Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (9.101-9.125)


ἐν {τ᾽} Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου [στρ. ε]
Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν
ἐπιχωρίοις. ἐμὲ δ᾽ οὖν τις ἀοιδᾶν
δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι
105 καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων·
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν
Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον
106a μναστῆρες ἀγακλέα κούραν
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον
σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξεί-
νων. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος

ἔπλετο· χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας [αντ. ε]
110 καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι
ἔθελον. πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων
κλεινότερον γάμον, ἄκουσεν Δαναόν ποτ᾽ ἐν Ἄργει
οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκ-
τὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν
ὠκύτατον γάμον· ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορόν
114a ἐν τέρμασιν αὐτίκ᾽ ἀγῶνος·
115 σὺν δ᾽ ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν,
ἅντινα σχήσοι τις ἡρώ-
ων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον.

οὕτω δ᾽ ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ [επωδ. ε]
νυμφίον ἄνδρα· ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν
στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον,
εἶπε δ᾽ ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορών
120 ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις.
ἔνθ᾽ Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον,
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλών
ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δι᾽ ὅμιλον.
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον
φύλλ᾽ ἔπι καὶ στεφάνους·
125 πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν.


και στης Ολυμπίας τ᾽ αγωνίσματα και της βαθύκολπης [στρ. ε]
της Γης, καθώς και σ᾽ όλους τους ντόπιους τους αγώνες.
Όσο για μένα που των τραγουδιών τη δίψα πάω να σβήσω,
κάποιος ζητά το χρέος να ξεπληρώσω
105και πάλι τη δόξα των προγόνων του να αναστήσω την παλιά.
Για μια γυναίκα Λίβυσσα στα Ίρασα την πόλη πήγαν
106αμνηστήρες για την ξακουστή και την ομορφοπλέξουδη
κόρη του Ανταίου, που πάρα πολλοί και διαλεχτοί συντοπίτες
και πολλοί ξένοι σε γάμο τη ζητούσαν,
γιατί είχε θωριά πανέμορφη,

και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της [αντ. ε]
110της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.
Αλλά ο πατέρας, που λογάριαζε περίλαμπρο έναν γάμο
η θυγατέρα του να κάνει,
έμαθε τί τρόπο βρήκε κάποτε ο Δαναός στο Άργος
γοργά γοργά σαρανταοχτώ παρθένες να παντρέψει,
προτού το μεσημέρι να τους εύρει.
114αΈστησε τον χορό των κοριτσιών ολόκληρο στο τέρμα του σταδίου
115και όρισε η διάκριση στο τρέξιμο απόφαση να βγάλει
ποιάν απ᾽ αυτές θα πάρει καθένας από τους ήρωες
που ήρθαν για γαμπροί του.

Έτσι πάντρευε και άντρα στην κόρη του έδινε ο Λίβυς: [επωδ. ε]
Τη στόλισε και την έβαλε στην άκρη της γραμμής,
ύψιστο για να ᾽ναι έπαθλο,
και στάθηκε στη μέση και τους είπε
120πως όποιος τρέχοντας με ορμή πρώτος τον πέπλο πιάσει
αυτός γυναίκα θα την πάρει.
Και τότε ο Αλεξίδαμος πετώντας τον δρόμο έτρεξε
και πιάνει με το χέρι του το χέρι της ακριβής παρθένας
κι ανάμεσα απ᾽ το πλήθος την επέρασε
των καβαλάρηδων Νομάδων.
Κι αυτοί πολλά του ρίχνανε στεφάνια και κλαδιά.
125Αλλά και πριν, πολλές φορές οι νίκες στεφάνια τού χαρίσαν.


ως καθώς και στα Ολύμπια [στρ. ε]
και στης βαθύκολπης Γης τους αγώνες
και σ᾽ όλους τους άλλους τους ντόπιους σας!
Μα εμέ, που θέλω τη δίψα μου
των τραγουδιών να χορτάσω,
μου ζητά κάποιος το χρέος να υψώσω
105των αρχαίων σου τη δόξα προγόνων:
πώς για μια λίβυσσα πήγαν γυναίκα στα Ίρασα
της καλλιπλόκαμης κόρης του Ανταίου μνηστήρες,
που την ζητούσαν οι αμέτρητοι οι άρχοντες
κι απ᾽ τη γενιά της πολλοί κι από ξένους,
γιατ᾽ ήτανε θαύμα να δεις ομορφιάς,

κι όλοι ᾽χαν λαχτάρα να κόψουν [αντ. ε]
110τον καρπό τον ολάνθιστο
της χρυσοστέφανης νιότης.
Μα ο πατέρας της θέλοντας το λαμπρότερο γάμο
να ετοιμάσει της κόρης του,
έμαθ᾽ εκείνο, που στο Άργος σοφίστηκε
ο Δαναός τον παλιό τον καιρό,
για να παντρέψει πιο γρήγορα,
πριν να ᾽ρθεί μεσημέρι,
τις σαράντα κι οχτώ θυγατέρες του·
κι έστησε κείνος μεμιάς το κοπάδι των όλο
στο τέρμα του στίβου και κήρυξε
115πως των ποδιών των η νίκη θα κρίνει
ποιά θα πάρει γυναίκα ο καθένας
από τους ήρωες, που ήρθαν γαμπροί του.

Έτσι κι ο Λίβυας έταξε νύφη ν᾽ αρμόσει [επωδ. ε]
τη θυγατέρα του μ᾽ άντρα κι αφού, ομορφοστόλιστη,
στη γραμμή, να ᾽ναι τέλος του δρόμου, την έστησε,
είπε σ᾽ όλους στη μέση:
πώς την παίρνει γυναίκα όποιος φτάνοντας πρώτος
120της αγγίξει το πέπλο.
Όπου ο Αλεξίδημος σαν αστραπή
αφού έβγαλε πέρα το δρόμο,
παίρνοντας την ακριβή την παρθέν᾽ από το χέρι
με το χέρι του, οδήγησε μες απ᾽ το πλήθος
των Νομάδων, που ζουν πάνω στ᾽ άλογα,
ενώ του ᾽ριχταν κείνοι και φύλλα πολλά και στεφάνια
μα και πριν του είχε βάλει
125πολλά η Νίκη φτερά στο κεφάλι.