Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Κατάπλους ἢ Τύραννος (8-9)


ΚΛΩΘΩ
[8] Φέρ᾽ ἴδω τίς ἐστι.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Μεγαπένθης ὁ Λακύδου, τύραννος.
ΚΛΩΘΩ
Ἐπίβαινε σύ.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Μηδαμῶς, ὦ δέσποινα Κλωθοῖ, ἀλλά με πρὸς ὀλίγον ἔασον ἀνελθεῖν. εἶτά σοι αὐτόματος ἥξω καλοῦντος μηδενός.
ΚΛΩΘΩ
Τί δὲ ἔστιν οὗ χάριν ἀφικέσθαι θέλεις;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Τὴν οἰκίαν ἐκτελέσαι μοι πρότερον ἐπίτρεψον· ἡμιτελὴς γὰρ ὁ δόμος καταλέλειπται.
ΚΛΩΘΩ
Ληρεῖς· ἀλλὰ ἔμβαινε.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Οὐ πολὺν χρόνον, ὦ Μοῖρα, αἰτῶ· μίαν με ἔασον μεῖναι τήνδε ἡμέραν, ἄχρι ἄν τι ἐπισκήψω τῇ γυναικὶ περὶ τῶν χρημάτων, ἔνθα τὸν μέγαν εἶχον θησαυρὸν κατορωρυγμένον.
ΚΛΩΘΩ
Ἄραρεν· οὐκ ἂν τύχοις.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ἀπολεῖται οὖν χρυσὸς τοσοῦτος;
ΚΛΩΘΩ
Οὐκ ἀπολεῖται. θάρρει τούτου γε ἕνεκα· Μεγακλῆς γὰρ αὐτὸν ὁ σὸς ἀνεψιὸς παραλήψεται.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ὢ τῆς ὕβρεως. ὁ ἐχθρός, ὃν ὑπὸ ῥᾳθυμίας ἔγωγε οὐ προαπέκτεινα;
ΚΛΩΘΩ
Ἐκεῖνος αὐτός· καὶ ἐπιβιώσεταί σοι ἔτη τετταράκοντα καὶ μικρόν τι πρός, τὰς παλλακίδας καὶ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸν χρυσὸν ὅλον σου παραλαβών.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ἀδικεῖς, ὦ Κλωθοῖ, τἀμὰ τοῖς πολεμιωτάτοις διανέμουσα.
ΚΛΩΘΩ
Σὺ γὰρ οὐχὶ Κυδιμάχου αὐτὰ ὄντα, ὦ γενναιότατε, παρειλήφεις ἀποκτείνας τε αὐτὸν καὶ τὰ παιδία ἔτι ἐμπνέοντι ἐπισφάξας;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ἀλλὰ νῦν ἐμὰ ἦν.
ΚΛΩΘΩ
Οὐκοῦν ἐξήκει σοι ὁ χρόνος ἤδη τῆς κτήσεως.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
[9] Ἄκουσον, ὦ Κλωθοῖ, ἅ σοι ἰδίᾳ μηδενὸς ἀκούοντος εἰπεῖν βούλομαι· ὑμεῖς δὲ ἀπόστητε πρὸς ὀλίγον. ἄν με ἀφῇς ἀποδρᾶναι, χίλιά σοι τάλαντα χρυσίου ἐπισήμου δώσειν ὑπισχνοῦμαι τήμερον.
ΚΛΩΘΩ
Ἔτι γὰρ χρυσόν, ὦ γελοῖε, καὶ τάλαντα διὰ μνήμης ἔχεις;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Καὶ τοὺς δύο δὲ κρατῆρας, εἰ βούλει, προσθήσω οὓς ἔλαβον ἀποκτείνας Κλεόκριτον, ἕλκοντας ἑκάτερον χρυσοῦ ἀπέφθου τάλαντα ἑκατόν.
ΚΛΩΘΩ
Ἕλκετε αὐτόν· ἔοικε γὰρ οὐκ ἐπεμβήσεσθαι ἡμῖν ἑκών.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Μαρτύρομαι ὑμᾶς, ἀτελὲς μένει τὸ τεῖχος καὶ τὰ νεώρια· ἐξετέλεσα γὰρ ἂν αὐτὰ ἐπιβιοὺς πέντε μόνας ἡμέρας.
ΚΛΩΘΩ
Ἀμέλησον· ἄλλος τειχιεῖ.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Καὶ μὴν τοῦτό γε πάντως εὔγνωμον αἰτῶ.
ΚΛΩΘΩ
Τὸ ποῖον;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Εἰς τοσοῦτον ἐπιβιῶναι, μέχρι ἂν ὑπαγάγωμαι Πισίδας καὶ Λυδοῖς ἐπιθῶ τοὺς φόρους καὶ μνῆμα ἑαυτῷ παμμέγεθες ἀναστήσας ἐπιγράψω ὁπόσα ἔπραξα μεγάλα καὶ στρατηγικὰ παρὰ τὸν βίον.
ΚΛΩΘΩ
Οὗτος, οὐκέτι μίαν ἡμέραν ταύτην αἰτεῖς, ἀλλὰ σχεδὸν εἴκοσιν ἐτῶν διατριβήν.


ΚΛΩΘΩ
[8] Γιά να δω ποιός είναι.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Ο Μεγαπένθης, γιος του Λακύδη, τύραννος.
ΚΛΩΘΩ
Ε, εσύ· επιβιβάσου.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Με κανέναν τρόπο, αφέντισσα Κλωθώ, αλλά για λίγο μόνο άσε με να ανέβω στη ζωή· έπειτα θα γυρίσω από μόνος μου, χωρίς να με φωνάξει κανείς.
ΚΛΩΘΩ
Και τί είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις τόσο πολύ να γυρίσεις επάνω;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Επίτρεψέ μου να τελειώσω πρώτα το σπίτι μου· γιατί μισοφτιαγμένο το άφησα το αρχοντικό μου επάνω.
ΚΛΩΘΩ
Λες ανοησίες. Άντε, μπες μέσα.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Δεν ζητάω πολύ χρόνο, Μοίρα μου· μια μέρα μόνο άσε με, ετούτη την ημέρα, ίσα ίσα για να δώσω οδηγίες στη γυναίκα μου για τα χρήματα, πού έχω θαμμένο τον μεγάλο θησαυρό.
ΚΛΩΘΩ
Τελειώσαμε· δεν θα σου γίνει η χάρη.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Και θα χαθεί λοιπόν τόσο πολύ χρυσάφι;
ΚΛΩΘΩ
Δεν θα χαθεί. Όσο γι᾽ αυτό μην ανησυχείς· ο Μεγακλής, ο ξάδελφός σου, θα το παραλάβει.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Τί προσβολή! Ο εχθρός μου, που εγώ από αμέλεια δεν πρόλαβα να τον σκοτώσω;
ΚΛΩΘΩ
Αυτός ακριβώς· και θα ζήσει περισσότερο από σένα σαράντα χρόνια και κάτι παραπάνω, έχοντας παραλάβει τις παλλακίδες και τα ρούχα και όλο το χρυσάφι σου.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Με αδικείς, Κλωθώ, μοιράζοντας τα δικά μου πράγματα στους μεγαλύτερους εχθρούς μου.
ΚΛΩΘΩ
Κι εσύ, παλικάρι μου, δεν τα παρέλαβες αυτά από τον Κυδίμαχο, αφού τον σκότωσες, και έσφαξες επάνω του και τα παιδιά του, ενώ εκείνος ακόμη ανέπνεε;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ναι, αλλά τώρα ήταν δικά μου.
ΚΛΩΘΩ
Λοιπόν, ο χρόνος της ιδιοκτησίας σου τελείωσε.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
[9] Άκουσε, Κλωθώ, αυτά που θέλω να σου πω ιδιαιτέρως, χωρίς να μας ακούει κανείς. Εσείς, απομακρυνθείτε για λίγο. Αν με αφήσεις να δραπετεύσω, σου υπόσχομαι να σου δώσω σήμερα χίλια τάλαντα σε χρυσά νομίσματα.
ΚΛΩΘΩ
Ακόμη, γελοίε, θυμάσαι χρυσάφια και τάλαντα;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Αν θέλεις, θα προσθέσω και τους δύο κρατήρες που πήρα σκοτώνοντας τον Κλεόκριτο· καθένας τους ζυγίζει εκατό τάλαντα ατόφιο χρυσάφι.
ΚΛΩΘΩ
Σύρτε τον μέσα· γιατί δεν νομίζω πως θα επιβιβαστεί με τη θέλησή του.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Διαμαρτύρομαι· μένει μισοτελειωμένο το τείχος και ο ναύσταθμος. Θα τα ολοκλήρωνα, αν ζούσα μόνο πέντε μέρες ακόμη.
ΚΛΩΘΩ
Μην ανησυχείς· άλλος θα χτίσει το τείχος.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ωστόσο ζητώ τουλάχιστον αυτό, που είναι απολύτως λογικό.
ΚΛΩΘΩ
Ποιό δηλαδή;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Να ζήσω ακόμη τόσο, ώσπου να υποτάξω τους Πισίδες και να επιβάλω φόρους στους Λυδούς και να ανοικοδομήσω ένα τεράστιο μνήμα για τον εαυτό μου, όπου θα γράψω σε επιγραφή όλες τις σημαντικές πράξεις και τις στρατιωτικές επιτυχίες της ζωής μου.
ΚΛΩΘΩ
Εσύ, φίλε μου, δεν μου ζητάς πια μια μέρα, ετούτη τη μέρα, αλλά αναβολή σχεδόν για μια εικοσαετία.