Αυτήν μονάχη κάποτε την πέτυχε [στρ. β]
να πολεμάει δίχως όπλα με τρομερό λιοντάρι
ο μακροτοξευτής Απόλλωνας, ο θεός με την πλατιά φαρέτρα,
κι ευθύς εφώναξε του Χίρωνα το σπίτι του ν᾽ αφήσει:
30«Πρόβαλε από την ιερή σπηλιά σου, γιέ της Φιλύρας,
για να θαυμάσεις την ψυχή και τη μεγάλη δύναμη γυναίκας,
να δεις πόσο ατάραχα παλεύει
μια νέα κοπέλα με καρδιά
31απου αψηφά τον μόχθο,
κι ο φόβος την ψυχή της δεν ταράζει.
Ποιός άνθρωπος να την εγέννησε;
Από ποιά τάχα φύτρα ν᾽ αποχωρίστηκε
και, στων σκιερών βουνών τις σπηλιές κατοικώντας, [αντ. β]
35χαίρεται την απέραντη αντρειοσύνη;
Είναι σωστό ν᾽ απλώσω πάνω της το ξακουστό μου χέρι,
σε κλίνη ερωτική τ᾽ ολόγλυκό της άνθος να δρέψω;»
Κι ο Κένταυρός ο δυνατός ευθύς του φανερώνει
τη γνώμη του με βλέμμα φιλικό, αχνά χαμογελώντας:
39α«Κρυφά κλειδιά κρατά στα χέρια της η σοφή Πειθώ
40για τους ιερούς τους έρωτες, ω Φοίβε,
και το ᾽χουν οι θεοί καθώς και οι άνθρωποι
ντροπή να νιώθουν έτσι, χωρίς προφύλαξη,
στου γάμου τη γλυκιά να πρωτοπέσουν κλίνη.
Γιατί για σένα, αλήθεια, που αθέμιτο είναι ν᾽ αγγίσεις ψέμα, [επωδ. β]
κάποια γλυκιά σε κέντρισε ορμή
στην ερώτηση αυτή να ξεστρατίσεις.
Της κόρης, άνακτα, ρωτάς να μάθεις τη γενιά;
Κι όμως εσύ το τέλος το πραγματικό των πάντων το γνωρίζεις
45κι όλους τους δρόμους που σ᾽ αυτό οδηγούν,
πόσα την άνοιξη στη γη φυτρώνουν φύλλα
και πόσους μες στη θάλασσα και μέσα στα ποτάμια
κόκκους της άμμου οι ανεμοθύελλες σαρώνουν και τα κύματα,
και βλέπεις καθαρά τί μέλλει να γενεί και πούθε αυτό θα έρθει.
50Όμως, αν πρέπει με σοφό να παραβγώ,
|