Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (4.7.15-4.7.27)

[4.7.15] Ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ Χαλύβων σταθμοὺς ἑπτὰ παρασάγγας πεντήκοντα. οὗτοι ἦσαν ὧν διῆλθον ἀλκιμώτατοι, καὶ εἰς χεῖρας ᾖσαν. εἶχον δὲ θώρακας λινοῦς μέχρι τοῦ ἤτρου, ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα. [4.7.16] εἶχον δὲ καὶ κνημῖδας καὶ κράνη καὶ παρὰ τὴν ζώνην μαχαίριον ὅσον ξυήλην Λακωνικήν, ᾧ ἔσφαττον ὧν κρατεῖν δύναιντο, καὶ ἀποτεμόντες ἂν τὰς κεφαλὰς ἔχοντες ἐπορεύοντο, καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον. εἶχον δὲ καὶ δόρυ ὡς πεντεκαίδεκα πήχεων μίαν λόγχην ἔχον. [4.7.17] οὗτοι ἐνέμενον ἐν τοῖς πολίσμασιν· ἐπεὶ δὲ παρέλθοιεν οἱ Ἕλληνες, εἵποντο ἀεὶ μαχούμενοι. ᾤκουν δὲ ἐν τοῖς ὀχυροῖς, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐν τούτοις ἀνακεκομισμένοι ἦσαν· ὥστε μηδὲν λαμβάνειν αὐτόθεν τοὺς Ἕλληνας, ἀλλὰ διετράφησαν τοῖς κτήνεσιν ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον.
[4.7.18] Ἐκ τούτων οἱ Ἕλληνες ἀφίκοντο ἐπὶ Ἅρπασον ποταμόν, εὖρος τεττάρων πλέθρων. ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ Σκυθηνῶν σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι διὰ πεδίου εἰς κώμας· ἐν αἷς ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἐπεσιτίσαντο.
[4.7.19] Ἐντεῦθεν διῆλθον σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα καὶ οἰκουμένην ἣ ἐκαλεῖτο Γυμνιάς. ἐκ ταύτης †τῆς χώρας† ὁ ἄρχων τοῖς Ἕλλησιν ἡγεμόνα πέμπει, ὅπως διὰ τῆς ἑαυτῶν πολεμίας χώρας ἄγοι αὐτούς. [4.7.20] ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖνος λέγει ὅτι ἄξει αὐτοὺς πέντε ἡμερῶν εἰς χωρίον ὅθεν ὄψονται θάλατταν· εἰ δὲ μή, τεθνάναι ἐπηγγείλατο. καὶ ἡγούμενος ἐπειδὴ ἐνέβαλλεν εἰς τὴν [ἑαυτοῦ] πολεμίαν, παρεκελεύετο αἴθειν καὶ φθείρειν τὴν χώραν· ᾧ καὶ δῆλον ἐγένετο ὅτι τούτου ἕνεκα ἔλθοι, οὐ τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας. [4.7.21] καὶ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸ ὄρος τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ· ὄνομα δὲ τῷ ὄρει ἦν Θήχης. ἐπεὶ δὲ οἱ πρῶτοι ἐγένοντο ἐπὶ τοῦ ὄρους καὶ κατεῖδον τὴν θάλατταν, κραυγὴ πολλὴ ἐγένετο. [4.7.22] ἀκούσας δὲ ὁ Ξενοφῶν καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες ᾠήθησαν ἔμπροσθεν ἄλλους ἐπιτίθεσθαι πολεμίους· εἵποντο γὰρ ὄπισθεν ἐκ τῆς καιομένης χώρας, καὶ αὐτῶν οἱ ὀπισθοφύλακες ἀπέκτεινάν τέ τινας καὶ ἐζώγρησαν ἐνέδραν ποιησάμενοι, καὶ γέρρα ἔλαβον δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν.
[4.7.23] Ἐπειδὴ δὲ βοὴ πλείων τε ἐγίγνετο καὶ ἐγγύτερον καὶ οἱ ἀεὶ ἐπιόντες ἔθεον δρόμῳ ἐπὶ τοὺς ἀεὶ βοῶντας καὶ πολλῷ μείζων ἐγίγνετο ἡ βοὴ ὅσῳ δὴ πλείους ἐγίγνοντο, ἐδόκει δὴ μεῖζόν τι εἶναι τῷ Ξενοφῶντι, [4.7.24] καὶ ἀναβὰς ἐφ᾽ ἵππον καὶ Λύκιον καὶ τοὺς ἱππέας ἀναλαβὼν παρεβοήθει· καὶ τάχα δὴ ἀκούουσι βοώντων τῶν στρατιωτῶν Θάλαττα θάλαττα καὶ παρεγγυώντων. ἔνθα δὴ ἔθεον πάντες καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες, καὶ τὰ ὑποζύγια ἠλαύνετο καὶ οἱ ἵπποι. [4.7.25] ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο πάντες ἐπὶ τὸ ἄκρον, ἐνταῦθα δὴ περιέβαλλον ἀλλήλους καὶ στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς δακρύοντες. καὶ ἐξαπίνης ὅτου δὴ παρεγγυήσαντος οἱ στρατιῶται φέρουσι λίθους καὶ ποιοῦσι κολωνὸν μέγαν. [4.7.26] ἐνταῦθα ἀνετίθεσαν δερμάτων πλῆθος ὠμοβοείων καὶ βακτηρίας καὶ τὰ αἰχμάλωτα γέρρα, καὶ ὁ ἡγεμὼν αὐτός τε κατέτεμνε τὰ γέρρα καὶ τοῖς ἄλλοις διεκελεύετο. [4.7.27] μετὰ ταῦτα τὸν ἡγεμόνα οἱ Ἕλληνες ἀποπέμπουσι δῶρα δόντες ἀπὸ κοινοῦ ἵππον καὶ φιάλην ἀργυρᾶν καὶ σκευὴν Περσικὴν καὶ δαρεικοὺς δέκα· ᾔτει δὲ μάλιστα τοὺς δακτυλίους, καὶ ἔλαβε πολλοὺς παρὰ τῶν στρατιωτῶν. κώμην δὲ δείξας αὐτοῖς οὗ σκηνήσουσι καὶ τὴν ὁδὸν ἣν πορεύσονται εἰς Μάκρωνας, ἐπεὶ ἑσπέρα ἐγένετο, ᾤχετο τῆς νυκτὸς ἀπιών.

[4.7.15] Από το μέρος αυτό βάδισαν εφτά σταθμούς και προχώρησαν πενήντα παρασάγγες ανάμεσα στη χώρα των Χαλύβων. Τούτοι ήταν οι πιο γενναίοι άντρες απ᾽ όλους που γνώρισαν οι Έλληνες, περνώντας τις χώρες τους, και τους πολέμησαν. Φορούσαν θώρακες λινούς που έφταναν ως το κάτω μέρος της κοιλιάς, κι είχαν στη θέση των φτερών σχοινιά από σφιχτοπλεγμένα σπάρτα. [4.7.16] Είχαν ακόμα περικνημίδες και κράνη και στη ζώνη ένα μαχαίρι, σαν εκείνο που κρατούσαν οι Λακεδαιμόνιοι. Με αυτό έσφαζαν όσους κατόρθωναν να νικήσουν και βάδιζαν κρατώντας τα κεφάλια τους κομμένα και μάλιστα τραγουδούσαν και χόρευαν, όταν επρόκειτο να τους δουν οι εχθροί. Τέλος κρατούσαν και δόρυ, που το μάκρος του ήταν δεκαπέντε πάνω κάτω πήχες και είχε μια λόγχη. [4.7.17] Οι άνθρωποι αυτοί έμεναν μέσα στους συνοικισμούς τους, κι όταν περνούσαν οι Έλληνες, πάντα τους ακολουθούσαν για να τους πολεμήσουν. Κατοικούσαν όμως σε οχυρές τοποθεσίες και είχαν κουβαλήσει μέσα σ᾽ αυτές τα τρόφιμα. Έτσι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να παίρνουν τίποτε απ᾽ αυτόν τον τόπο, παρά τρέφονταν με τα κρέατα των ζώων που είχαν αρπάξει από τη χώρα των Ταόχων.
[4.7.18] Από κει οι Έλληνες έφτασαν στον Άρπασο ποταμό, που είχε πλάτος τέσσερα πλέθρα. Ύστερα βαδίζοντας ανάμεσα στη χώρα των Σκυθηνών τέσσερις σταθμούς, προχώρησαν είκοσι παρασάγγες μέσα σε κάμπο και πήγαν σε κάτι χωριά, όπου έμειναν τρεις μέρες και προμηθεύτηκαν τρόφιμα.
[4.7.19] Από κει πέρασαν τέσσερις σταθμούς, προχώρησαν είκοσι παρασάγγες και πήγαν σε μια πόλη πολυάνθρωπη, πλούσια και μεγάλη, που την έλεγαν Γυμνιάδα. Απ᾽ αυτήν ο άρχοντας του τόπου στέλνει στους Έλληνες οδηγό, για να τους περάσει ανάμεσα από εχθρική του χώρα. [4.7.20] Αυτός ήρθε και τους λέει πως μέσα σε πέντε μέρες θα τους πάει σ᾽ ένα μέρος, απ᾽ όπου θα δουν θάλασσα. Αν δεν γίνει έτσι, είπε πως δέχεται να θανατωθεί. Και οδηγώντας τους, επειδή μπήκε σε εχθρική του χώρα, τους πρότρεπε να βάζουν φωτιά και να την καταστρέφουν. Απ᾽ αυτό έγινε φανερό πως γι᾽ αυτόν το λόγο ήρθε κι όχι από αγάπη στους Έλληνες. [4.7.21] Την πέμπτη μέρα φτάνουν στο βουνό, που ονομαζόταν Θήχης. Όταν ανέβηκαν οι πρώτοι επάνω και είδαν τη θάλασσα, έβγαλαν κάτι δυνατές φωνές. [4.7.22] Τις άκουσε ο Ξενοφώντας κι οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής και νόμισαν πως είναι άλλοι εχθροί μπροστά και τους κάνουν επίθεση. Γιατί ακολουθούσαν από πίσω άντρες από τη χώρα που έκαψαν, κι οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής εσκότωσαν μερικούς κι έπιασαν άλλους ζωντανούς, σε ενέδρα που έστησαν. Κυρίεψαν ακόμη ως είκοσι ασπίδες από πυκνότριχα ακατέργαστα δέρματα βοδιών.
[4.7.23] Η βοή όμως, όσο πήγαινε, μεγάλωνε και ακουγόταν πιο κοντά, κι εκείνοι που έρχονταν κάθε τόσο έτρεχαν γρήγορα προς το μέρος απ᾽ όπου συνέχιζαν να βγαίνουν οι φωνές, κι όσο περισσότεροι στρατιώτες μαζεύονταν, τόσο η βοή ακουγόταν δυνατότερα. Νόμισε λοιπόν ο Ξενοφώντας ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. [4.7.24] Γι᾽ αυτό ανέβηκε στο άλογό του, πήρε μαζί το Λύκιο και τους ιππείς κι έτρεχε για να δώσει βοήθεια. Σε λίγο ακούνε τους στρατιώτες να φωνάζουν «Θάλασσα! Θάλασσα!», κι αυτήν τη λέξη να πηγαίνει από στόμα σε στόμα. Τότε έτρεχαν όλοι, μαζί κι οι οπισθοφύλακες, ενώ έσερναν γρήγορα μαζί τους τα υποζύγια, καθώς και τα άλογα. [4.7.25] Όταν έφτασαν όλοι στην κορυφή, τότε πια οι στρατιώτες με δάκρυα στα μάτια αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο και τους στρατηγούς και τους λοχαγούς. Και ξαφνικά, με την προτροπή κάποιου, οι στρατιώτες κουβαλάνε πέτρες και κάνουν ένα μεγάλο σωρό. [4.7.26] Πάνω σ᾽ αυτόν έβαλαν πολλά ακατέργαστα δέρματα βοδιών, ραβδιά και τις ασπίδες που είχαν κυριέψει, ενώ ο οδηγός κι εκείνος κομμάτιαζε τις ασπίδες και τους άλλους παρακινούσε να κάνουν το ίδιο. [4.7.27] Ύστερα οι Έλληνες στέλνουν πίσω στην πατρίδα του τον οδηγό. Πρώτα όμως του χάρισαν όλοι μαζί δώρα, δηλαδή ένα άλογο, μια ασημένια κούπα, μια περσική στολή και δέκα δαρεικούς. Αλλά προπάντων τους ζητούσε δαχτυλίδια, και οι στρατιώτες τού έδωσαν πάρα πολλά. Τέλος τους έδειξε ένα χωριό για να στρατοπεδέψουν και το δρόμο που θα τους έβγαζε στους Μάκρωνες κι έφυγε μόλις σκοτείνιασε.