Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.8.1-4.8.14)

[4.8.1] Ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν οἱ Ἕλληνες διὰ Μακρώνων σταθμοὺς τρεῖς παρασάγγας δέκα. τῇ πρώτῃ δὲ ἡμέρᾳ ἀφίκοντο ἐπὶ τὸν ποταμὸν ὃς ὥριζε τὴν τῶν Μακρώνων καὶ τὴν τῶν Σκυθηνῶν. [4.8.2] εἶχον δ᾽ ὑπὲρ δεξιῶν χωρίον οἷον χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾶς ἄλλον ποταμόν, εἰς ὃν ἐνέβαλλεν ὁ ὁρίζων, δι᾽ οὗ ἔδει διαβῆναι. ἦν δὲ οὗτος δασὺς δένδρεσι παχέσι μὲν οὔ, πυκνοῖς δέ. ταῦτ᾽ ἐπεὶ προσῆλθον οἱ Ἕλληνες ἔκοπτον, σπεύδοντες ἐκ τοῦ χωρίου ὡς τάχιστα ἐξελθεῖν. [4.8.3] οἱ δὲ Μάκρωνες ἔχοντες γέρρα καὶ λόγχας καὶ τριχίνους χιτῶνας κατ᾽ ἀντιπέραν τῆς διαβάσεως παρατεταγμένοι ἦσαν καὶ ἀλλήλοις διεκελεύοντο καὶ λίθους εἰς τὸν ποταμὸν ἔρριπτον· ἐξικνοῦντο γὰρ οὒ οὐδ᾽ ἔβλαπτον οὐδέν.
[4.8.4] Ἔνθα δὴ προσέρχεται Ξενοφῶντι τῶν πελταστῶν ἀνὴρ Ἀθήνησι φάσκων δεδουλευκέναι, λέγων ὅτι γιγνώσκοι τὴν φωνὴν τῶν ἀνθρώπων. καὶ οἶμαι, ἔφη, ἐμὴν ταύτην πατρίδα εἶναι· καὶ εἰ μή τι κωλύει, ἐθέλω αὐτοῖς διαλεχθῆναι. [4.8.5] Ἀλλ᾽ οὐδὲν κωλύει, ἔφη, ἀλλὰ διαλέγου καὶ μάθε πρῶτον τίνες εἰσίν. οἱ δ᾽ εἶπον ἐρωτήσαντος ὅτι Μάκρωνες. Ἐρώτα τοίνυν, ἔφη, αὐτοὺς τί ἀντιτετάχαται καὶ χρῄζουσιν ἡμῖν πολέμιοι εἶναι. [4.8.6] οἱ δ᾽ ἀπεκρίναντο Ὅτι καὶ ὑμεῖς ἐπὶ τὴν ἡμετέραν χώραν ἔρχεσθε. λέγειν ἐκέλευον οἱ στρατηγοὶ ὅτι οὐ κακῶς γε ποιήσοντες, ἀλλὰ βασιλεῖ πολεμήσαντες ἀπερχόμεθα εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἐπὶ θάλατταν βουλόμεθα ἀφικέσθαι. [4.8.7] ἠρώτων ἐκεῖνοι εἰ δοῖεν ἂν τούτων τὰ πιστά. οἱ δ᾽ ἔφασαν καὶ δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐθέλειν. ἐντεῦθεν διδόασιν οἱ Μάκρωνες βαρβαρικὴν λόγχην τοῖς Ἕλλησιν, οἱ δὲ Ἕλληνες ἐκείνοις Ἑλληνικήν· ταῦτα γὰρ ἔφασαν πιστὰ εἶναι· θεοὺς δ᾽ ἐπεμαρτύραντο ἀμφότεροι.
[4.8.8] Μετὰ δὲ τὰ πιστὰ εὐθὺς οἱ Μάκρωνες τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν ὡς διαβιβάσοντες ἐν μέσοις ἀναμεμιγμένοι τοῖς Ἕλλησι, καὶ ἀγορὰν οἵαν ἐδύναντο παρεῖχον, καὶ παρήγαγον ἐν τρισὶν ἡμέραις ἕως ἐπὶ τὰ Κόλχων ὅρια κατέστησαν τοὺς Ἕλληνας. [4.8.9] ἐνταῦθα ἦν ὄρος μέγα, προσβατὸν δέ· καὶ ἐπὶ τούτου οἱ Κόλχοι παρατεταγμένοι ἦσαν. καὶ τὸ μὲν πρῶτον οἱ Ἕλληνες ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα, ὡς οὕτως ἄξοντες πρὸς τὸ ὄρος· ἔπειτα δὲ ἔδοξε τοῖς στρατηγοῖς βουλεύσασθαι συλλεγεῖσιν ὅπως ὡς κάλλιστα ἀγωνιοῦνται. [4.8.10] ἔλεξεν οὖν Ξενοφῶν ὅτι δοκοίη παύσαντας τὴν φάλαγγα λόχους ὀρθίους ποιῆσαι· ἡ μὲν γὰρ φάλαγξ διασπασθήσεται εὐθύς· τῇ μὲν γὰρ ἄνοδον τῇ δὲ εὔοδον εὑρήσομεν τὸ ὄρος· καὶ εὐθὺς τοῦτο ἀθυμίαν ποιήσει ὅταν τεταγμένοι εἰς φάλαγγα ταύτην διεσπασμένην ὁρῶσιν. [4.8.11] ἔπειτα ἢν μὲν ἐπὶ πολλῶν τεταγμένοι προσάγωμεν, περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι καὶ τοῖς περιττοῖς χρήσονται ὅ τι ἂν βούλωνται· ἐὰν δὲ ἐπ᾽ ὀλίγων τεταγμένοι ὦμεν, οὐδὲν ἂν εἴη θαυμαστὸν εἰ διακοπείη ἡμῶν ἡ φάλαγξ ὑπὸ ἁθρόων καὶ βελῶν καὶ ἀνθρώπων πολλῶν ἐμπεσόντων· εἰ δέ πῃ τοῦτο ἔσται, τῇ ὅλῃ φάλαγγι κακὸν ἔσται. [4.8.12] ἀλλά μοι δοκεῖ ὀρθίους τοὺς λόχους ποιησαμένους τοσοῦτον χωρίον κατασχεῖν διαλιπόντας τοῖς λόχοις ὅσον ἔξω τοὺς ἐσχάτους λόχους γενέσθαι τῶν πολεμίων κεράτων· καὶ οὕτως ἐσόμεθα τῆς τε τῶν πολεμίων φάλαγγος ἔξω [οἱ ἔσχατοι λόχοι], καὶ ὀρθίους ἄγοντες οἱ κράτιστοι ἡμῶν πρῶτοι προσίασιν, ᾗ τε ἂν εὔοδον ᾖ, ταύτῃ ἕκαστος ἄξει [ὁ λόχος]. [4.8.13] καὶ εἴς τε τὸ διαλεῖπον οὐ ῥᾴδιον ἔσται τοῖς πολεμίοις εἰσελθεῖν ἔνθεν καὶ ἔνθεν λόχων ὄντων, διακόψαι τε οὐ ῥᾴδιον ἔσται λόχον ὄρθιον προσιόντα. ἄν τέ τις πιέζηται τῶν λόχων, ὁ πλησίον βοηθήσει. ἤν τε εἷς πῃ δυνηθῇ τῶν λόχων ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀναβῆναι, οὐδεὶς μηκέτι μείνῃ τῶν πολεμίων. [4.8.14] ταῦτα ἔδοξε, καὶ ἐποίουν ὀρθίους τοὺς λόχους. Ξενοφῶν δὲ ἀπιὼν ἐπὶ τὸ εὐώνυμον ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ ἔλεγε τοῖς στρατιώταις· Ἄνδρες, οὗτοί εἰσιν οὓς ὁρᾶτε μόνοι ἔτι ἡμῖν ἐμποδὼν τὸ μὴ ἤδη εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν· τούτους, ἤν πως δυνώμεθα, καὶ ὠμοὺς δεῖ καταφαγεῖν.

[4.8.1] Από κει βάδισαν οι Έλληνες ανάμεσα στη χώρα των Μακρώνων τρεις σταθμούς και προχώρησαν δέκα παρασάγγες. Την πρώτη μέρα έφτασαν στον ποταμό που χώριζε τις χώρες των Μακρώνων και των Σκυθηνών. [4.8.2] Πάνω, δεξιά τους, ήταν μια τοποθεσία πάρα πολύ δυσκολοπέραστη και προς τ᾽ αριστερά ένας άλλος ποταμός, όπου χυνόταν εκείνος που χώριζε τις δυο χώρες. Απ᾽ αυτόν έπρεπε να περάσουν. Κι ήταν δασωμένος με δέντρα όχι χοντρά, αλλά πυκνά, που οι Έλληνες τα έκοβαν όταν πλησίασαν, γιατί βιάζονταν να βγουν απ᾽ αυτό το μέρος όσο μπορούσαν γρηγορότερα. [4.8.3] Οι Μάκρωνες όμως, κρατώντας ασπίδες από κλωνάρια λυγαριάς και λόγχες και τρίχινους χιτώνες, ήταν παραταγμένοι στην απέναντι μεριά από κει που θα γινόταν η διάβαση κι έδιναν θάρρος ο ένας στον άλλο κι έριχναν πέτρες στον ποταμό. Μα δεν έφταναν τους Έλληνες, ούτε τους προξενούσαν καμιά βλάβη.
[4.8.4] Τότε παρουσιάζεται στον Ξενοφώντα κάποιος άντρας από τους πελταστές, που έλεγε πως ήταν σκλάβος στην Αθήνα, και βεβαίωνε πως καταλάβαινε τη γλώσσα τούτων των ανθρώπων. «Νομίζω μάλιστα, είπε, πως αυτή η χώρα είναι η πατρίδα μου. Κι αν δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, θέλω να συζητήσω μαζί τους». [4.8.5] «Τίποτε δεν εμποδίζει, είπε ο Ξενοφώντας· συζήτησε λοιπόν και μάθε πρώτα ποιοί είναι». Εκείνοι αποκρίθηκαν στην ερώτησή του πως ονομάζονταν Μάκρωνες. «Ξαναρώτησέ τους, είπε, γιατί παρατάχτηκαν για μάχη και τί τους αναγκάζει να είναι εχθροί μας». [4.8.6] Εκείνοι απάντησαν: «Επειδή κι εσείς έρχεστε ενάντια στην πατρίδα μας». Οι στρατηγοί τον πρόσταξαν να τους πει ότι δεν έρχονται για να τους βλάψουν, παρά έκαναν πόλεμο με το μεγάλο βασιλιά και τώρα γυρίζουν στην Ελλάδα και θέλουν να φτάσουν στη θάλασσα. [4.8.7] Εκείνοι τους ρώτησαν αν μπορούσαν να δώσουν εγγυήσεις γι᾽ αυτά, κι οι Έλληνες αποκρίθηκαν πως είναι πρόθυμοι και να δώσουν και να πάρουν. Τότε οι Μάκρωνες δίνουν στους Έλληνες μια βαρβαρική λόγχη κι οι Έλληνες σε κείνους μιαν ελληνική. Γιατί αυτά έλεγαν πως είναι εγγυήσεις. Πάντως κι οι δυο τους επικαλέστηκαν τους θεούς για μάρτυρες.
[4.8.8] Μόλις έκαμαν τις συμφωνίες, άρχισαν οι Μάκρωνες μαζί με τους Έλληνες να κόβουν τα δέντρα κι άνοιγαν το δρόμο για να τους βοηθήσουν να περάσουν, δουλεύοντας ανάμεσά τους. Τους έδιναν ακόμα ν᾽ αγοράσουν τρόφιμα, όσα μπορούσαν, και τους συνόδεψαν τρεις μέρες, ώσπου τους έφεραν στα σύνορα της χώρας των Κόλχων. [4.8.9] Σ᾽ αυτό το μέρος υπήρχε ένα μεγάλο βουνό, και επάνω ήταν παραταγμένοι οι Κόλχοι. Στην αρχή παρατάχτηκαν κι οι Έλληνες σε φάλαγγα, για να βαδίσουν έτσι προς το βουνό. Ύστερα νόμισαν οι στρατηγοί πως ήταν σωστό να συγκεντρωθούν και να συζητήσουν για το πώς θα πολεμήσουν καλύτερα. [4.8.10] Ο Ξενοφώντας τότε είπε πως θεωρούσε φρόνιμο να χαλάσουν τη φάλαγγα και να παρατάξουν τους άντρες των λόχων σε βάθος μεγάλο και μέτωπο μικρό. «Γιατί η φάλαγγα γρήγορα θα διασπαστεί, αφού το βουνό σ᾽ άλλα μέρη θα το βρούμε αδιάβατο και σε άλλα ευκολοπέραστο. Κι αυτό τότε θα απογοητέψει τους στρατιώτες που θα βλέπουν διασπασμένη την παράταξή τους. [4.8.11] Έπειτα, αν προχωρούμε με τους στρατιώτες όλης της φάλαγγας παραταγμένους σε μεγάλο βάθος, οι εχθροί θα είναι περισσότεροι από μας, κι εκείνους που θα περισσεύουν θα τους χρησιμοποιήσουν με όποιον τρόπο θέλουν. Αν πάλι το βάθος στην παράταξή μας θα είναι μικρό, δεν πρέπει να παραξενευτούμε που θα πέσουν ανάμεσά μας άνθρωποι και βέλη πολλά και θα μας χωρίσουν. Κι αν αυτό γίνει σ᾽ ένα σημείο, θα είναι κακό για ολόκληρη τη φάλαγγα. [4.8.12] Αντίθετα, νομίζω πως πρέπει να βάλουμε τον ένα λόχο πλάι στον άλλο και να παρατάξουμε τους άντρες καθενός σε βάθος μεγάλο και μέτωπο μικρό, ν᾽ αφήσουμε διαστήματα ανάμεσά τους και να πιάσουμε τόσην έκταση, ώστε οι τελευταίοι λόχοι μας να βρίσκονται έξω από τα άκρα του εχθρικού στρατού. Έτσι με τους ακρινούς λόχους μας θα είμαστε έξω από τη φάλαγγα των εχθρών, κι όταν οδηγούμε το στρατό με τέτοιο σχηματισμό, οι πιο γενναίοι από μας θα πλησιάσουν πρώτοι, και σε όποιο μέρος το βουνό είναι ευκολοπέραστο, εκεί θα οδηγήσει κάθε λοχαγός τους άντρες του. [4.8.13] Γι᾽ αυτό θα είναι δύσκολο στους εχθρούς να μπουν στα διαστήματα που θα υπάρχουν ανάμεσα στους λόχους, που θα είναι από τη μια κι από την άλλη, κι ούτε θα τους είναι εύκολο να χωρίσουν έναν απ᾽ αυτούς, αν προχωρεί με πολύ βάθος και λίγο μέτωπο. Κι αν κανένας λόχος πιέζεται από τους εχθρούς, θα τον βοηθήσει ο διπλανός του. Αν πάλι κάποιος από τους λόχους καταφέρει ν᾽ ανέβει στη βουνοκορφή, ούτε ένας εχθρός δεν πρόκειται να μείνει πια επάνω». [4.8.14] Αυτά τους φάνηκαν καλά, κι έκαναν την παράταξη με μεγάλο βάθος και μικρό μέτωπο. Και ο Ξενοφώντας, πηγαίνοντας από τη δεξιά πτέρυγα στην αριστερή, έλεγε στους άντρες: «Στρατιώτες, αυτοί που βλέπετε είναι οι μόνοι που μας εμποδίζουν, ώστε να μη βρισκόμαστε ακόμα στο μέρος, όπου κατευθυνόμαστε από καιρό. Γι᾽ αυτό πρέπει να τους φάμε ζωντανούς, αν μπορέσουμε».