Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Περὶ τοῦ στεφάνου (18) (257-264)


[257] Ἐμοὶ μὲν τοίνυν ὑπῆρξεν, Αἰσχίνη, παιδὶ μὲν ὄντι φοιτᾶν εἰς τὰ προσήκοντα διδασκαλεῖα, καὶ ἔχειν ὅσα χρὴ τὸν μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσοντα δι᾽ ἔνδειαν, ἐξελθόντι δ᾽ ἐκ παίδων ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν, μηδεμιᾶς φιλοτιμίας μήτ᾽ ἰδίας μήτε δημοσίας ἀπολείπεσθαι, ἀλλὰ καὶ τῇ πόλει καὶ τοῖς φίλοις χρήσιμον εἶναι, ἐπειδὴ δὲ πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν ἔδοξέ μοι, τοιαῦτα πολιτεύμαθ᾽ ἑλέσθαι ὥστε καὶ ὑπὸ τῆς πατρίδος καὶ ὑπ᾽ ἄλλων Ἑλλήνων πολλῶν πολλάκις ἐστεφανῶσθαι, καὶ μηδὲ τοὺς ἐχθροὺς ὑμᾶς, ὡς οὐ καλά γ᾽ ἦν ἃ προειλόμην, ἐπιχειρεῖν λέγειν. [258] ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ, καὶ πόλλ᾽ ἂν ἔχων ἕτερ᾽ εἰπεῖν περὶ αὐτῆς παραλείπω, φυλαττόμενος τὸ λυπῆσαί τιν᾽ ἐν οἷς σεμνύνομαι. σὺ δ᾽ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους σκόπει πρὸς ταύτην ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ, δι᾽ ἣν παῖς μὲν ὢν μετὰ πολλῆς τῆς ἐνδείας ἐτράφης, ἅμα τῷ πατρὶ πρὸς τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων καὶ τὸ παιδαγωγεῖον κορῶν, οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων, [259] ἀνὴρ δὲ γενόμενος τῇ μητρὶ τελούσῃ τὰς βίβλους ἀνεγίγνωσκες καὶ τἄλλα συνεσκευωροῦ, τὴν μὲν νύκτα νεβρίζων καὶ κρατηρίζων καὶ καθαίρων τοὺς τελουμένους καὶ ἀπομάττων τῷ πηλῷ καὶ τοῖς πιτύροις, καὶ ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ κελεύων λέγειν «ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον», ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ᾽ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος (καὶ ἔγωγε νομίζω· μὴ γὰρ οἴεσθ᾽ αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δ᾽ οὐχ ὑπέρλαμπρον), [260] ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ, τοὺς ὄφεις τοὺς παρείας θλίβων καὶ ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, καὶ βοῶν «εὐοῖ σαβοῖ», καὶ ἐπορχούμενος «ὑῆς ἄττης ἄττης ὑῆς», ἔξαρχος καὶ προηγεμὼν καὶ κιττοφόρος καὶ λικνοφόρος καὶ τοιαῦθ᾽ ὑπὸ τῶν γρᾳδίων προσαγορευόμενος, μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα καὶ στρεπτοὺς καὶ νεήλατα, ἐφ᾽ οἷς τίς οὐκ ἂν ὡς ἀληθῶς αὑτὸν εὐδαιμονίσειε καὶ τὴν αὑτοῦ τύχην; [261] ἐπειδὴ δ᾽ εἰς τοὺς δημότας ἐνεγράφης ὁπωσδήποτε, (ἐῶ γὰρ τοῦτο,) ἐπειδή γ᾽ ἐνεγράφης, εὐθέως τὸ κάλλιστον ἐξελέξω τῶν ἔργων, γραμματεύειν καὶ ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις. ὡς δ᾽ ἀπηλλάγης ποτὲ καὶ τούτου, πάνθ᾽ ἃ τῶν ἄλλων κατηγορεῖς αὐτὸς ποιήσας, οὐ κατῄσχυνας μὰ Δί᾽ οὐδὲν τῶν προϋπηργμένων τῷ μετὰ ταῦτα βίῳ, [262] ἀλλὰ μισθώσας σαυτὸν τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις [ἐκείνοις] ὑποκριταῖς Σιμύκᾳ καὶ Σωκράτει, ἐτριταγωνίστεις, σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλάας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων, πλείω λαμβάνων ἀπὸ τούτων ἢ τῶν ἀγώνων, οὓς ὑμεῖς περὶ τῆς ψυχῆς ἠγωνίζεσθε· ἦν γὰρ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὑμῖν πρὸς τοὺς θεατὰς πόλεμος, ὑφ᾽ ὧν πολλὰ τραύματ᾽ εἰληφὼς εἰκότως τοὺς ἀπείρους τῶν τοιούτων κινδύνων ὡς δειλοὺς σκώπτεις. [263] ἀλλὰ γὰρ παρεὶς ὧν τὴν πενίαν αἰτιάσαιτ᾽ ἄν τις, πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σου βαδιοῦμαι κατηγορήματα. τοιαύτην γὰρ εἵλου πολιτείαν, ἐπειδή ποτε καὶ τοῦτ᾽ ἐπῆλθέ σοι ποιῆσαι, δι᾽ ἣν εὐτυχούσης μὲν τῆς πατρίδος λαγὼ βίον ἔζης δεδιὼς καὶ τρέμων καὶ ἀεὶ πληγήσεσθαι προσδοκῶν ἐφ᾽ οἷς σαυτῷ συνῄδεις ἀδικοῦντι, ἐν οἷς δ᾽ ἠτύχησαν οἱ ἄλλοι, θρασὺς ὢν ὑφ᾽ ἁπάντων ὦψαι. [264] καίτοι ὅστις χιλίων πολιτῶν ἀποθανόντων ἐθάρρησε, τί οὗτος παθεῖν ὑπὸ τῶν ζώντων δίκαιός ἐστιν; πολλὰ τοίνυν ἕτερ᾽ εἰπεῖν ἔχων περὶ αὐτοῦ παραλείψω· οὐ γὰρ ὅσ᾽ ἂν δείξαιμι προσόντ᾽ αἰσχρὰ τούτῳ καὶ ὀνείδη, πάντ᾽ οἶμαι δεῖν εὐχερῶς λέγειν, ἀλλ᾽ ὅσα μηδὲν αἰσχρόν ἐστιν εἰπεῖν ἐμοί.


[257] Εγώ λοιπόν, Αισχίνη, όταν ήμουν παιδί, είχα τη δυνατότητα (την τύχη) να φοιτώ στα κατάλληλα σχολεία και να έχω όσα πρέπει να έχει αυτός που δεν θα αναγκαστεί από φτώχεια να κάνει κάτι ταπεινό. Όταν ενηλικιώθηκα, οι ενέργειές μου ήταν ανάλογες με την οικονομική μου κατάσταση, μπορούσα δηλαδή να γίνω χορηγός, τριήραρχος, να δίνω εισφορές, να μην απέχω από καμιά γενναιόδωρη δαπάνη, είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια ζωή, αλλά να είμαι χρήσιμος και στην πόλη και στους φίλους. Και όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τα κοινά, η πολιτική που επέλεξα ήταν τέτοια, ώστε να τιμηθώ με στεφάνι πολλές φορές από την πατρίδα και από πολλούς άλλους Έλληνες· και ούτε εσείς οι εχθροί μου ακόμη να επιχειρήσετε να πείτε ότι η πολιτική που επέλεξα δεν ήταν η ενδεδειγμένη. [258] Τέτοια λοιπόν ήταν η τύχη μου που με συνόδευε σε όλη τη ζωή. Θα μπορούσα να αναφέρω και πολλά άλλα σχετικά με αυτήν· τα παραλείπω όμως από τον φόβο μην ενοχλήσω κάποιον με αυτά για τα οποία περηφανεύομαι. Συ όμως, ο σοβαρός άνθρωπος που φτύνεις τους άλλους, πρόσεξε ποιά ήταν η δική σου τύχη συγκρίνοντάς την με τη δική μου. Στα παιδικά σου χρόνια, εξαιτίας της ανατράφηκες με μεγάλες στερήσεις βοηθώντας στο σχολείο τον πατέρα σου, τρίβοντας το μελάνι, καθαρίζοντας τα θρανία, σκουπίζοντας την αίθουσα, δουλειές δούλου, όχι ελεύθερου παιδιού. [259] Όταν ενηλικιώθηκες, διάβαζες τα βιβλία με τις ευχές, όσο η μητέρα σου τελούσε το τελετουργικό της μύησης, και τη βοηθούσες να τακτοποιήσει τα διάφορα σκεύη· τη νύχτα, ντύνοντας με δέρμα ελαφιού τους κατηχουμένους, κάνοντας αναμίξεις στον κρατήρα, καθαρίζοντας και τρίβοντας τα σώματά τους με λάσπη και πίτουρα, σηκώνοντάς τους όρθιους μετά τον καθαρμό, βάζοντάς τους να λένε «γλίτωσα από το κακό, βρήκα το καλό», καυχώμενος που κανένας μέχρι τώρα δεν ούρλιαξε τόσο δυνατά όσο εσύ (και εγώ το πιστεύω· γιατί μη φαντάζεστε ότι μιλάει δυνατά, αλλά δεν ουρλιάζει ακόμη πιο υπέροχα). [260] Την ημέρα πάλι περιέφερες στους δρόμους τους ωραίους θιάσους, τους στεφανωμένους με μάραθο και λεύκα, σφίγγοντας τα φίδια του Ασκληπιού και κουνώντας τα πάνω από το κεφάλι σου φωνάζοντας «ευοί σαβοί» και χορεύοντας στον ρυθμό τού «υής άττης, άττης υής». Οι γριούλες σε αποκαλούσαν κορυφαίο του χορού, πρωτοστάτη, κισσοφόρο και λικνοφόρο και όλα τα παρόμοια· έπαιρνες ως αμοιβή γι᾽ αυτά ψωμιά βρεγμένα με κρασί, κουλούρια και αρτοσκευάσματα, για τα οποία ποιός στ᾽ αλήθεια δεν θα μακάριζε τον εαυτό του και την τύχη του; [261] Όταν γράφτηκες στα μητρώα των δημοτών με κάθε δυνατό τρόπο (το αφήνω όμως αυτό), όταν λοιπόν γράφτηκες, διάλεξες το καλύτερο επάγγελμα, έγινες γραφιάς και κλητήρας, ένας κατώτερος δημόσιος υπάλληλος. Μόλις άφησες κάποια στιγμή αυτή τη θέση, αφού έκανες ο ίδιος όλα αυτά για τα οποία κατηγορείς τους άλλους, με τη μετέπειτα συμπεριφορά σου δεν ντρόπιασες, μά τον Δία, κανένα από τα προηγούμενα επαγγέλματά σου. [262] Δέχτηκες να δουλεύεις με μισθό για τους υποκριτές Σιμύκα και Σωκράτη, τους αποκαλουμένους βαριαναστενάρηδες, και έπαιζες ρόλους τρίτης κατηγορίας, μαζεύοντας σύκα, σταφύλια και ελιές από ξένα κτήματα, σαν πλανόδιος μανάβης. Από αυτά κέρδιζες περισσότερα από ό,τι από τις παραστάσεις που δίνατε εσείς διακινδυνεύοντας τη ζωή σας. Γιατί ανάμεσα σε σας και τους θεατές υπήρχε άγριος και ακήρυχτος πόλεμος· από αυτούς εσύ έχεις δεχτεί πολλά τραύματα, και δικαιολογημένα κοροϊδεύεις ως δειλούς όσους δεν δοκίμασαν τέτοιους κινδύνους. [263] Τέλος πάντων, θα αφήσω πράγματα για τα οποία θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει την ευθύνη στη φτώχεια σου, και θα προχωρήσω στις κατηγορίες για τον χαρακτήρα σου. Η πολιτική που επέλεξες, όταν σε κάποια στιγμή σού κατέβηκε να κάνεις και αυτό, ήταν τέτοια, ώστε, όσο καιρό ευτυχούσε η πατρίδα, ζούσες σαν λαγός, τρέμοντας από τον φόβο σου και περιμένοντας συνεχώς να ξυλοκοπηθείς για όσες αδικίες βάραιναν τη συνείδησή σου· στις δυστυχίες όμως των άλλων, η θρασύτητά σου είχε γίνει φανερή σε όλους. [264] Αλήθεια, τί αξίζει να πάθει από τους ζωντανούς εκείνος που αναθάρρησε από τον θάνατο χίλιων συμπολιτών του; Αν και έχω πολλά να πω γι᾽ αυτόν, θα τα παραλείψω· γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να αναφέρω χωρίς ενδοιασμό όσα αίσχη και ντροπές θα μπορούσα να αποδείξω ότι του ταιριάζουν αλλά μόνο όσα δεν ντρέπομαι καθόλου να τα πω.