[257] Εγώ λοιπόν, Αισχίνη, όταν ήμουν παιδί, είχα τη δυνατότητα (την τύχη) να φοιτώ στα κατάλληλα σχολεία και να έχω όσα πρέπει να έχει αυτός που δεν θα αναγκαστεί από φτώχεια να κάνει κάτι ταπεινό. Όταν ενηλικιώθηκα, οι ενέργειές μου ήταν ανάλογες με την οικονομική μου κατάσταση, μπορούσα δηλαδή να γίνω χορηγός, τριήραρχος, να δίνω εισφορές, να μην απέχω από καμιά γενναιόδωρη δαπάνη, είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια ζωή, αλλά να είμαι χρήσιμος και στην πόλη και στους φίλους. Και όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τα κοινά, η πολιτική που επέλεξα ήταν τέτοια, ώστε να τιμηθώ με στεφάνι πολλές φορές από την πατρίδα και από πολλούς άλλους Έλληνες· και ούτε εσείς οι εχθροί μου ακόμη να επιχειρήσετε να πείτε ότι η πολιτική που επέλεξα δεν ήταν η ενδεδειγμένη. [258] Τέτοια λοιπόν ήταν η τύχη μου που με συνόδευε σε όλη τη ζωή. Θα μπορούσα να αναφέρω και πολλά άλλα σχετικά με αυτήν· τα παραλείπω όμως από τον φόβο μην ενοχλήσω κάποιον με αυτά για τα οποία περηφανεύομαι. Συ όμως, ο σοβαρός άνθρωπος που φτύνεις τους άλλους, πρόσεξε ποιά ήταν η δική σου τύχη συγκρίνοντάς την με τη δική μου. Στα παιδικά σου χρόνια, εξαιτίας της ανατράφηκες με μεγάλες στερήσεις βοηθώντας στο σχολείο τον πατέρα σου, τρίβοντας το μελάνι, καθαρίζοντας τα θρανία, σκουπίζοντας την αίθουσα, δουλειές δούλου, όχι ελεύθερου παιδιού. [259] Όταν ενηλικιώθηκες, διάβαζες τα βιβλία με τις ευχές, όσο η μητέρα σου τελούσε το τελετουργικό της μύησης, και τη βοηθούσες να τακτοποιήσει τα διάφορα σκεύη· τη νύχτα, ντύνοντας με δέρμα ελαφιού τους κατηχουμένους, κάνοντας αναμίξεις στον κρατήρα, καθαρίζοντας και τρίβοντας τα σώματά τους με λάσπη και πίτουρα, σηκώνοντάς τους όρθιους μετά τον καθαρμό, βάζοντάς τους να λένε «γλίτωσα από το κακό, βρήκα το καλό», καυχώμενος που κανένας μέχρι τώρα δεν ούρλιαξε τόσο δυνατά όσο εσύ (και εγώ το πιστεύω· γιατί μη φαντάζεστε ότι μιλάει δυνατά, αλλά δεν ουρλιάζει ακόμη πιο υπέροχα). [260] Την ημέρα πάλι περιέφερες στους δρόμους τους ωραίους θιάσους, τους στεφανωμένους με μάραθο και λεύκα, σφίγγοντας τα φίδια του Ασκληπιού και κουνώντας τα πάνω από το κεφάλι σου φωνάζοντας «ευοί σαβοί» και χορεύοντας στον ρυθμό τού «υής άττης, άττης υής». Οι γριούλες σε αποκαλούσαν κορυφαίο του χορού, πρωτοστάτη, κισσοφόρο και λικνοφόρο και όλα τα παρόμοια· έπαιρνες ως αμοιβή γι᾽ αυτά ψωμιά βρεγμένα με κρασί, κουλούρια και αρτοσκευάσματα, για τα οποία ποιός στ᾽ αλήθεια δεν θα μακάριζε τον εαυτό του και την τύχη του; [261] Όταν γράφτηκες στα μητρώα των δημοτών με κάθε δυνατό τρόπο (το αφήνω όμως αυτό), όταν λοιπόν γράφτηκες, διάλεξες το καλύτερο επάγγελμα, έγινες γραφιάς και κλητήρας, ένας κατώτερος δημόσιος υπάλληλος. Μόλις άφησες κάποια στιγμή αυτή τη θέση, αφού έκανες ο ίδιος όλα αυτά για τα οποία κατηγορείς τους άλλους, με τη μετέπειτα συμπεριφορά σου δεν ντρόπιασες, μά τον Δία, κανένα από τα προηγούμενα επαγγέλματά σου. [262] Δέχτηκες να δουλεύεις με μισθό για τους υποκριτές Σιμύκα και Σωκράτη, τους αποκαλουμένους βαριαναστενάρηδες, και έπαιζες ρόλους τρίτης κατηγορίας, μαζεύοντας σύκα, σταφύλια και ελιές από ξένα κτήματα, σαν πλανόδιος μανάβης. Από αυτά κέρδιζες περισσότερα από ό,τι από τις παραστάσεις που δίνατε εσείς διακινδυνεύοντας τη ζωή σας. Γιατί ανάμεσα σε σας και τους θεατές υπήρχε άγριος και ακήρυχτος πόλεμος· από αυτούς εσύ έχεις δεχτεί πολλά τραύματα, και δικαιολογημένα κοροϊδεύεις ως δειλούς όσους δεν δοκίμασαν τέτοιους κινδύνους. [263] Τέλος πάντων, θα αφήσω πράγματα για τα οποία θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει την ευθύνη στη φτώχεια σου, και θα προχωρήσω στις κατηγορίες για τον χαρακτήρα σου. Η πολιτική που επέλεξες, όταν σε κάποια στιγμή σού κατέβηκε να κάνεις και αυτό, ήταν τέτοια, ώστε, όσο καιρό ευτυχούσε η πατρίδα, ζούσες σαν λαγός, τρέμοντας από τον φόβο σου και περιμένοντας συνεχώς να ξυλοκοπηθείς για όσες αδικίες βάραιναν τη συνείδησή σου· στις δυστυχίες όμως των άλλων, η θρασύτητά σου είχε γίνει φανερή σε όλους. [264] Αλήθεια, τί αξίζει να πάθει από τους ζωντανούς εκείνος που αναθάρρησε από τον θάνατο χίλιων συμπολιτών του; Αν και έχω πολλά να πω γι᾽ αυτόν, θα τα παραλείψω· γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να αναφέρω χωρίς ενδοιασμό όσα αίσχη και ντροπές θα μπορούσα να αποδείξω ότι του ταιριάζουν αλλά μόνο όσα δεν ντρέπομαι καθόλου να τα πω.
|