1670ΑΝ. Αιαί και φευ. Έχουμε λόγο, έχουμε τώρα όσο ποτέ
οι δυο μας, να θρηνούμε, οι δύσμοιρες,
για του πατέρα που μας έσπειρε το μολυσμένο αίμα,
για κείνον που άλλοτε αδιάκοπα τόσο πολύ μοχθούσαμε.
Μα τώρα τελευταίο το πάθος του αυτό πρέπει ν᾽ ανιστορήσουμε,
1675που νους ανθρώπου δεν μπορεί να το χωρέσει,
κι όμως εμείς το είδαμε, το ζήσαμε.
ΧΟ. Τι έγινε ακριβώς;
ΑΝ. Φίλοι, αυτό μπορεί κανείς και να το φανταστεί.
ΧΟ. Πάει, λοιπόν, για πάντα χάθηκε;
ΑΝ. Με τρόπο μάλιστα που εσύ θα ευχόσουν περισσότερο.
Και πώς αλλιώς; αφού μήτε του Άρη ο πόλεμος τον σκότωσε
1680μήτε της θάλασσας το κύμα τον κατάπιε·
αλλά τον έκρυψαν πλάκες αόρατες,
κι άφαντος θάνατος τον πήρε, ενώ τα μάτια τα δικά μας
τα κάλυψε ολέθρια νύχτα.
1685Και τώρα πώς, περιπλανώμενες
στα πέρατα της γης, στα πελαγίσια κύματα,
θα βρούμε τρόπο πια να ζήσουμε,
με τόσο κόπο βγάζοντας το ψωμί μας;
ΙΣ. Δεν ξέρω, αλήθεια. Καλύτερα να μ᾽ έπαιρνε
κι εμένα ο Άδης φονικός, τον θάνατο να βρω 1690
κοντά στον γέροντα πατέρα μου. Έτσι που έγινε
αξιοθρήνητη η ζωή μου, αβίωτη μου φαίνεται, αν τη ζήσω.
ΧΟ. Ζευγάρι άρτιο, κόρες και αδελφές,
πρέπει τον κλήρο σας, αν είναι από θεού,
να τον βαστάξετε με θάρρος,
και μην αφήνετε να σας φλογίζει
1695ο παροξυσμός της λύπης,
γιατί τον δρόμο σας τον πήρατε
όπως έπρεπε, χωρίς ψεγάδι.
ΑΝ. Υπάρχει λέω και της δυστυχίας πόθος.
Γι᾽ αυτό και τότε εκείνο, χρέος πέρα για πέρα αχάριστο,
ήταν για μένα ευχάριστο, κάθε φορά που τον κρατούσα
με τα χέρια μου.
1700Πατέρα μου, πατέρα, κι ας σ᾽ έχει μια για πάντα
περιζώσει στον κάτω κόσμο το σκοτάδι,
κι ας είσαι πια της απουσίας δοσμένος,
όμως ποτέ δεν θα σου λείψει η αγάπη μας,
δική μου και δική της.
ΧΟ. Βρήκε το τέλος που —
ΑΝ. Έπραξε αυτό που ήθελε.
ΧΟ. Το ποιό;
1705ΑΝ. Πέθανε εκεί που γύρευε, σε ξένη γη,
και βρήκε καλοΐσκιωτο, αιώνιο κοιμητήρι
στον κόσμο των νεκρών. Το πένθος
που άφησε σ᾽ εμάς αθρήνητο δεν έμεινε.
1710Πατέρα, δες, δακρυρροούν τα μάτια μου,
στενάζω, δεν μπορώ να καταπιώ
την τόση λύπη μου η δύστυχη.
Εσύ σε ξένο χώμα πόθησες να ταφείς,
όμως γιατί έρημος πέθανες, χωρίς εμένα;
1715ΙΣ. Δυστυχισμένη μου αδελφή,
ποιά μοίρα τώρα απόμεινε σ᾽ εσένα
και σ᾽ εμένα, που μείναμε ορφανές,
χωρίς πατέρα.
1720ΧΟ. Αφού εκείνος, φίλες μου, έλυσε ευτυχής
το τέλος της ζωής του, πρέπει κι εσείς
τέλος να βάλετε στον σπαραγμό σας.
Γιατί μπροστά στις συμφορές
κανείς δεν είναι απόρθητος.
|