Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.4.14-4.4.19)

[4.4.14] Ἐκ δὲ τούτου στρατιαὶ μὲν μεγάλαι ἑκατέρων διεπέπαυντο, φρουροὺς δὲ πέμπουσαι αἱ πόλεις, αἱ μὲν εἰς Κόρινθον, αἱ δὲ εἰς Σικυῶνα, ἐφύλαττον τὰ τείχη· μισθοφόρους γε μὴν ἑκάτεροι ἔχοντες διὰ τούτων ἐρρωμένως ἐπολέμουν.
[4.4.15] Ἔνθα δὴ καὶ Ἰφικράτης εἰς Φλειοῦντα ἐμβαλὼν καὶ ἐνεδρευσάμενος, ὀλίγοις δὲ λεηλατῶν, βοηθησάντων τῶν ἐκ τῆς πόλεως ἀφυλάκτως, ἀπέκτεινε τοσούτους ὥστε καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους πρόσθεν οὐ δεχόμενοι εἰς τὸ τεῖχος οἱ Φλειάσιοι, φοβούμενοι μὴ τοὺς φάσκοντας ἐπὶ λακωνισμῷ φεύγειν κατάγοιεν, τότε οὕτω κατεπλάγησαν τοὺς ἐκ Κορίνθου ὥστε μετεπέμψαντό τε τοὺς Λακεδαιμονίους, καὶ τὴν πόλιν καὶ τὴν ἄκραν φυλάττειν αὐτοῖς παρέδωκαν. οἱ μέντοι Λακεδαιμόνιοι, καίπερ εὐνοϊκῶς ἔχοντες τοῖς φυγάσιν, ὅσον Λακεδαιμόνιοι, καίπερ εὐνοϊκῶς ἔχοντες τοῖς φυγάσιν, ὅσον χρόνον εἶχον αὐτῶν τὴν πόλιν, οὐδ᾽ ἐμνήσθησαν παντάπασι περὶ καθόδου φυγάδων, ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἀναθαρρῆσαι ἐδόκει ἡ πόλις, ἐξῆλθον καὶ τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους παραδόντες οἵανπερ καὶ παρέλαβον. [4.4.16] οἱ δ᾽ αὖ περὶ τὸν Ἰφικράτην πολλαχόσε καὶ τῆς Ἀρκαδίας ἐμβαλόντες ἐλεηλάτουν τε καὶ προσέβαλλον πρὸς τὰ τείχη· ἔξω γὰρ οἱ τῶν Ἀρκάδων ὁπλῖται παντάπασιν οὐκ ἀντεξῇσαν· οὕτω τοὺς πελταστὰς ἐπεφόβηντο. τοὺς μέντοι Λακεδαιμονίους οὕτως αὖ οἱ πελτασταὶ ἐδεδίεσαν ὡς ἐντὸς ἀκοντίσματος οὐ προσῇσαν τοῖς ὁπλίταις· ἤδη γάρ ποτε καὶ ἐκ τοσούτου διώξαντες οἱ νεώτεροι τῶν Λακεδαιμονίων ἑλόντες ἀπέκτεινάν τινας αὐτῶν. [4.4.17] καταφρονοῦντες δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι τῶν πελταστῶν, ἔτι μᾶλλον τῶν ἑαυτῶν συμμάχων κατεφρόνουν· καὶ γὰρ οἱ Μαντινεῖς βοηθήσαντές ποτε, ἐπεκδραμόντες πελτασταῖς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους, ἀκοντιζόμενοι ἐνέκλινάν τε καὶ ἀπέθανόν τινες αὐτῶν φεύγοντες· ὥστε οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι καὶ ἐπισκώπτειν ἐτόλμων ὡς οἱ σύμμαχοι φοβοῖντο τοὺς πελταστὰς ὥσπερ μορμόνας παιδάρια. αὐτοὶ δὲ ἐκ τοῦ Λεχαίου ὁρμώμενοι σὺν μόρᾳ καὶ τοῖς Κορινθίων φυγάσι κύκλῳ περὶ τὸ ἄστυ τῶν Κορινθίων ἐστρατεύοντο· [4.4.18] οἱ δ᾽ αὖ Ἀθηναῖοι φοβούμενοι τὴν ῥώμην τῶν Λακεδαιμονίων, μὴ ἐπεὶ τὰ μακρὰ τείχη τῶν Κορινθίων διῄρητο, ἔλθοιεν ἐπὶ σφᾶς, ἡγήσαντο κράτιστον εἶναι ἀνατειχίσαι τὰ διῃρημένα ὑπὸ Πραξίτα τείχη. καὶ ἐλθόντες πανδημεὶ μετὰ λιθολόγων καὶ τεκτόνων τὸ μὲν πρὸς Σικυῶνος καὶ πρὸς ἑσπέρας ἐν ὀλίγαις ἡμέραις πάνυ καλὸν ἐξετείχισαν, τὸ δὲ ἑῷον μᾶλλον κατὰ ἡσυχίαν ἐτείχιζον.
[4.4.19] Οἱ δ᾽ αὖ Λακεδαιμόνιοι ἐνθυμηθέντες τοὺς Ἀργείους τὰ μὲν οἴκοι καρπουμένους, ἡδομένους δὲ τῷ πολέμῳ, στρατεύουσιν ἐπ᾽ αὐτούς. Ἀγησίλαος δ᾽ ἡγεῖτο, καὶ δῃώσας πᾶσαν αὐτῶν τὴν χώραν, εὐθὺς ἐκεῖθεν ὑπερβαλὼν κατὰ Τενέαν εἰς Κόρινθον αἱρεῖ τὰ ἀνοικοδομηθέντα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων τείχη. παρεγένετο δὲ αὐτῷ καὶ ἁδελφὸς Τελευτίας κατὰ θάλατταν, ἔχων τριήρεις περὶ δώδεκα· ὥστε μακαρίζεσθαι αὐτῶν τὴν μητέρα, ὅτι τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὧν ἔτεκεν ὁ μὲν κατὰ γῆν τὰ τείχη τῶν πολεμίων, ὁ δὲ κατὰ θάλατταν τὰς ναῦς καὶ τὰ νεώρια ᾕρηκε. καὶ τότε μὲν ταῦτα πράξας ὁ Ἀγησίλαος τό τε τῶν συμμάχων στράτευμα διῆκε καὶ τὸ πολιτικὸν οἴκαδε ἀπήγαγεν.

[4.4.14] Από κείνο τον καιρό κι οι δύο παρατάξεις έπαψαν να χρησιμοποιούν μεγάλους εθνικούς στρατούς: οι πόλεις έστελναν φρουρές, από τη μια πλευρά στην Κόρινθο κι από την άλλη στη Σικυώνα, και φύλαγαν τα τείχη τους. Ωστόσο κι οι δύο μεταχειρίζονταν μισθοφόρους και μ᾽ αυτούς συνέχιζαν αποφασιστικά τον πόλεμο.
[391 π.Χ.]
[4.4.15] Τότε ήταν που ο Ιφικράτης έκανε εισβολή στον Φλειούντα κι έστησε ενέδρα: άρχισε να λεηλατεί με μικρή δύναμη, κι όταν οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν δίχως προφυλάξεις να τον χτυπήσουν σκότωσε πολλούς. Οι Φλειάσιοι δεν είχαν δεχτεί ώς εκείνη την εποχή τους Λακεδαιμονίους μέσα στα τείχη τους, επειδή φοβόνταν μην επαναφέρουν τους εξόριστους που έλεγαν ότι χρωστούσαν την εξορία τους στα φιλολακωνικά τους αισθήματα· τώρα όμως τρομοκρατήθηκαν τόσο πολύ από την παράταξη της Κορίνθου, ώστε όχι μόνο έστειλαν να καλέσουν τους Λακεδαιμονίους, αλλά τους ανέθεσαν και τη φρούρηση της πόλης και της ακρόπολής τους. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, μόλο που συμπαθούσαν τους εξόριστους, δεν έκαναν καθόλου λόγο για επιστροφή τους όσον καιρό φύλαγαν την πόλη· αντίθετα, μόλις τους φάνηκε πως οι Φλειάσιοι είχαν αναθαρρήσει, έφυγαν παραδίνοντάς τους την πόλη με το καθεστώς της, όπως ακριβώς την είχαν παραλάβει.
[4.4.16] Ο Ιφικράτης και οι άνδρες του έκαναν επιδρομές και σε πολλά μέρη της Αρκαδίας, λεηλατώντας τη χώρα και χτυπώντας τα οχυρά. Οι οπλίτες των Αρκάδων δεν έβγαιναν καθόλου να τους αντιμετωπίσουν — τόσο πολύ είχαν φοβηθεί τους πελταστές. Τους Λακεδαιμονίους, αντίθετα, τους έτρεμαν οι πελταστές σε σημείο που δεν τους πλησίαζαν ούτε σ᾽ απόσταση βολής ακοντίου, επειδή σε κάποια περίπτωση οι νεότεροι από τους Λακεδαιμονίους τους κυνήγησαν από τέτοιαν απόσταση, έπιασαν μερικούς και τους σκότωσαν. [4.4.17] Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι, που περιφρονούσαν τους πελταστές, περιφρονούσαν ακόμη περισσότερο τους ίδιους τους συμμάχους τους. (Κάποτε οι Μαντινείς, ξεκινώντας να χτυπήσουν πελταστές που είχαν βγει από το τείχος προς το Λέχαιο, υποχώρησαν μπροστά στα ακόντιά τους και μερικοί σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους· τότε οι Λακεδαιμόνιοι έφτασαν να κοροϊδεύουν τους συμμάχους τους ότι τρέμουν τους πελταστές καθώς τα παιδάκια τον μπαμπούλα.) Οι ίδιοι εξορμούσαν από το Λέχαιο μ᾽ ένα τάγμα και τους εξόριστους Κορίνθιους κι έκαναν επιδρομές ολόγυρα στην πόλη της Κορίνθου.
[4.4.18] Οι Αθηναίοι πάλι φοβήθηκαν μήπως οι Λακεδαιμόνιοι, δυνατοί καθώς ήταν, έρθουν να τους επιτεθούν τώρα που είχαν καταστραφεί τα Μακρά Τείχη της Κορίνθου· έκριναν λοιπόν πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να ξαναχτίσουν το μέρος των Τειχών που είχε γκρεμίσει ο Πραξίτας. Κατέφθασαν λοιπόν πανστρατιά, με χτίστες και μαραγκούς, και μέσα σε λίγες μέρες ξανάχτισαν ασφαλές τείχος προς τη Σικυώνα και τα δυτικά· το ανατολικό τμήμα το έχτισαν με πιο άνετο ρυθμό.
[4.4.19] Οι Λακεδαιμόνιοι, από την πλευρά τους, σκέφτηκαν πως οι Αργείοι παρίσταναν τους φιλοπόλεμους επειδή οι ίδιοι καρπώνονταν αμέριμνοι τη γη τους· εξεστράτευσαν λοιπόν εναντίον τους. Ο Αγησίλαος, που ήταν επικεφαλής, λεηλάτησε ολόκληρη τη χώρα και κατόπιν προχώρησε από τα βουνά και την Τεγέα προς την Κόρινθο, όπου γκρέμισε τα τείχη που είχαν ξαναχτίσει οι Αθηναίοι. Ήρθε σ᾽ ενίσχυσή τους κι ο αδελφός του Τελευτίας με δώδεκα περίπου πολεμικά, κι όλοι μακάρισαν τη μάνα που τους γέννησε — γιατί την ίδια μέρα ο ένας γιος της κυρίευε στη στεριά τα τείχη των εχθρών κι ο άλλος τα πλοία και τους ναυστάθμους τους. Έπειτα απ᾽ αυτή την επιτυχία, ο Αγησίλαος απέλυσε τον στρατό των συμμάχων και γύρισε πίσω στη Λακεδαίμονα με τον εθνικό της στρατό.
[390 π.Χ.]