Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (5.2.8-5.2.27)
[5.2.8] Ἀκούσας ταῦτα ὁ Ξενοφῶν προσαγαγὼν πρὸς τὴν χαράδραν τοὺς μὲν ὁπλίτας θέσθαι ἐκέλευσε τὰ ὅπλα, αὐτὸς δὲ διαβὰς σὺν τοῖς λοχαγοῖς ἐσκοπεῖτο πότερον εἴη κρεῖττον ἀπαγαγεῖν καὶ τοὺς διαβεβηκότας ἢ καὶ τοὺς ὁπλίτας διαβιβάζειν, ὡς ἁλόντος ἂν τοῦ χωρίου. [5.2.9] ἐδόκει γὰρ τὸ μὲν ἀπαγαγεῖν οὐκ εἶναι ἄνευ πολλῶν νεκρῶν, ἑλεῖν δ᾽ ἂν ᾤοντο καὶ οἱ λοχαγοὶ τὸ χωρίον, καὶ ὁ Ξενοφῶν ξυνεχώρησε τοῖς ἱεροῖς πιστεύσας· οἱ γὰρ μάντεις ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι μάχη μὲν ἔσται, τὸ δὲ τέλος καλὸν τῆς ἐξόδου. [5.2.10] καὶ τοὺς μὲν λοχαγοὺς ἔπεμπε διαβιβάσοντας τοὺς ὁπλίτας, αὐτὸς δ᾽ ἔμενεν ἀναχωρίσας ἅπαντας τοὺς πελταστάς, καὶ οὐδένα εἴα ἀκροβολίζεσθαι. [5.2.11] ἐπεὶ δ᾽ ἧκον οἱ ὁπλῖται, ἐκέλευσε τὸν λόχον ἕκαστον ποιῆσαι τῶν λοχαγῶν ὡς ἂν κράτιστα οἴηται ἀγωνιεῖσθαι· ἦσαν γὰρ οἱ λοχαγοὶ πλησίον ἀλλήλων οἳ πάντα τὸν χρόνον ἀλλήλοις περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο. [5.2.12] καὶ οἱ μὲν ταῦτ᾽ ἐποίουν· ὁ δὲ τοῖς πελτασταῖς πᾶσι παρήγγειλε διηγκυλωμένους ἰέναι, ὡς, ὁπόταν σημήνῃ, ἀκοντίζειν, καὶ τοὺς τοξότας ἐπιβεβλῆσθαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς, ὡς, ὁπόταν σημήνῃ, τοξεύειν δεῆσον, καὶ τοὺς γυμνῆτας λίθων ἔχειν μεστὰς τὰς διφθέρας· καὶ τοὺς ἐπιτηδείους ἔπεμψε τούτων ἐπιμεληθῆναι. [5.2.13] ἐπεὶ δὲ πάντα παρεσκεύαστο καὶ οἱ λοχαγοὶ καὶ οἱ ὑπολόχαγοι καὶ οἱ ἀξιοῦντες τούτων μὴ χείρους εἶναι πάντες παρατεταγμένοι ἦσαν, καὶ ἀλλήλους μὲν δὴ ξυνεώρων (μηνοειδὴς γὰρ διὰ τὸ χωρίον ἡ τάξις ἦν)· [5.2.14] ἐπεὶ δ᾽ ἐπαιάνισαν καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο, ἅμα τε τῷ Ἐνυαλίῳ ἠλέλιξαν καὶ ἔθεον δρόμῳ οἱ ὁπλῖται, καὶ τὰ βέλη ὁμοῦ ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι, πλεῖστοι δ᾽ ἐκ τῶν χειρῶν λίθοι, ἦσαν δὲ οἳ καὶ πῦρ προσέφερον. [5.2.15] ὑπὸ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βελῶν ἔλιπον οἱ πολέμιοι τά τε σταυρώματα καὶ τὰς τύρσεις· ὥστε Ἀγασίας Στυμφάλιος καὶ Φιλόξενος Πελληνεὺς καταθέμενοι τὰ ὅπλα ἐν χιτῶνι μόνον ἀνέβησαν, καὶ ἄλλος ἄλλον εἷλκε, καὶ ἄλλος ἀνεβεβήκει, καὶ ἡλώκει τὸ χωρίον, ὡς ἐδόκει. |
[5.2.8] Όταν τ᾽ άκουσε ο Ξενοφώντας, πλησίασε στη χαράδρα κι έδωσε διαταγή ν᾽ αποθέσουν τα όπλα οι οπλίτες. Ύστερα πέρασε ο ίδιος απέναντι μαζί με τους λοχαγούς, και παρατηρούσε να δει ποιό ήταν προτιμότερο, να πάρει κι εκείνους που βρίσκονταν εκεί και να φύγει ή να διατάξει και τους δικούς του να περάσουν, με την ιδέα πως η τοποθεσία μπορούσε να κυριευθεί. [5.2.9] Από τη μια νόμιζε πως το να πάρει τους εδώ και να γυρίσει πίσω δεν θα γινόταν χωρίς να σκοτωθούν πολλοί, από την άλλη και οι λοχαγοί είχαν τη γνώμη πως το μέρος ήταν δυνατό να το καταλάβουν, και ο Ξενοφώντας συμφωνούσε μαζί τους, έχοντας εμπιστοσύνη στις θυσίες. Γιατί οι μάντεις είχαν προφητέψει πως θα γίνει μάχη, μα η επιχείρηση αυτή θα έχει καλό τέλος. [5.2.10] Έστειλε λοιπόν τους λοχαγούς να πάνε να μεταφέρουν τους οπλίτες στην απέναντι μεριά, ενώ ο ίδιος έμεινε σ᾽ αυτήν τη θέση και φώναξε να έρθουν κοντά του όλοι οι πελταστές, απαγορεύοντάς τους να χτυπούν από μακριά τους εχθρούς. [5.2.11] Όταν ήρθαν οι οπλίτες, πρόσταξε να παρατάξει ο κάθε λοχαγός το λόχο του με όποιον τρόπο νόμιζε πως θα πολεμήσει καλύτερα. Γιατί τώρα ήταν συγκεντρωμένοι οι λοχαγοί, που τόσον καιρό παράβγαιναν αναμεταξύ τους στην αντρειοσύνη. [5.2.12] Την ώρα που εκείνοι εκτελούσαν τις διαταγές του, αυτός πρόσταξε όλους τους πελταστές να προχωρούν έχοντας τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων, για ν᾽ αρχίσουν να χτυπάνε μ᾽ αυτά, τη στιγμή που η σάλπιγγα θα ηχήσει. Έδωσε διαταγή και στους τοξότες να έχουν τα βέλη απάνω στις χορδές για ν᾽ αρχίσουν να ρίχνουν, αν χρειαστεί, μόλις δώσει το σύνθημα ο σαλπιχτής, και στους γυμνήτες να γεμίσουν τις σακούλες τους με πέτρες. Ύστερα έστειλε τους άντρες, που ήταν κατάλληλοι για να φροντίσουν να γίνουν αυτά. [5.2.13] Όταν όλα είχαν ετοιμαστεί κι είχαν παραταχθεί οι λοχαγοί, οι υπολοχαγοί και όσοι φιλοδοξούσαν να μην είναι κατώτεροι από αυτούς, είχαν στραμμένα τα μάτια ο ένας προς τον άλλο. Γιατί την παράταξη την είχαν κάμει σε σχήμα δρεπανιού, αφού τέτοια ήταν η διαμόρφωση του τόπου. [5.2.14] Τότε έψαλαν τον παιάνα, ήχησε η σάλπιγγα, αλάλαξαν για να τιμήσουν τον Ενυάλιο, κι άρχισαν να τρέχουν γρήγορα οι οπλίτες. Απανωτά έπεφταν τα χτυπήματα με λόγχες, με βέλη, με σφεντόνες. Έριχναν και πάρα πολλές πέτρες με τα χέρια, μερικοί μάλιστα πετούσαν ακόμα και αναμμένα αντικείμενα. [5.2.15] Τέλος, από τα πολλά χτυπήματα, οι εχθροί αναγκάστηκαν ν᾽ αφήσουν τα χαρακώματα και τους πύργους. Έτσι ο Αγασίας ο Στυμφάλιος και ο Φιλόξενος, που ήταν από την Πελλήνη, απόθεσαν τα όπλα κι ανέβηκαν επάνω φορώντας μονάχα το χιτώνα. Τότε τραβούσε ο ένας τον άλλο, και μ᾽ αυτόν τον τρόπο ανέβηκαν πολλοί, και φαινόταν πια πως αυτό το οχυρό είχε κυριευτεί. |