Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (9.1-9.25)

ΠΥΘΙΟΝΙΚΑΙΣ IX

ΤΕΛΕΣΙΚΡΑΤΕΙ ΚΥΡΗΝΑΙΩΙ ΟΠΛΙΤΟΔΡΟΜΩΙ


Ἐθέλω χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν [στρ. α]
σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων
Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν
ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας·
5 τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων
ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοΐδας
ἅρπασ᾽, ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν
6a δίφρῳ, τόθι νιν πολυμήλου
καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός
ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐ-
ήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν.

ὑπέδεκτο δ᾽ ἀργυρόπεζ᾽ Ἀφροδίτα [αντ. α]
10 Δάλιον ξεῖνον θεοδμάτων
ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ·
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ,
ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον
μιχθέντα κούρᾳ θ᾽ Ὑψέος εὐρυβία
ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς,
14a ἐξ Ὠκεανοῦ γένος ἥρως
15 δεύτερος· ὅν ποτε Πίνδου κλεενναῖς ἐν πτυχαῖς
Ναῒς εὐφρανθεῖσα Πηνει-
οῦ λέχει Κρέοισ᾽ ἔτικτεν,

Γαίας θυγάτηρ. ὁ δὲ τὰν εὐώλενον [επωδ. α]
θρέψατο παῖδα Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ᾽ ἱ-
στῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς,
οὔτε δείπνων †οἰκουριᾶν μεθ᾽ ἑταιρᾶν τέρψιας,
20 ἀλλ᾽ ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις
φασγάνῳ τε μαρναμένα κεράϊζεν ἀγρίους
θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον
βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις,
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκύν
παῦρον ἐπὶ γλεφάροις
25 ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ.

ΕΝΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΛΕΣΙΚΡΑΤΗ ΤΟΝ ΚΥΡΗΝΑΙΟ,

ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΟΠΛΙΤΟΔΡΟΜΙΑ


Θέλω, με τις βαθύζωστες Χάριτες αντάμα, [στρ. α]
την πυθική τη νίκη διαλαλώντας του αθλητή με τη χαλκή ασπίδα,
του Τελεσικράτη, του μακάριου άντρα, να βροντοφωνάξω
το τραγούδι για την αρματηλάτισσα Κυρήνη.
5Αυτήν ο μακρυμάλλης της Λητώς ο γιος κάποτε
απ᾽ του Πηλίου τις λαγκαδιές τις ανεμόδαρτες
την πήρε γρήγορα, και πάνω στο χρυσό του άρμα
έφερε την παρθένα κυνηγήτρα
σε χώρα με πολλούς καρπούς και με πολλά κοπάδια
και θαλερή αρχόντισσα την έκανε,
για να κατοικεί στην τρισχαριτωμένη τρίτη ρίζα της στεριάς.

Εκεί η αργυρόποδη Αφροδίτη δέχτηκε [αντ. α]
10τον ξένο από τη Δήλο
και του ᾽δωσε το ανάλαφρό της χέρι,
για να κατέβει απ᾽ το θεότευκτο άρμα.
Κι άπλωσε στη γλυκιά τους κλίνη την αξιέραστη σεμνότητα,
του γάμου τα δεσμά ταιριάζοντας που τον θεό ενώσαν
με του παντοδύναμου Υψέα την κόρη,
του τότε βασιλιά των Λαπιθών των αλαζόνων,
14ατου ήρωα που του Ωκεανού ήταν εγγόνι.
15Αυτόν στις ξακουστές της Πίνδου λαγκαδιές
η Κρέουσα η νεράιδα τον εγέννησε,
της Γαίας η θυγατέρα,
στου Πηνειού το ερωτικό κρεβάτι σαν ευφράνθη.

Κι αυτός ανάθρεψε τη δυνατή Κυρήνη, [επωδ. α]
που ούτε της σαΐτας του αργαλειού το πηγαινέλα αγάπησε
ούτε και τη διασκέδαση των σπιτικών δείπνων με τις φίλες·
20με χάλκινα κοντάρια και σπαθί μαχότανε
κι άγρια θεριά ξολόθρευε, γαλήνη άφθονη χαρίζοντας
κι ειρήνη στα πατρικά κοπάδια,
ενώ τον σύντροφο του κρεβατιού, τον ύπνο,
που ᾽ναι γλυκός στα βλέφαρα σαν η αυγή ζυγώνει,
25λίγο τον εχαιρόταν.


ΕΝΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΗΣ

(ΤΕΛΕΣΙΚΡΑΤΕΙ ΚΥΡΗΝΑΙΩΙ ΟΠΛΙΤΟΔΡΟΜΩΙ)


Θέλω τη νίκη στα Πύθια [στρ. α]
του οπλιτοδρόμου Τελεσικράτη να διαλαλήσω
και, με τις Χάριτες τις βαθύζωστες,
πολυμακάριστον άντρα να υμνήσω,
τιμή και δόξα της αρματόχαρης της Κυρήνης·
5που έναν καιρόν ο ξανθόμαλλος
την άρπαξε γιος της Λητώς
απ᾽ του Πηλίου τ᾽ ανεμοτράνταχτα διάσελα
κι έφερε μες στο χρυσό του το δίφρο
εκεί όπου την έκαμε δέσποινα χώρας
πλούσιας σε πρόβατα και πολυκάρπιστης,
στη ζηλεμένη της γης τρίτην ήπειρο,
να βασιλεύει με δόξα.

Κι η αργυρόποδη τότε Αφροδίτη υποδέχτηκε [αντ. α]
10το Δήλιο ξένο της από τ᾽ ολόχρυσο τ᾽ άρμα του
χέρι αλαφρό δίνοντάς του
κι έστρωσε πάνω στο ερωτικό τους κλινάρι
τη σεμνή τη ντροπή, συνταιριάζοντας
σε κοινό γάμου δεσμό το θεό
με την κόρη του μεγάλου του Υψέα,
που βασιλιάς ήταν τότε
των πολεμόχαρων των Λαπιθών,
του Ωκεανού, γενιά δεύτερη, απόγονος·
15γιατί στου Πίνδου τις ξακουστές τις κλεισούρες
γλυκοπλαγιάζοντας στου Πηνειού τις αγκάλες
η Ναϊάδα τον γέννησ᾽ η Κρέουσα,

η θυγατέρα της Γαίας· κι αυτός κόρη του ανάθρεψε [επωδ. α]
την Κυρήνη· π᾽ ούτε μπρος σ᾽ αργαλειούς
πηγαινοερχόμενους δρόμους αγάπησε
μήτε ξεφάντωσες δείπνων στο σπίτι με φίλες,
20μα με χάλκινα δόρατα, ή με μαχαίρι στο χέρι
πολεμώντας αφάνιζε τ᾽ άγρια θεριά
κι έτσι μεγάλη κι ήσυχη ασφάλιζε ειρήνη
στα πατρικά της κοπάδια,
λίγο μόνο χορταίνοντας
του κρεβατιού τον ολόγλυκο σύντροφον ύπνο
25όταν προς την αυγή τής γλιστρούσε στα βλέφαρα.