα φροντίσει για την τιμωρία του». |