ως καθώς και στα Ολύμπια [στρ. ε]
και στης βαθύκολπης Γης τους αγώνες
και σ᾽ όλους τους άλλους τους ντόπιους σας!
Μα εμέ, που θέλω τη δίψα μου
των τραγουδιών να χορτάσω,
μου ζητά κάποιος το χρέος να υψώσω
105των αρχαίων σου τη δόξα προγόνων:
πώς για μια λίβυσσα πήγαν γυναίκα στα Ίρασα
της καλλιπλόκαμης κόρης του Ανταίου μνηστήρες,
που την ζητούσαν οι αμέτρητοι οι άρχοντες
κι απ᾽ τη γενιά της πολλοί κι από ξένους,
γιατ᾽ ήτανε θαύμα να δεις ομορφιάς,
κι όλοι ᾽χαν λαχτάρα να κόψουν [αντ. ε]
110τον καρπό τον ολάνθιστο
της χρυσοστέφανης νιότης.
Μα ο πατέρας της θέλοντας το λαμπρότερο γάμο
να ετοιμάσει της κόρης του,
έμαθ᾽ εκείνο, που στο Άργος σοφίστηκε
ο Δαναός τον παλιό τον καιρό,
για να παντρέψει πιο γρήγορα,
πριν να ᾽ρθεί μεσημέρι,
τις σαράντα κι οχτώ θυγατέρες του·
κι έστησε κείνος μεμιάς το κοπάδι των όλο
στο τέρμα του στίβου και κήρυξε
115πως των ποδιών των η νίκη θα κρίνει
ποιά θα πάρει γυναίκα ο καθένας
από τους ήρωες, που ήρθαν γαμπροί του.
Έτσι κι ο Λίβυας έταξε νύφη ν᾽ αρμόσει [επωδ. ε]
τη θυγατέρα του μ᾽ άντρα κι αφού, ομορφοστόλιστη,
στη γραμμή, να ᾽ναι τέλος του δρόμου, την έστησε,
είπε σ᾽ όλους στη μέση:
πώς την παίρνει γυναίκα όποιος φτάνοντας πρώτος
120της αγγίξει το πέπλο.
Όπου ο Αλεξίδημος σαν αστραπή
αφού έβγαλε πέρα το δρόμο,
παίρνοντας την ακριβή την παρθέν᾽ από το χέρι
με το χέρι του, οδήγησε μες απ᾽ το πλήθος
των Νομάδων, που ζουν πάνω στ᾽ άλογα,
ενώ του ᾽ριχταν κείνοι και φύλλα πολλά και στεφάνια
μα και πριν του είχε βάλει
125πολλά η Νίκη φτερά στο κεφάλι.
|