Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (5.1.14-5.2.7)
[5.1.14] Ἐνταῦθα δὲ ἀνέκραγον ὡς οὐ δέοι ὁδοιπορεῖν. ὁ δὲ ὡς ἔγνω τὴν ἀφροσύνην αὐτῶν, ἐπεψήφισε μὲν οὐδέν, τὰς δὲ πόλεις ἑκούσας ἔπεισεν ὁδοποιεῖν, λέγων ὅτι θᾶττον ἀπαλλάξονται, ἢν εὔποροι γένωνται αἱ ὁδοί. [5.1.15] ἔλαβον δὲ καὶ πεντηκόντορον παρὰ τῶν Τραπεζουντίων, ᾗ ἐπέστησαν Δέξιππον Λάκωνα περίοικον. οὗτος ἀμελήσας τοῦ ξυλλέγειν πλοῖα ἀποδρὰς ᾤχετο ἔξω τοῦ Πόντου, ἔχων τὴν ναῦν. οὗτος μὲν οὖν δίκαια ἔπαθεν ὕστερον· ἐν Θρᾴκῃ γὰρ παρὰ Σεύθῃ πολυπραγμονῶν τι ἀπέθανεν ὑπὸ Νικάνδρου τοῦ Λάκωνος. [5.1.16] ἔλαβον δὲ καὶ τριακόντορον, ᾗ ἐπεστάθη Πολυκράτης Ἀθηναῖος, ὃς ὁπόσα λαμβάνοι πλοῖα κατῆγεν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. καὶ τὰ μὲν ἀγώγιμα εἴ τι ἦγον ἐξαιρούμενοι φύλακας καθίστασαν, ὅπως σῷα εἴη, τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν. [5.1.17] ἐν ᾧ δὲ ταῦτα ἦν ἐπὶ λείαν ἐξῇσαν οἱ Ἕλληνες, καὶ οἱ μὲν ἐλάμβανον οἱ δὲ καὶ οὔ. Κλεαίνετος δ᾽ ἐξαγαγὼν καὶ τὸν ἑαυτοῦ καὶ ἄλλον λόχον πρὸς χωρίον χαλεπὸν αὐτός τε ἀπέθανε καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῶν σὺν αὐτῷ. |
[5.1.14] Τότε οι στρατιώτες φώναξαν δυνατά πως δεν έπρεπε να κάνουν το ταξίδι πεζοπορώντας. Κι εκείνος, όταν είδε την ανοησία τους, δεν έβαλε το ζήτημα σε ψηφοφορία, παρά κατάφερε τις πόλεις να φτιάξουν τους δρόμους με τη θέληση τους, λέγοντας πως αν τους κάνουν ευκολοπέραστους, πολύ γρήγορα θα φύγουν οι Έλληνες. [5.1.15] Πήραν τότε κι από τους Τραπεζούντιους ένα καράβι με πενήντα κουπιά, κι έβαλαν για κυβερνήτη του το Λάκωνα Δέξιππο, από τα περίχωρα της Σπάρτης. Εκείνος όμως αδιαφόρησε για τη συγκέντρωση άλλων πλοίων και το έσκασε πηγαίνοντας έξω από τον Πόντο, μαζί με το καράβι, και γι᾽ αυτό αργότερα δίκαια τιμωρήθηκε. Γιατί σκοτώθηκε από το Νίκανδρο το Λάκωνα για τις ραδιουργίες που έκανε, όταν βρισκόταν στη Θράκη, κοντά στον άρχοντά της Σεύθη. [5.1.16] Πήραν ακόμα κι ένα καράβι με τριάντα κουπιά, κι έβαλαν για κυβερνήτη του τον Αθηναίο Πολυκράτη. Τούτος, όσα πλοία έπιανε, τα έφερνε στο λιμάνι, κοντά στο μέρος που είχαν στρατοπεδέψει. Και όσα εμπορεύματα τύχαινε να υπάρχουν μέσα, τα έβγαζαν κι έβαζαν φρουρούς για να μην τα πειράξει κανένας, ενώ τα πλοία τα χρησιμοποιούσαν για να λεηλατούν τα κοντινά παράλια. [5.1.17] Τον καιρό που γίνονταν αυτά, οι Έλληνες έβγαιναν για λεηλασίες, και άλλοι πετύχαιναν, άλλοι όχι. Πήρε κι ο Κλεαίνετος τον δικό του κι άλλον ένα λόχο και πήγε σ᾽ ένα δυσκολοπρόσβλητο μέρος, όπου όμως σκοτώθηκε κι ο ίδιος κι άλλοι πολλοί από κείνους που ήταν μαζί του. |