ΘΗΣ. Παύτε, κόρες, τους θρήνους· απάνω απ᾽ αυτούς,
που στον τάφο τους μέσα έχουν πάρει μαζί
την κοινή ευγνωμοσύνη της χώρας,
δεν ταιριάζουν οι θρήνοι· γιατί
κι ο Θεός δεν το θέλει.
ΑΝΤ. Σου προσπέφτομε, ω τέκνο του Αιγέα— ΘΗΣ. Και τί
μου ζητάτε, παιδιά, να σας κάμω;
ΑΝΤ. Του πατέρα μας θέλομε
κι εμείς οι ίδιες τον τάφο να δούμε.
ΘΗΣ. Μα αυτό δεν επιτρέπεται.
ΑΝΤ. Πώς, αφέντη βασιλιά της Αθήνας;
1760ΘΗΣ. Γιατί εκείνος, παιδιά, μου απαγόρευσε
πόδι ανθρώπου στους τόπους αυτούς
να πλησιάσει και μήτε φωνή ν᾽ ακουστεί
πάνω απ᾽ τ᾽ άγια τα χώματα
που το σώμα του κρύβουν.
Κι αν φυλάω, μου είπε, αυτές
τις παραγγελιές του πιστά,
θα ᾽χω πάντα τη χώρα μου
από κάθε κακό ασφαλισμένη.
Αυτή μας λοιπόν την υπόσχεση
δέχτηκε ο Θεός και του Δία ο πιστός
ο Όρκος που όλα τ᾽ ακούει.
ΑΝΤ. Αν αυτό είναι εκείνου το θέλημα,
τόσο φτάνει. Μα εμάς, βασιλιά,
1770στείλε καν στην πανάρχαια τη Θήβα,
μην τυχόν και το φόνο προλάβομε
που κρέμετ᾽ απάνω στων δυο μας
αδερφιών τα κεφάλια.
ΘΗΣ. Μα θα κάμω κι αυτό κι ό,τι άλλο καλό
θα μπορούσα για σας και για χάρη εκεινού
που ότι κι έχει μας φύγει και κάτω απ᾽ τη γη
αναπαύτηκε· κι ούτε ποτέ
απ᾽ αυτό μου το χρέος θα λείψω.
ΧΟΡ. Λοιπόν παύετε πια κι άλλους πιότερους
μη σηκώνετε θρήνους· κι αυτά
δίχως άλλο θα πάρουνε τέλος.
|