Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1380a-1380b)

[III] Ἐπεὶ δὲ τὸ ὀργίζεσθαι ἐναντίον τῷ πραΰνεσθαι καὶ ὀργὴ πραότητι, ληπτέον πῶς ἔχοντες πρᾶοί εἰσι καὶ πρὸς τίνας πράως ἔχουσι καὶ διὰ τίνων πραΰνονται. ἔστω δὴ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς. εἰ οὖν ὀργίζονται τοῖς ὀλιγωροῦσιν, ὀλιγωρία δ᾽ ἑκούσιον, φανερὸν ὅτι καὶ τοῖς μηδὲν τούτων ποιοῦσιν ἢ ἀκουσίως ποιοῦσιν ἢ φαινομένοις τοιούτοις πρᾶοί εἰσιν. καὶ τοῖς τἀναντία ὧν ἐποίησαν βουλομένοις. καὶ ὅσοι καὶ αὐτοὶ εἰς αὑτοὺς τοιοῦτοι· οὐδεὶς γὰρ αὐτὸς αὑτοῦ δοκεῖ ὀλιγωρεῖν. καὶ τοῖς ὁμολογοῦσι καὶ μεταμελομένοις· ὡς γὰρ ἔχοντες δίκην τὸ λυπεῖσθαι ἐπὶ τοῖς πεποιημένοις παύονται τῆς ὀργῆς· σημεῖον δὲ ἐπὶ τῆς τῶν οἰκετῶν κολάσεως· τοὺς μὲν γὰρ ἀντιλέγοντας καὶ ἀρνουμένους μᾶλλον κολάζομεν, πρὸς δὲ τοὺς ὁμολογοῦντας δικαίως κολάζεσθαι παυόμεθα θυμούμενοι· αἴτιον δ᾽ ὅτι ἀναισχυντία τὸ τὰ φανερὰ ἀρνεῖσθαι, ἡ δ᾽ ἀναισχυντία ὀλιγωρία καὶ καταφρόνησις· ὧν γοῦν πολὺ καταφρονοῦμεν, οὐκ αἰσχυνόμεθα. καὶ τοῖς ταπεινουμένοις πρὸς αὐτοὺς καὶ μὴ ἀντιλέγουσιν· φαίνονται γὰρ ὁμολογεῖν ἥττους εἶναι, οἱ δ᾽ ἥττους φοβοῦνται, φοβούμενος δὲ οὐδεὶς ὀλιγωρεῖ· ὅτι δὲ πρὸς τοὺς ταπεινουμένους παύεται ἡ ὀργή, καὶ οἱ κύνες δηλοῦσιν οὐ δάκνοντες τοὺς καθίζοντας. καὶ τοῖς σπουδάζουσι πρὸς [τοὺς] σπουδάζοντας· δοκεῖ γὰρ σπουδάζεσθαι ἀλλ᾽ οὐ καταφρονεῖσθαι. καὶ τοῖς μείζω κεχαρισμένοις. καὶ τοῖς δεομένοις καὶ παραιτουμένοις· ταπεινότεροι γάρ. καὶ τοῖς μὴ ὑβρισταῖς μηδὲ χλευασταῖς μηδ᾽ ὀλιγώροις εἰς μηδένα ἢ μὴ εἰς χρηστοὺς μηδ᾽ εἰς τοιούτους οἷοί περ αὐτοί· ὅλως δ᾽ ἐκ τῶν ἐναντίων δεῖ σκοπεῖν τὰ πραΰνοντα. καὶ οὓς φοβοῦνται ἢ αἰσχύνονται, ἕως ἂν οὕτως ἔχωσιν, οὐκ ὀργίζονται· ἀδύνατον γὰρ ἅμα φοβεῖσθαι καὶ ὀργίζεσθαι. καὶ τοῖς δι᾽ ὀργὴν ποιήσασιν ἢ οὐκ ὀργίζονται ἢ ἧττον ὀργίζονται· οὐ γὰρ δι᾽ ὀλιγωρίαν φαίνονται πρᾶξαι· οὐδεὶς γὰρ ὀργιζόμενος ὀλιγωρεῖ· ἡ μὲν γὰρ ὀλιγωρία ἄλυπον, [1380b] ἡ δ᾽ ὀργὴ μετὰ λύπης. καὶ τοῖς αἰσχυνομένοις αὐτούς.
Καὶ ἔχοντες δὲ ἐναντίως τῷ ὀργίζεσθαι δῆλον ὅτι πρᾶοί εἰσιν, οἷον ἐν παιδιᾷ, ἐν γέλωτι, ἐν ἑορτῇ, ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, ἐν πληρώσει, ὅλως ἐν ἀλυπίᾳ καὶ ἡδονῇ μὴ ὑβριστικῇ καὶ ἐν ἐλπίδι ἐπιεικεῖ. ἔτι κεχρονικότες καὶ μὴ ὑπόγυιοι τῇ ὀργῇ ὄντες· παύει γὰρ ὀργὴν ὁ χρόνος· παύει δὲ καὶ ἑτέρου ὀργὴν μείζω ἡ παρ᾽ ἄλλου ληφθεῖσα τιμωρία πρότερον· διὸ εὖ Φιλοκράτης, εἰπόντος τινός, ὀργιζομένου τοῦ δήμου, «Τί οὐκ ἀπολογεῖ;», «Οὔπω γε», ἔφη. «Ἀλλὰ πότε;» «Ὅταν ἴδω ἄλλον διαβεβλημένον»· πρᾶοι γὰρ γίγνονται ὅταν εἰς ἄλλον τὴν ὀργὴν ἀναλώσωσιν, ὃ συνέβη ἐπὶ Ἐργοφίλου· μᾶλλον γὰρ χαλεπαίνοντες ἢ Καλλισθένει ἀφεῖσαν διὰ τὸ Καλλισθένους τῇ προτεραίᾳ καταγνῶναι θάνατον. καὶ ἐὰν ἕλωσιν. καὶ ἐὰν μεῖζον κακὸν πεπονθότες ὦσιν ἢ ὃ ὀργιζόμενοι ἂν ἔδρασαν· ὥσπερ εἰληφέναι γὰρ οἴονται τιμωρίαν. καὶ ἐὰν ἀδικεῖν οἴωνται αὐτοὶ καὶ δικαίως πάσχειν, οὐ γίγνεται [ἡ] ὀργὴ πρὸς τὸ δίκαιον· οὐ γὰρ ἔτι παρὰ τὸ προσῆκον νομίζουσι πάσχειν, ἡ δ᾽ ὀργὴ τοῦτο ἦν· διὸ δεῖ τῷ λόγῳ προκολάζειν· ἀγανακτοῦσιν γὰρ ἧττον κολαζόμενοι καὶ οἱ δοῦλοι. καὶ ἐὰν μὴ αἰσθήσεσθαι οἴωνται ὅτι δι᾽ αὑτοὺς καὶ ἀνθ᾽ ὧν ἔπαθον· ἡ γὰρ ὀργὴ πρὸς τὸν καθ᾽ ἕκαστόν ἐστιν· δῆλον δ᾽ ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ· διὸ ὀρθῶς πεποίηται
φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον,
ὡς οὐ τετιμωρημένος εἰ μὴ ᾔσθετο καὶ ὑφ᾽ ὅτου καὶ ἀνθ᾽ ὅτου· ὥστε οὔτε τοῖς ἄλλοις ὅσοι μὴ αἰσθάνονται ὀργίζονται, οὔτε τοῖς τεθνεῶσιν ἔτι, ὡς πεπονθόσι τε τὸ ἔσχατον καὶ οὐκ ἀλγήσουσιν οὐδ᾽ αἰσθησομένοις, οὗ οἱ ὀργιζόμενοι ἐφίενται· διὸ εὖ περὶ τοῦ Ἕκτορος ὁ ποιητής, παῦσαι βουλόμενος τὸν Ἀχιλλέα τῆς ὀργῆς τεθνεῶτος,
κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει μενεαίνων.
Δῆλον οὖν ὅτι τοῖς καταπραΰνειν βουλομένοις ἐκ τούτων τῶν τόπων λεκτέον, αὑτοὺς μὲν παρασκευάζουσι τοιούτους, οἷς δ᾽ ὀργίζονται ἢ φοβεροὺς ἢ αἰσχύνης ἀξίους ἢ κεχαρισμένους ἢ ἄκοντας ἢ ὑπεραλγοῦντας τοῖς πεποιημένοις.

[3] Επειδή το να οργίζεται κανείς είναι το αντίθετο του να είναι πράος, και επειδή η οργή είναι το αντίθετο της πραότητας, πρέπει να εξετάσουμε τώρα να δούμε α) τη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων που είναι πράοι, β) σε ποιούς ανθρώπους φέρονται με πραότητα και γ) ποιά είναι τα πράγματα που τους κάνουν πράους. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι «γίνεται κανείς πράος» θα πει ότι κατευνάζεται και ησυχάζει ο θυμός του. Αν λοιπόν οι άνθρωποι θυμώνουν με αυτούς που τους φέρονται απαξιωτικά και η συμπεριφορά αυτή είναι εκούσια, είναι κατά συνέπεια φανερό ότι οι άνθρωποι είναι πράοι απέναντι σ᾽ αυτούς που δεν κάνουν τίποτε τέτοιο ή το κάνουν χωρίς τη θέλησή τους ή, έστω, φαίνονται πως είναι τέτοιου είδους άνθρωποι. Είναι επίσης πράοι απέναντι σ᾽ αυτούς που ήθελαν το αντίθετο από αυτό που έκαναν. Επίσης απέναντι σ᾽ αυτούς που συμπεριφέρονται και στον ίδιο τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο (γιατί κανένας, βέβαια, δεν θεωρεί ότι υπάρχει περίπτωση οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται απαξιωτικά προς τον ίδιο τους τον εαυτό). Είναι επίσης πράοι απέναντι σ᾽ αυτούς που παραδέχονται την απαξιωτική τους συμπεριφορά και δηλώνουν μετανοιωμένοι γι᾽ αυτήν: θεωρώντας ως τιμωρία τους τη λύπη που τους προκαλεί αυτό που έκαναν παύουν να είναι θυμωμένοι· το πράγμα φαίνεται καθαρά όταν τιμωρούμε τους δούλους μας: αυτούς που διαμαρτύρονται και αρνούνται την ενοχή τους τους τιμωρούμε αυστηρότερα, ενώ με αυτούς που παραδέχονται ότι τιμωρούνται δικαιολογημένα παύουμε να είμαστε θυμωμένοι· ο λόγος είναι ότι είναι αδιαντροπιά να αρνείται κανείς τα φανερά πράγματα, και η αδιαντροπιά δείχνει αδιαφορία και περιφρόνηση: δεν το ξέρουμε όλοι ότι αυτούς που πολύ τους περιφρονούμε δεν τους ντρεπόμαστε καθόλου; Φέρονται επίσης οι άνθρωποι με πραότητα απέναντι σ᾽ αυτούς που ταπεινώνονται μπροστά τους και δεν τους αντιμιλούν, γιατί έτσι αυτοί παραδέχονται ολοφάνερα ότι είναι κατώτεροι από τους ίδιους: οι κατώτεροι φοβούνται, και όποιος φοβάται δεν συμπεριφέρεται απαξιωτικά. Ότι ο θυμός των ανθρώπων υποχωρεί μπροστά σ᾽ αυτούς που ταπεινώνονται, το δείχνει καθαρά και η συμπεριφορά των σκύλων, που δεν δαγκώνουν κανέναν μόλις καθίσει κάτω. Φέρονται επίσης με πραότητα απέναντι σ᾽ αυτούς που είναι σοβαροί μαζί τους, όταν και οι ίδιοι είναι σοβαροί· γιατί τότε θεωρούν ότι αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και δεν περιφρονούνται. Επίσης απέναντι σ᾽ αυτούς που τους πρόσφεραν περισσότερα από αυτά που οι ίδιοι είχαν παλαιότερα προσφέρει σ᾽ εκείνους. Απέναντι, επίσης, σ᾽ αυτούς που τους παρακαλούν και τους ικετεύουν· γιατί αυτοί είναι τότε πιο ταπεινοί από τους ίδιους. Επίσης απέναντι σ᾽ αυτούς που δεν προσβάλλουν, δεν εμπαίζουν και δεν περιφρονούν κανέναν, ή αποφεύγουν τέτοιου είδους συμπεριφορά απέναντι στους καλούς ανθρώπους ή σε ανθρώπους σαν τους ίδιους. Γενικά μπορούμε με τη βοήθεια των αντιθέτων τους να προσδιορίζουμε τα πράγματα που καταπραΰνουν. Είναι, επίσης, πράοι οι άνθρωποι απέναντι σ᾽ αυτούς τους οποίους φοβούνται ή σέβονται: για όσο διάστημα τρέφουν αυτά τα αισθήματα απέναντί τους, δεν θυμώνουν μαζί τους· ο λόγος είναι ότι δεν μπορεί κανείς να φοβάται κάποιον και συγχρόνως να θυμώνει μαζί του. Με αυτούς που έκαναν κάτι πάνω στο θυμό τους οι άνθρωποι ή δεν οργίζονται καθόλου ή οργίζονται λιγότερο· γιατί είναι φανερό πως ό,τι έκαναν δεν το έκαναν από περιφρόνηση· πραγματικά, όταν κανείς είναι θυμωμένος, δεν περιφρονεί — για τον λόγο, βέβαια, ότι η περιφρόνηση δεν συνοδεύεται από λύπη, [1380b] ενώ η οργή συνοδεύεται. Αντιμετωπίζουν, επίσης, με πραότητα αυτούς οι οποίοι τους δείχνουν σεβασμό.
Είναι επίσης φανερό ότι πράοι είναι οι άνθρωποι, όταν η γενικότερη κατάστασή τους είναι αντίθετη με εκείνην που προκαλεί την οργή, π.χ. στο παιχνίδι και στη διασκέδαση, στο γέλιο, στη γιορτή, στις ώρες της ευτυχίας, στη στιγμή της επιτυχίας, όταν αισθάνονται «γεμάτοι» από ικανοποίηση, γενικά όταν δεν είναι στενοχωρημένοι, όταν γεύονται ηδονές που δεν προσβάλλουν κανέναν και όταν κατέχονται από καλές ελπίδες για το μέλλον. Επίσης όταν άφησαν να περάσει αρκετός χρόνος και δεν βρίσκονται πια κοντά στην πρώτη έκρηξη του θυμού τους· γιατί ο χρόνος τον μαλακώνει τον θυμό. Μαλακώνει επίσης τον θυμό μας εναντίον κάποιου (ακόμη και αν πρόκειται για μεγαλύτερο θυμό) η εκδίκηση που πήραμε πρώτα από κάποιον άλλον. Γι᾽ αυτό ο Φιλοκράτης, όταν κάποιος τον ρώτησε —σε στιγμή που ο λαός ήταν οργισμένος μαζί του— «Γιατί δεν υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου;», είπε «Όχι, βέβαια, ακόμη». «Και τότε πότε;» « Όταν θα δω να κατηγορούν κάποιον άλλον»· γιατί οι άνθρωποι γίνονται πράοι, όταν έχουν εξαντλήσει το θυμό τους πάνω σε κάποιον άλλον, πράγμα που συνέβη στην περίπτωση του Εργόφιλου: μολονότι οι Αθηναίοι ήταν θυμωμένοι με αυτόν περισσότερο παρά με τον Καλλισθένη, τον αθώωσαν, επειδή την προηγούμενη μέρα είχαν καταδικάσει τον Καλλισθένη σε θάνατο. Οι άνθρωποι, επίσης, ξεθυμαίνουν, αν επιτύχουν την καταδίκη του ενόχου. Επίσης, αν ο ένοχος έπαθε τελικά μεγαλύτερο κακό από αυτό που θα του προξενούσαν οι ίδιοι μέσα στο θυμό τους· ο λόγος είναι ότι θεωρούν πως πήραν, κατά κάποιο τρόπο, την εκδίκησή τους. Επίσης αν θεωρούν ότι έφταιγαν οι ίδιοι και άρα καλά έπαθαν ό,τι έπαθαν: κανένας δεν θυμώνει με ό,τι είναι δίκαιο· δεν θεωρούν λοιπόν ότι δεν άξιζαν να πάθουν ό,τι έπαθαν — εμείς όμως αυτό δεν είχαμε δεχτεί ως την ουσία της οργής; Γι᾽ αυτό και πρέπει πάντοτε να προηγείται επίπληξη με λόγια: ακόμα και των δούλων η αγανάκτηση για την τιμωρία τους είναι τότε μικρότερη. Επίσης αν πιστεύουν ότι οι άλλοι δεν πρόκειται να αντιληφθούν ότι αυτοί είναι η αιτία γι᾽ αυτά που έπαθαν και ότι αυτά δεν ήταν παρά πληρωμή για όσα έκαναν οι ίδιοι· γιατί η οργή στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου ατόμου (όπως προκύπτει από τον ορισμό μας)· γι᾽ αυτό και είναι πολύ σωστό αυτό που έγραψε ο ποιητής
πες τους ότι σε τύφλωσε ο καστροπορθητής Οδυσσέας,
λες και ο Οδυσσέας δεν θα έπαιρνε την εκδίκησή του, αν ο Κύκλωπας δεν μάθαινε από ποιόν και ως αντιπληρωμή για ποιό πράγμα τυφλώθηκε. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι δεν οργίζονται ούτε με αυτούς που δεν μπορούν να αντιληφθούν την οργή τους ούτε —πια— με τους νεκρούς, αφού αυτοί έχουν πάθει ό,τι χειρότερο θα μπορούσαν να πάθουν και δεν πρόκειται ούτε να πονέσουν ούτε να αντιληφθούν τίποτε — πράγμα όμως που το επιθυμούν οι οργισμένοι. Σωστά λοιπόν ο ποιητής, θέλοντας να σταματήσει ο Αχιλλέας τον θυμό του εναντίον του νεκρού πια Έκτορα, λέει ότι
χώμα αναίσθητο είναι αυτό οπού ντροπιάζει στο θυμό του.
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι ρήτορες που θέλουν να κατευνάσουν τους ακροατές τους πρέπει να μιλούν προστρέχοντας σ᾽ αυτούς τους τόπους: τους ίδιους τους ακροατές τους να τους φέρνουν σ᾽ αυτή την ψυχική κατάσταση, και αυτούς με τους οποίους εκείνοι είναι οργισμένοι να τους παρουσιάζουν ως ανθρώπους ικανούς να προκαλέσουν φόβο, ή ως άξιους σεβασμού, ή ως ευεργέτες τους, ή ως ανθρώπους που ενήργησαν χωρίς τη θέλησή τους, ή ως καταλυπημένους για ό,τι έκαναν.