ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Κοίτα, ποιός να ᾽ταν; πού να ᾽ναι;
πού αναπέτασ᾽ εδώθε και κρύβεται
ο πιο απ᾽ όλους, απ᾽ όλους
120στον κόσμο πιο αδιάντροπος;
—Ζήτα τον, ψάχνε να δεις,
κοίτα γύρω παντού.
—Κάποιος αλήτης, αλήτης ο γέρος·
αδύνατο ντόπιος· αλλιώς
πόδι ποτέ του δε θα ᾽βαζε
στο απάτητο τ᾽ άλσος αυτών
των φοβερών των Παρθένων,
που τρέμομε και τ᾽ όνομά των να λέμε,
130που προσπερνούμε χωρίς να κοιτάξομε,
άφωνοι, αμίλητοι, αναδεύοντας
βαθιά μες στην ψυχή μας
μ᾽ ευλαβικιά συνοχή τις δεήσεις μας.
Και τώρα μού ειπαν πως ήρθ᾽ ένας άγνωστος
που δε σέβεται τίποτα
και που ενώ γύρω παντού τον γυρεύω
στον ιερό τον περίβολο, ακόμα
δε μπορώ να τον βρω, πού μου κρύβεται.
ΟΙΔ. Ιδού αυτός· είμαι εγώ· γιατί βλέπω
με τ᾽ αυτιά, καθώς λένε.
140ΧΟΡ. Ω πω πω, Θεέ μου,
φριχτός να τον βλέπεις,
φριχτός να τον ακούς!
ΟΙΔ. Σας ξορκίζω, μη με βλέπετε
σα νά ημουν έξω από νόμο.
ΧΟΡ. Βάλε, Δία, το χέρι σου·
ποιός μπορεί να ᾽ναι τάχατε ο γέροντας;
ΟΙΔ. Ένας όχι και πάρα πολύ
πρώτης μοίρας, που να τον ζηλεύεις,
ω της χώρας αυτής προεστοί·
και το δείχνω· ειδαλλιώς
δε θα σέρνομουν έτσι
με τα ξέν᾽ αυτά μάτια·
ουδέ θ᾽ άραζα, τόσο μεγάλος,
σε τέτοια άγκυρα επάνω.
150ΧΟΡ. Αχ, έτσι να ᾽σουνα τάχα
κι από γενετής σου με μάτια τυφλά;
δυστυχίες και χρόνια πολλά
σε βαραίνουν, αν κρίνω απ᾽ την όψη.
—Όμως όσο από μένα, κι αυτή
δε θα πάρεις την κάταρα επάνω σου.
—Γιατί, πας, όλο πας και πιο πέρα·
να μην έξαφνα πέσεις και μέσα σ᾽ αυτό
το χλοερό το λαγκάδι το αλάλητο,
όπου μέσα σε κρατήρα νερού
160γλυκοεύφραντο σμίγεται ανάμα σπονδών.
—Και φυλάξου, βαριόμοιρε ξένε, από κει·
μετατόπισε, μάκρυνε,
πολύς δρόμος ακόμα χωρίζει.
—Ακούς, πολυστέναχτε αλήτη;
αν θέλεις και τίποτα λόγο να πεις
σε μας που είμαστ᾽ εδώ μαζεμένοι,
έβγα πρώτ᾽ απ᾽ τον άβατο τόπον εδώ
και κει που ᾽ναι καθένας ελεύτερος,
μίλησέ μου· μα πριν, ούτε λέξη.
ΟΙΔ. Θυγατέρα, ποιά απόφαση
170λες να πάρει κανείς;
ΑΝΤ. Ω πατέρα, την ίδια πρέπει να ᾽χομε γνώμη
με τους ανθρώπους του τόπου
και να κλίνομε και να υπακούομε
σ᾽ ό, τι πρέπει. ΟΙΔ. Λοιπόν, πιάσε με τότε.
ΑΝΤ. Νά, σε πιάνω.
ΟΙΔ. Μη μου κάμετε, ξένοι, κακό·
σας μπιστεύομαι, νά,
και μακραίνω από δω.
|