ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ [11] Μπράβο, σοφότατοι· αυτό είναι καλύτερο και νομιμότερο. Τις πέτρες πάντως κρατήστε τις, όπως είπα· θα τις χρειαστείτε λίγο αργότερα στο δικαστήριο. Πού όμως θα μπορούσε κανείς να βρει τη Φιλοσοφία; Γιατί δεν ξέρω πού μένει, παρόλο που περιπλανήθηκα πολύ καιρό αναζητώντας το σπίτι της, για να βρεθώ μαζί της. Συναντούσα λοιπόν κάποιους που φορούσαν τριμμένα πανωφόρια και που είχαν αφήσει μεγάλες γενειάδες, οι οποίοι υποστήριζαν ότι έρχονταν ακριβώς από το δικό της το σπίτι· φανταζόμουν λοιπόν ότι ξέρουνε, και τους ρωτούσα. Εκείνοι όμως, επειδή βρίσκονταν σε πολύ μεγαλύτερη άγνοια από μένα, είτε δεν μου απαντούσαν τίποτε απολύτως, για να μην αποκαλυφτεί η άγνοιά τους, είτε μου έδειχναν άλλη πόρτα αντί άλλης. Μέχρι λοιπόν και σήμερα δεν έχω καταφέρει να ανακαλύψω το σπίτι της. [12] Πολλές φορές μάλιστα, επειδή είτε εγώ ο ίδιος το υπέθεσα είτε κάποιος άλλος με καθοδήγησε, έφτανα σε κάποιες πόρτες με την προσδοκία, τότε τουλάχιστον, ότι την είχα βρει, όπως συμπέραινα από το πλήθος αυτών που έμπαιναν και έβγαιναν, μια και όλοι τους ήταν σοβαροί, και στην εμφάνιση ευπρεπείς, και σκεφτικοί στην όψη. Χωνόμουν λοιπόν κι εγώ ανάμεσά τους, και έμπαινα και ο ίδιος μέσα. Έπειτα έβλεπα ένα γυναικάριο καθόλου απονήρευτο, παρόλο που έκανε ό,τι μπορούσε για να εμφανίζεται απλό και αστόλιστο, αλλά εγώ διαπίστωνα αμέσως ότι ούτε τα μαλλιά της, που φαινόταν αφημένα λυτά, δεν τα είχε αφήσει απεριποίητα, ούτε και το ρούχο που είχε ρίξει επάνω της ήταν φορεμένο χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Αντίθετα, ήταν ολοφάνερο πως στολιζότανε γι᾽ αυτούς και πως χρησιμοποιούσε τη δήθεν ατημέλητη εμφάνισή της για να φανεί πιο ελκυστική. Μπορούσε μάλιστα να διακρίνει κανείς και λίγο φτιασίδι και λίγο κοκκινάδι, και τα λόγια της ταίριαζαν απολύτως σε εταίρα. Όταν οι εραστές της την επαινούσαν για την ομορφιά της, χαιρότανε, κι αν κάποιος της πρόσφερε κάτι, το δεχόταν αμέσως και, καθίζοντας κοντά και δίπλα της τους πλουσιότερους, ούτε που γύριζε να κοιτάξει τους φτωχότερους εραστές της. Πολλές φορές μάλιστα, καθώς γυμνωνόταν ο λαιμός, τάχα άθελά της, έβλεπα χρυσά περιδέραια, φαρδύτερα ακόμη και από τα περιλαίμια. Όταν λοιπόν έβλεπα αυτά τα πράγματα, οπισθοχωρούσα κι έφευγα αμέσως, συμπονώντας φυσικά εκείνους τους κακόμοιρους, που αυτή τους τραβούσε όχι από τη μύτη, αλλά από τη γενειάδα, και που, σαν τον Ιξίονα, συνευρίσκονταν μ᾽ ένα ομοίωμα αντί για την Ήρα. ΠΛΑΤΩΝΑΣ [13] Αυτό βέβαια σωστά το είπες. Η πόρτα δεν είναι ευδιάκριτη ούτε αναγνωρίσιμη από όλους. Ωστόσο δεν θα χρειαστεί να περπατήσουμε ως το σπίτι της. Θα την περιμένουμε εδώ στον Κεραμεικό. Κι αυτή όπου να ᾽ναι θα έρθει επιστρέφοντας από την Ακαδημία, για να περπατήσει και στην Ποικίλη Στοά, μια και αυτή είναι η καθημερινή της συνήθεια. Αλλά νά τη, καταφτάνει. Βλέπεις εκείνη την ευπρεπή, που ξεχωρίζει από την εμφάνισή της, με το καλοσυνάτο βλέμμα, αυτήν που βαδίζει ήρεμα απορροφημένη από τις σκέψεις της; ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ Βλέπω πολλές όμοιες και στην εμφάνιση και στο βάδισμα και στο ντύσιμο. Ωστόσο μία είναι οπωσδήποτε η αληθινή Φιλοσοφία, ακόμη κι ανάμεσα σ᾽ αυτές. ΠΛΑΤΩΝΑΣ Καλά το είπες. Θα φανερώσει όμως ποιά είναι, και μόνο που θα μιλήσει.
|