ΔΙΑΣ [12] Μέχρι στιγμής δεν μου λες, Φιλοσοφία, σε τί έχεις αδικηθεί· απλώς εκφράζεις μόνο την αγανάκτησή σου. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Άκου λοιπόν, Δία, πόσο φοβερά είναι τα πράγματα. Μια απαίσια φυλή ανθρώπων, αποτελούμενη κατά το μεγαλύτερο μέρος της από δούλους και υπηρέτες, που δεν έκαναν συντροφιά μαζί μας από παιδιά εξαιτίας των πολλών ασχολιών τους, μια και εκτελούσαν έργο δούλων ή υπηρετών ή μάθαιναν κάποιες άλλες τέχνες, από αυτές που είναι φυσικό να μαθαίνουν τέτοιου είδους άνθρωποι, δηλαδή να φτιάχνουν παπούτσια ή να είναι ξυλουργοί ή να ασχολούνται με το πλύσιμο στη σκάφη ή να λαναρίζουν το μαλλί, για να είναι στη διάθεση των γυναικών καλά επεξεργασμένο και να γνέθεται άνετα και να κατεβαίνει εύκολα, κάθε φορά που εκείνες στρίβουν το υφάδι ή κλώθουν το νήμα. Επειδή λοιπόν από παιδιά ασχολούνταν με τέτοιου είδους πράγματα, δεν ήξεραν ούτε καν το όνομα το δικό μας. Όταν όμως έφτασαν στην ανδρική ηλικία και διαπίστωσαν πόσο μεγάλο σεβασμό δείχνει ο πολύς κόσμος στους συντρόφους τους δικούς μου, και πώς οι άνθρωποι ανέχονται την ελεύθερη έκφραση της γνώμης τους και χαίρονται με τις φιλοφρονήσεις τους και πείθονται στις συμβουλές τους και συστέλλονται με τις επιπλήξεις τους, όλα αυτά τα θεώρησαν μια κυριαρχική εξουσία καθόλου ευκαταφρόνητη. [13] Το να μάθουν βέβαια όσα ήταν απαραίτητα για μια τέτοια επιλογή θα ήταν κάτι μακροχρόνιο, ή καλύτερα εντελώς αδύνατο. Άλλωστε οι τέχνες ήταν φτωχικές, και με πολύ κόπο, και μόλις και μετά βίας τούς προμήθευαν τα απαραίτητα. Σε μερικούς μάλιστα και η δουλεία φαινόταν βαριά και (όπως πραγματικά είναι) αφόρητη. Παρατηρώντας τα λοιπόν αποφάσισαν να ρίξουν την τελευταία άγκυρα, αυτήν που οι ναυτικοί αποκαλούν «ιερή», και άραξαν στην εξαίρετη παραφροσύνη, προσκαλώντας συνάμα και τη θρασύτητα και την αμάθεια και την αδιαντροπιά, που είναι οι κυριότεροι σύντροφοι τους στους αγώνες. Εξασκήθηκαν καλά σε κάποιες καινούριες βρισιές, για να τις έχουν πρόχειρες και έτοιμες στο στόμα τους, και έχοντας μόνο αυτές ως συνεισφορά —βλέπεις τί είδους εφόδια, κατάλληλα για τη φιλοσοφία;— διαμορφώνουν και προσαρμόζουν με μεγάλη επιτυχία τους εαυτούς τους έτσι ώστε να μοιάζουν σ᾽ εμένα, όπως ακριβώς λέει ο Αίσωπος πως έκανε στην Κύμη ο γάιδαρος που, φορώντας ένα δέρμα λιονταριού και γκαρίζοντας άγρια, παρουσιαζόταν σαν να είναι και ο ίδιος λιοντάρι· και μπορεί να υπήρχαν και μερικοί που να τον πίστευαν. [14] Τα δικά μου είναι πολύ εύκολα, όπως ξέρεις, και προσιτά σε μίμηση —εννοώ τα εμφανή— και δεν χρειάζεται μεγάλη διαδικασία για να φορέσει κανείς ένα τριμμένο πανωφόρι, να κρεμάσει στον ώμο ένα σακούλι, να πάρει στο χέρι ένα ξύλο και να αρχίσει να φωνάζει, ή καλύτερα να γκαρίζει ή να γαβγίζει, και να κακολογεί τους πάντες. Άλλωστε τη βεβαιότητα πως δεν θα πάθαιναν τίποτε κακό μ᾽ αυτή τη συμπεριφορά την εξασφάλιζε ο σεβασμός για την εξωτερική τους εμφάνιση. Η ελευθερία ήταν στη διάθεσή τους χωρίς τη θέληση του αφεντικού τους, που, ακόμη κι αν ήθελε να τους ξαναφέρει πίσω, θα δεχόταν χτυπήματα με το ξύλο. Και η τροφή τους δεν ήταν πια λιγοστή ούτε, όπως πρωτύτερα, σκέτο κριθαρένιο ψωμί, και το προσφάι τους όχι πια παστό ψάρι ή θυμάρι με μέλι και ξύδι, αλλά κάθε λογής κρέατα και το πιο γλυκό κρασί, και χρυσάφι από οποιονδήποτε ήθελαν, μια και επισκέπτονται τακτικά και φορολογούνε ή, όπως λένε οι ίδιοι, «κουρεύουνε τα πρόβατα». Και πιστεύουν πως πολλοί θα δώσουν, είτε από σεβασμό στην εμφάνισή τους είτε από φόβο μήπως ακούσουνε λόγια προσβλητικά.
|