θα μιλήσω: Έχεις έρθει σ᾽ αυτή την κοιλάδα [στρ. γ]
άντρας της κόρης να γίνεις·
πέρ᾽ απ᾽ τον πόντο, στον έξοχο κήπο του Δία
θενα τη φέρεις και εκεί θα την κάμεις βασίλισσα
σε μια πόλην, επάνω σε λόφο, με κάμπους τριγύρω,
55όπου λαό θα μαζέψεις νησιώτη·
τώρα η δέσποινα πὄχει τα πλούσια λιβάδια, η Λιβύη,
θα δεχτεί με χαρά στα χρυσά της παλάτια
τη δοξασμένη τη νύφη
και θα της χαρίσει μερίδα της γης της
συγκυβερνήτρα της νόμιμη να ᾽ναι,
ούτε από πάγκαρπα δέντρα γυμνή,
ούτε ανήξερη από ζώα βοσκήμια.
Εκεί γιο θα γεννήσει, που ο θείος ο Ερμής, [αντ. γ]
θα τον πάρει απ᾽ τη φίλη μητέρα του
60και στις καλλίθρονες Ώρες και στη Γαία θα τον φέρει·
και κείνες το βρέφος στα γόνατα πάνω κρατώντας
θενα του στάξουν στα χείλη αμβροσία και νέκταρ
και θα τον κάμουν αθάνατο,
Δία και άγιον Απόλλωνα,
των ανθρώπων χαρά και καμάρι,
άγρυπνο πάντα οδηγό των προβάτων
και θα τον κράζουν με τ᾽ όνομα Αγραίο και Νόμιο
65κι άλλοι πάλι Αρισταίο».
Είπε κι ο λόγος του ετοίμασε
να πάρει τέλος ο ευφρόσυνος γάμος.
Όταν βιάζονται κιόλα οι θεοί, [επωδ. γ]
σύντομ᾽ η πράξη και οι δρόμοι των είναι κοντοί.
Κείν᾽ η μέρα, μια μέρα, τ᾽ αποφάσισεν όλα
και την έκαμε ταίρι του ευτύς στους πολύχρυσους
της Λιβύης θαλάμους,
όπου πόλη ομορφότατη
70κυβερνά, ξακουστή στους αγώνες.
Και ιδού που και τώρα στη θεϊκιά την Πυθώ
του Καρνεάδη την έσμιξε ο γιος
με την καλλιστέφανη τύχη του
και, νικητής, της Κυρήνης διαλάλησε τ᾽ όνομα,
που με χαρά κι αναγάλλια
θα τον δεχτεί, σα γυρνά απ᾽ τους Δελφούς στην πατρίδα
75να της φέρει μια ασύγκριτη δόξα.
|