Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.5.1-4.5.8)

[4.5.1] Ἐκ δὲ τούτου Λακεδαιμόνιοι ἀκούοντες τῶν φευγόντων ὅτι ‹οἱ› ἐν τῇ πόλει πάντα μὲν τὰ βοσκήματα ἔχοιεν καὶ σῴζοιντο ἐν τῷ Πειραίῳ, πολλοὶ δὲ τρέφοιντο αὐτόθεν, στρατεύουσι πάλιν εἰς τὴν Κόρινθον, Ἀγησιλάου καὶ τότε ἡγουμένου. καὶ πρῶτον μὲν ἦλθεν εἰς Ἰσθμόν· καὶ γὰρ ἦν ὁ μὴν ἐν ᾧ Ἴσθμια γίγνεται, καὶ οἱ Ἀργεῖοι αὐτοῦ ἐτύγχανον τότε ποιοῦντες τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι, ὡς Ἄργους τῆς Κορίνθου ὄντος. ὡς δ᾽ ᾔσθοντο προσιόντα τὸν Ἀγησίλαον, καταλιπόντες καὶ τὰ τεθυμένα καὶ τὰ ἀριστοποιούμενα μάλα σὺν πολλῷ φόβῳ ἀπεχώρουν εἰς τὸ ἄστυ κατὰ τὴν ἐπὶ Κεγχρείας ὁδόν. [4.5.2] ὁ μέντοι Ἀγησίλαος ἐκείνους μὲν καίπερ ὁρῶν οὐκ ἐδίωκε, κατασκηνήσας δὲ ἐν τῷ ἱερῷ αὐτός τε τῷ θεῷ ἔθυε καὶ περιέμενεν, ἕως οἱ φυγάδες τῶν Κορινθίων ἐποίησαν τῷ Ποσειδῶνι τὴν θυσίαν καὶ τὸν ἀγῶνα. ἐποίησαν δὲ καὶ οἱ Ἀργεῖοι ἀπελθόντος Ἀγησιλάου ἐξ ἀρχῆς πάλιν Ἴσθμια. καὶ ἐκείνῳ τῷ ἔτει ἔστι μὲν ἃ τῶν ἄθλων δὶς ἕκαστος ἐνικήθη, ἔστι δὲ ἃ δὶς οἱ αὐτοὶ ἐκηρύχθησαν. [4.5.3] τῇ δὲ τετάρτῃ ἡμέρᾳ ὁ Ἀγησίλαος ἦγε πρὸς τὸ Πείραιον τὸ στράτευμα. ἰδὼν δὲ ὑπὸ πολλῶν φυλαττόμενον, ἀπεχώρησε μετ᾽ ἄριστον πρὸς τὸ ἄστυ, ὡς προδιδομένης τῆς πόλεως· ὥστε οἱ Κορίνθιοι δείσαντες μὴ προδιδοῖτο ὑπό τινων ἡ πόλις, μετεπέμψαντο τὸν Ἰφικράτην σὺν τοῖς πλείστοις τῶν πελταστῶν. αἰσθόμενος δὲ ὁ Ἀγησίλαος τῆς νυκτὸς παρεληλυθότας αὐτούς, ὑποστρέψας ἅμα τῇ ἡμέρᾳ εἰς τὸ Πείραιον ἦγε. καὶ αὐτὸς μὲν κατὰ τὰ θερμὰ προῄει, μόραν δὲ κατὰ τὸ ἀκρότατον ἀνεβίβασε. καὶ ταύτην μὲν τὴν νύκτα ὁ μὲν πρὸς ταῖς θέρμαις ἐστρατοπεδεύετο, ἡ δὲ μόρα τὰ ἄκρα κατέχουσα ἐνυκτέρευσεν. [4.5.4] ἔνθα δὴ καὶ ὁ Ἀγησίλαος μικρῷ καιρίῳ δ᾽ ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε. τῶν γὰρ τῇ μόρᾳ φερόντων τὰ σιτία οὐδενὸς πῦρ εἰσενεγκόντος, ψύχους δὲ ὄντος διά τε τὸ πάνυ ἐφ᾽ ὑψηλοῦ εἶναι καὶ διὰ τὸ γενέσθαι ὕδωρ καὶ χάλαζαν πρὸς τὴν ἑσπέραν, καὶ ἀνεβεβήκεσαν δὲ ἔχοντες οἷα δὴ θέρους σπειρία, ῥιγούντων δ᾽ αὐτῶν καὶ ἐν σκότῳ ἀθύμως πρὸς τὸ δεῖπνον ἐχόντων, πέμπει ὁ Ἀγησίλαος οὐκ ἔλαττον δέκα φέροντας πῦρ ἐν χύτραις. ἐπειδὴ δὲ ἀνέβησαν ἄλλος ἄλλῃ, καὶ πολλὰ καὶ μεγάλα πυρὰ ἐγένετο, ἅτε πολλῆς ὕλης παρούσης, πάντες μὲν ἠλείφοντο, πολλοὶ δὲ καὶ ἐδείπνησαν ἐξ ἀρχῆς. φανερὸς δὲ ἐγένετο καὶ ὁ νεὼς τοῦ Ποσειδῶνος ταύτῃ τῇ νυκτὶ καόμενος· ὑφ᾽ ὅτου δ᾽ ἐνεπρήσθη οὐδεὶς οἶδεν. [4.5.5] ἐπεὶ δὲ ᾔσθοντο οἱ ἐν τῷ Πειραίῳ τὰ ἄκρα ἐχόμενα, ἐπὶ μὲν τὸ ἀμύνασθαι οὐκέτι ἐτράποντο, εἰς δὲ τὸ Ἥραιον κατέφυγον καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι καὶ τῶν βοσκημάτων τὰ πλεῖστα. καὶ Ἀγησίλαος μὲν δὴ σὺν τῷ στρατεύματι παρὰ θάλατταν ἐπορεύετο· ἡ δὲ μόρα ἅμα καταβαίνουσα ἀπὸ τῶν ἄκρων Οἰνόην τὸ ἐντετειχισμένον τεῖχος αἱρεῖ, καὶ τὰ ἐνόντα ἔλαβε, καὶ πάντες δὲ οἱ στρατιῶται ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ πολλὰ τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῶν χωρίων ἐλάμβανον. οἱ δ᾽ ἐν τῷ Ἡραίῳ καταπεφευγότες ἐξῇσαν, ἐπιτρέψοντες Ἀγησιλάῳ γνῶναι ὅ τι βούλοιτο περὶ σφῶν. ὁ δ᾽ ἔγνω, ὅσοι μὲν τῶν σφαγέων ἦσαν, παραδοῦναι αὐτοὺς τοῖς φυγάσι, τὰ δ᾽ ἄλλα πάντα πραθῆναι. [4.5.6] ἐκ τούτου δὲ ἐξῄει μὲν ἐκ τοῦ Ἡραίου πάμπολλα τὰ αἰχμάλωτα· πρεσβεῖαι δὲ ἄλλοθέν τε πολλαὶ παρῆσαν καὶ ἐκ Βοιωτῶν ἧκον ἐρησόμενοι τί ἂν ποιοῦντες εἰρήνης τύχοιεν. ὁ δὲ Ἀγησίλαος μάλα μεγαλοφρόνως τούτους μὲν οὐδ᾽ ὁρᾶν ἐδόκει, καίπερ Φάρακος τοῦ προξένου παρεστηκότος αὐτοῖς, ὅπως προσαγάγοι· καθήμενος δ᾽ ἐπὶ τοῦ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος ἐθεώρει πολλὰ τὰ ἐξαγόμενα. τῶν δὲ Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν ὅπλων σὺν τοῖς δόρασι παρηκολούθουν φύλακες τῶν αἰχμαλώτων, μάλα ὑπὸ τῶν παρόντων θεωρούμενοι· οἱ γὰρ εὐτυχοῦντες καὶ κρατοῦντες ἀεί πως ἀξιοθέατοι δοκοῦσιν εἶναι. [4.5.7] ἔτι δὲ καθημένου Ἀγησιλάου καὶ ἐοικότος ἀγαλλομένῳ τοῖς πεπραγμένοις, ἱππεύς τις προσήλαυνε καὶ μάλα ἰσχυρῶς ἱδρῶντι τῷ ἵππῳ. ὑπὸ πολλῶν δὲ ἐρωτώμενος ὅ τι ἀγγέλλοι, οὐδενὶ ἀπεκρίνατο, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦν τοῦ Ἀγησιλάου, καθαλόμενος ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ προσδραμὼν αὐτῷ μάλα σκυθρωπὸς ὢν λέγει τὸ τῆς ἐν Λεχαίῳ μόρας πάθος. ὁ δ᾽ ὡς ἤκουσεν, εὐθύς τε ἐκ τῆς ἕδρας ἀνεπήδησε καὶ τὸ δόρυ ἔλαβε καὶ πολεμάρχους καὶ πεντηκοντῆρας καὶ ξεναγοὺς καλεῖν τὸν κήρυκα ἐκέλευεν. [4.5.8] ὡς δὲ συνέδραμον οὗτοι, τοῖς μὲν ἄλλοις εἶπεν, οὐ γάρ πω ἠριστοποίηντο, ἐμφαγοῦσιν ὅ τι δύναιντο ἥκειν τὴν ταχίστην, αὐτὸς δὲ σὺν τοῖς περὶ δαμοσίαν ὑφηγεῖτο ἀνάριστος. καὶ οἱ δορυφόροι τὰ ὅπλα ἔχοντες παρηκολούθουν σπουδῇ, τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων. ἤδη δ᾽ ἐκπεπερακότος αὐτοῦ τὰ θερμὰ εἰς τὸ πλατὺ τοῦ Λεχαίου, προσελάσαντες ἱππεῖς τρεῖς ἀγγέλλουσιν ὅτι οἱ νεκροὶ ἀνῃρημένοι εἴησαν. ὁ δ᾽ ἐπεὶ τοῦτο ἤκουσε, θέσθαι κελεύσας τὰ ὅπλα καὶ ὀλίγον χρόνον ἀναπαύσας, ἀπῆγε πάλιν τὸ στράτευμα ἐπὶ τὸ Ἥραιον· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ τὰ αἰχμάλωτα διετίθετο.

[4.5.1] Αργότερα οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους ότι οι Κορίνθιοι είχαν συγκεντρώσει και φύλαγαν όλα τους τα κοπάδια στο Πείραιο, κι ότι από κει τρέφονταν πολλοί· έκαναν λοιπόν καινούργια εκστρατεία εναντίον της Κορίνθου, πάλι με αρχηγό τον Αγησίλαο. Πρώτα πήγαν στον Ισθμό: ήταν ο μήνας που γιορτάζονται τα Ίσθμια, κι οι Αργείοι βρίσκονταν εκεί και θυσίαζαν στον Ποσειδώνα — λες κι η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Μόλις όμως άκουσαν ότι σίμωνε ο Αγησίλαος, παράτησαν και τα θυσιασμένα σφάγια και το έτοιμο φαγητό κι αποτραβήχτηκαν πανικόβλητοι προς την πόλη, από τον δρόμο των Κεγχρειών. [4.5.2] Ο Αγησίλαος τους είδε, αλλά δεν τους κυνήγησε· κατασκήνωσε στο ιερό κι έκανε ο ίδιος θυσία στον θεό, ενόσω περίμενε να κάνουν οι Κορίνθιοι εξόριστοι τη θυσία και τους αγώνες τους. Όταν αποτραβήχτηκε ο Αγησίλαος, οι Αργείοι γιόρτασαν από την αρχή τα Ίσθμια, κι έτσι παρουσιάστηκε εκείνη τη χρονιά το φαινόμενο να νικηθούν οι ίδιοι άνθρωποι δυο φορές στο ίδιο αγώνισμα, κι άλλοι ν᾽ ανακηρυχτούν δυο φορές νικητές.
[4.5.3] Τρεις μέρες αργότερα ο Αγησίλαος οδήγησε τον στρατό προς το Πείραιο, αλλά βλέποντας ότι φυλασσόταν καλά κίνησε μετά το γεύμα προς την πόλη, σαν να ᾽ταν τάχα να του την παραδώσουν. Οι Κορίνθιοι φοβήθηκαν μην τυχόν υπήρχαν στ᾽ αλήθεια προδότες μέσα στην πόλη, κι έφεραν ενίσχυση τον Ιφικράτη με το μεγαλύτερο μέρος των πελταστών. Μόλις ο Αγησίλαος έμαθε πως είχαν μετακινηθεί τη νύχτα, γύρισε ξανά με τα χαράματα προς το Πείραιο, κι ενώ ο ίδιος προχωρούσε προς τη θερμοπηγή, έστειλε ένα τάγμα στην κορυφογραμμή. Την επόμενη νύχτα στρατοπέδευσε αυτός στη θερμοπηγή και το τάγμα στις κορφές που είχε καταλάβει. [4.5.4] Εκεί είναι που ο Αγησίλαος διακρίθηκε με μια μικρή, αλλ᾽ αξιόλογη πρωτοβουλία: καθώς κανένας από κείνους που είχαν πάει συσσίτιο στο τάγμα δεν τους είχε πάει και φωτιά, με το κρύο που έκανε εκεί ψηλά —προς το βράδυ έβρεξε κιόλας κι έριξε και χαλάζι— οι στρατιώτες που φορούσαν ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα ξεπάγιαζαν και δεν είχαν όρεξη να φάνε. Ο Αγησίλαος λοιπόν έστειλε δέκα, το λιγότερο, άνδρες να τους πάνε φωτιά μέσα σε χύτρες· αυτοί ανέβηκαν από διάφορα μονοπάτια και σε λίγο, καθώς αφθονούσε η ξυλεία, άναβαν πολλές μεγάλες φωτιές. Τότε όλοι οι στρατιώτες αλείφτηκαν με λάδι και πολλοί κάθισαν να φάνε από την αρχή.
Την ίδια νύχτα φάνηκε να καίγεται κι ο ναός του Ποσειδώνα, κανείς όμως δεν ξέρει ποιός του ᾽βαλε φωτιά.
[4.5.5] Σαν είδαν οι κάτοικοι του Πειραίου ότι είχε καταληφθεί η βουνοκορφή, δεν δοκίμασαν πια ν᾽ αμυνθούν, παρά κατέφυγαν όλοι στο Ήραιο — άνδρες και γυναίκες, δούλοι κι ελεύθεροι πολίτες, μαζί με τα περισσότερα κοπάδια τους. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος προχώρησε με τον στρατό του ακολουθώντας την παραλία, ενώ το τάγμα κατέβαινε από το βουνό, κυρίευε τα οχυρά που είχαν κατασκευαστεί στην Οινόη κι αιχμαλώτιζε ό,τι βρισκόταν μέσα· τέλος όλος ο στρατός εφοδιάστηκε εκείνη τη μέρα με άφθονα τρόφιμα από τα χωριά. Εκείνοι που είχαν καταφύγει στο Ήραιο βγήκαν και παραδόθηκαν δίχως όρους στον Αγησίλαο· αυτός αποφάσισε να παραδοθούν στους εξόριστους όσοι είχαν πάρει μέρος στη σφαγή, κι οι υπόλοιποι να πουληθούν για δούλοι.
[4.5.6] Ύστερα απ᾽ αυτά, κι ενώ έβγαιναν από το Ήραιο πολυάριθμοι αιχμάλωτοι και λάφυρα, ήρθαν από πολλά μέρη πρεσβείες να ρωτήσουν με τί όρους θα μπορούσαν να πετύχουν ειρήνη. Ανάμεσα σ᾽ αυτές ήταν και μία των Βοιωτών. Μόλο που στεκόταν πλάι τους, για να τους παρουσιάσει, ο Φάραξ που ήταν πρόξενός τους, ο Αγησίλαος τους φέρθηκε πολύ περιφρονητικά, κάνοντας ότι τάχα δεν τους βλέπει· καθισμένος στο κυκλικό κτίριο, κοντά στη λίμνη, παρακολουθούσε όλα όσα έβγαζαν από το Ήραιο. Μερικοί Λακεδαιμόνιοι που είχαν έρθει από το στρατόπεδο με τα δόρατά τους, φρουροί των αιχμαλώτων, τραβούσαν ολωνών τα βλέμματα — γιατί πάντα εκείνοι που πετυχαίνουν και νικούν φαίνονται ν᾽ αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αξιοπερίεργο θέαμα.
[4.5.7] Την ώρα που ο Αγησίλαος καθόταν ακόμα εκεί και φαινόταν ενθουσιασμένος με την επιτυχία του, έφτασε καλπάζοντας ένας καβαλάρης με τ᾽ άλογό του βουτηγμένο στον ιδρώτα. Πολλοί τον ρώτησαν τί είδηση έφερνε, μα απάντηση δεν έδινε σε κανέναν· μόνο σαν βρέθηκε σιμά στον Αγησίλαο πήδηξε κάτω κι έτρεξε κοντά του, πολύ σκυθρωπός, να του αναγγείλει την καταστροφή που είχε πάθει το τάγμα του Λεχαίου. Μόλις τ᾽ άκουσε εκείνος αναπήδησε ευθύς από το κάθισμά του, άρπαξε το δόρυ του και πρόσταξε τον κήρυκα να φωνάξει τους πολέμαρχους, τους πεντηκόνταρχους και τους αξιωματικούς–συνδέσμους. [4.5.8] Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι βιαστικά, είπε στους άλλους να φάνε κάτι —γιατί δεν είχαν ακόμα γευματίσει— και να ξεκινήσουν το γρηγορότερο· στο μεταξύ ο ίδιος έφευγε πρώτος, νηστικός, μαζί με τους συντρόφους του. Οι σωματοφύλακές του πήραν τα όπλα τους και τον ακολούθησαν τρέχοντας καθώς προπορευόταν έχοντας τους συντρόφους ξοπίσω του. Είχε κιόλας ξεπεράσει τη θερμοπηγή και φτάσει στην πεδιάδα του Λεχαίου, όταν ήρθαν να τον απαντήσουν τρεις καβαλάρηδες, με την είδηση ότι είχαν πια περισυλλέξει τους νεκρούς. Σαν τ᾽ άκουσε ο Αγησίλαος πρόσταξε τον στρατό να σταματήσει, τον άφησε λίγο να ξεκουραστεί και τον οδήγησε πίσω στο Ήραιο, όπου την άλλη μέρα ξεπούλησε τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα.