Του Δαρδανίδου πιάνει αυτού, δυο τέκνα, του Πριάμου
160που σ᾽ ένα αμάξι εκάθονταν, Εχέμμων και Χρομίος.
Και ωσάν λιοντάρι που εις κοπήν βοδιών μέσα στον λόγγον
ορμά και από τον τράχηλον τραβά μοσχάρι ή ταύρον,
ομοίως απ᾽ την άμαξαν εκείνος και τους δύο
κακόσυρε και γύμνωσε νεκρούς· και τ᾽ άλογά των
165έδωκε των συντρόφων του να φέρουν εις τα πλοία.
Τον είδ᾽ ο Αινείας των ανδρών τες φάλαγγες να στρώνει
και μέσ᾽ από την ταραχήν διαβαίνει κι απ᾽ τ᾽ ακόντια,
και τον ισόθεον Πάνδαρον ζητούσε ν᾽ απαντήσει·
κι εβρήκε τον ασύγκριτον και τον ανδρειωμένον
170Λυκαονίδην, κι έμεινεν εμπρός του και του είπε:
«Πάνδαρε, πού το τόξο, πού τα φτερωτά σου βέλη,
η δόξα πού; Και ισόπαλον κανένα εδώ δεν έχεις,
ουδέ μες στην Λυκίαν σου δεν είναι ανώτερός σου.
Αλλ᾽ έλα, εύχου του Διός και βέλος ρίξε εις τούτον
175τον άνδρα που μανίζει εδώ και αφάνισε τους Τρώας,
ότι τα γόνατ᾽ έλυσε πολλών και ανδρειωμένων,
εκτός αν είναι τις θεός που οργίσθη δια θυσίες
στους Τρώας· είναι φοβερή η οργή των αθανάτων».
Τότε ο λαμπρός απάντησε σ᾽ αυτόν Λυκαονίδης:
180«Των χαλκοφράκτων Τρωαδιτών, ω βουληφόρ᾽ Αινεία,
εις όλα φαίνεταί μου αυτός ο ανδρείος Διομήδης,
διακρίνω την ασπίδα του, το κωνικό του κράνος
και τ᾽ άλογα· πλην καθαρά δεν ξεύρω αν θεός είναι.
Και αν είναι αυτός που λέγω εγώ ο ανδρείος Τυδεΐδης,
185δεν είναι ανθρώπου η λύσσ᾽ αυτή και κάποιον στο πλευρό του
έχει θεόν αθώρητον με νέφος τυλιγμένον,
που έγυρε αλλού το πτερωτόν ακόντι που τον πήρε,
ότι ήδη βέλος του ᾽ριξα και τον δεξιόν του ώμον
του πέτυχα κι επέρασα του θώρακος το κύτος
190κι εθάρρουν πως τον έστειλα στο δώμα του Αϊδωνέως,
και όμως δεν τον φόνευσα· θεός είναι οργισμένος.
Τους ίππους μου δια ν᾽ ανεβώ τ᾽ αμάξια εδώ δεν έχω,
αλλά μες στου Λυκάονος τα μέγαρ᾽ είναι αμάξια
ένδεκα νέα κι εύμορφα, με πέπλους σκεπασμένα
195κι εις κάθε αμάξ᾽ είναι σιμά ζευγαρωτά πουλάρια,
στέκουν και τρώγουν την ζειά και το λευκό κριθάρι.
Πολύ τωόντι ο γέροντας πολεμιστής Λυκάων
με νουθετούσ᾽ ότ᾽ άφηνα τα ωραία μέγαρά μας·
μου ᾽λεγεν εις τ᾽ αμάξια μου και στ᾽ άλογ᾽ αναβάτης
200να οδηγώ Τρώας στους δεινούς αγώνες του πολέμου·
και την καλήν του συμβουλήν δεν άκουσ᾽ από φόβον
για τ᾽ άλογά μου εις άφθονην τροφήν συνηθισμένα,
μήπως εις τόπον, όπου κλειούν εχθροί, τροφή τους λείψει·
τ᾽ άφηκ᾽ αυτού, κι ήλθα πεζός στο Ίλιον, θαρρώντας
205στο τόξο, αλλά δεν έμελλεν αυτό να μ᾽ ωφελήσει.
Διότι ως τώρα ετόξευσα των πολεμάρχων δύο,
τον Ατρείδην, έπειτα τον Διομήδη κι αίμα
το βέλος μου τους έβγαλε δια ν᾽ αγριεύσουν πλέον.
Σ᾽ ώραν κακήν ξεκρέμασα λοιπόν το τόξο τούτο,
210όταν ανδρείων αρχηγός δια την τερπνήν Τρωάδα
του ισοθέου Έκτορος προς χάριν ξεκινούσα.
Και αν γύρω από τον πόλεμον και ίδω την πατρίδα,
την ποθητήν συμβίαν μου και το υψηλό μου δώμα,
την κεφαλήν μου ας κόψει εχθρός, εάν μ᾽ αυτά τα χέρια
215το τόξο αυτό συντρίμματα δεν κάνω, αν δεν το ρίξω
στες φλόγες, ότι ανώφελα αυτό με συνοδεύει».
Ο Αινείας του απάντησε, των Τρώων πολεμάρχος:
«Αυτά μη λέγεις· παντελώς το πράγμα δεν θ᾽ αλλάξει·
απ᾽ την ζεμένην άμαξαν αν δεν δοκιμασθούμε
220στον άνδρα τούτον άντικρυ, με όλα τ᾽ άρματά μας.
Εμπρός, στ᾽ αμάξι ανέβα εδώ, δια να γνωρίσεις ποία
τ᾽ άλογα είναι του Τρωός, πώς ξεύρουν στην πεδιάδα,
κυνηγούντ᾽ είτε κυνηγούν, γοργότατα να τρέχουν·
και αυτά στην πόλιν άσφαλτα μας σώζουν, αν την νίκην
225εις του Τυδέως τον υιόν χαρίσει πάλι ο Δίας.
Και πάρε συ την μάστιγα και τα λαμπρά λουρία,
στ᾽ αμάξι θ᾽ ανεβώ κι εγώ, να μάχομαι, ή συ δέξου
του ανδρός εκείνου την ορμήν, κι εγώ τ᾽ αμάξι βλέπω».
|