Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.1.39-4.2.8)

[4.1.39] Τούτων δὲ λεχθέντων διέλυσε τὴν σύνοδον. καὶ ὁ μὲν Φαρνάβαζος ἀναβὰς ἐπὶ τὸν ἵππον ἀπῄει, ὁ δὲ ἐκ τῆς Παραπίτας υἱὸς αὐτοῦ, καλὸς ἔτι ὤν, ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών, Ξένον σε, ἔφη, ὦ Ἀγησίλαε, ποιοῦμαι. Ἐγὼ δέ γε δέχομαι. Μέμνησό νυν, ἔφη. καὶ εὐθὺς τὸ παλτόν (εἶχε δὲ καλόν) ἔδωκε τῷ Ἀγησιλάῳ. ὁ δὲ δεξάμενος, φάλαρα ἔχοντος περὶ τῷ ἵππῳ Ἰδαίου τοῦ γραφέως πάγκαλα, περιελὼν ἀντέδωκεν αὐτῷ. τότε μὲν οὖν ὁ παῖς ἀναπηδήσας ἐπὶ τὸν ἵππον μετεδίωκε τὸν πατέρα. [4.1.40] ὡς δ᾽ ἐν τῇ τοῦ Φαρναβάζου ἀποδημίᾳ ἀποστερῶν ἁδελφὸς τὴν ἀρχὴν φυγάδα ἐποίησε τὸν τῆς Παραπίτας υἱόν, τά τ᾽ ἄλλα ὁ Ἀγησίλαος ἐπεμελεῖτο αὐτοῦ, καὶ ἐρασθέντος αὐτοῦ τοῦ Εὐάλκους υἱέος Ἀθηναίου, πάντ᾽ ἐποίησεν ὅπως ἂν δι᾽ ἐκεῖνον ἐγκριθείη τὸ στάδιον ἐν Ὀλυμπίᾳ, μέγιστος ὢν τῶν παίδων.
[4.1.41] Καὶ τότε δή, ὥσπερ εἶπε πρὸς τὸν Φαρνάβαζον, εὐθὺς ἀπεπορεύετο ἐκ τῆς χώρας· σχεδὸν δὲ καὶ ἔαρ ἤδη ὑπέφαινεν. ἀφικόμενος δ᾽ εἰς Θήβης πεδίον κατεστρατοπεδεύσατο περὶ τὸ τῆς Ἀστυρηνῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν, καὶ ἐκεῖ πρὸς ᾧ εἶχε συνέλεγε πανταχόθεν πάμπληθες στράτευμα. παρεσκευάζετο γὰρ πορευσόμενος ὡς δύναιτο ἀνωτάτω, νομίζων ὁπόσα ὄπισθεν ποιήσαιτο ἔθνη πάντα ἀποστερήσειν βασιλέως.
[4.2.1] Ἀγησίλαος μὲν δὴ ἐν τούτοις ἦν. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἐπεὶ σαφῶς ᾔσθοντο τά τε χρήματα ἐληλυθότα εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰς μεγίστας πόλεις συνεστηκυίας ἐπὶ πολέμῳ πρὸς ἑαυτούς, ἐν κινδύνῳ τε τὴν πόλιν ἐνόμισαν καὶ στρατεύειν ἀναγκαῖον ἡγήσαντο εἶναι. [4.2.2] καὶ αὐτοὶ μὲν ταῦτα παρεσκευάζοντο, εὐθὺς δὲ καὶ ἐπὶ τὸν Ἀγησίλαον πέμπουσιν Ἐπικυδίδαν. ὁ δ᾽ ἐπεὶ ἀφίκετο, τά τε ἄλλα διηγεῖτο ὡς ἔχοι καὶ ὅτι ἡ πόλις ἐπιστέλλοι αὐτῷ βοηθεῖν ὡς τάχιστα τῇ πατρίδι. [4.2.3] ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἐπεὶ ἤκουσε, χαλεπῶς μὲν ἤνεγκεν, ἐνθυμούμενος καὶ οἵων τιμῶν καὶ οἵων ἐλπίδων ἀπεστερεῖτο, ὅμως δὲ συγκαλέσας τοὺς συμμάχους ἐδήλωσε τὰ ὑπὸ τῆς πόλεως παραγγελλόμενα, καὶ εἶπεν ὅτι ἀναγκαῖον εἴη βοηθεῖν τῇ πατρίδι· ἐὰν μέντοι ἐκεῖνα καλῶς γένηται, εὖ ἐπίστασθε, ἔφη, ὦ ἄνδρες σύμμαχοι, ὅτι οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι ὑμῶν, ἀλλὰ πάλιν παρέσομαι πράξων ὧν ὑμεῖς δεῖσθε. [4.2.4] ἀκούσαντες ταῦτα πολλοὶ μὲν ἐδάκρυσαν, πάντες δ᾽ ἐψηφίσαντο βοηθεῖν μετ᾽ Ἀγησιλάου τῇ Λακεδαίμονι· εἰ δὲ καλῶς τἀκεῖ γένοιτο, λαβόντες αὐτὸν πάλιν ἥκειν εἰς τὴν Ἀσίαν. [4.2.5] καὶ οἱ μὲν δὴ συνεσκευάζοντο ὡς ἀκολουθήσοντες. ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος ἐν μὲν τῇ Ἀσίᾳ κατέλιπεν Εὔξενον ἁρμοστὴν καὶ φρουροὺς παρ᾽ αὐτῷ οὐκ ἔλαττον τετρακισχιλίων, ἵνα δύναιτο διασῴζειν τὰς πόλεις· αὐτὸς δὲ ὁρῶν ὅτι οἱ πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν μένειν ἐπεθύμουν μᾶλλον ἢ ἐφ᾽ Ἕλληνας στρατεύεσθαι, βουλόμενος ὡς βελτίστους καὶ πλείστους ἄγειν μεθ᾽ ἑαυτοῦ, ἆθλα προύθηκε ταῖς πόλεσιν, ἥτις ἄριστον στράτευμα πέμποι, καὶ τῶν μισθοφόρων τοῖς λοχαγοῖς, ὅστις εὐοπλότατον λόχον ἔχων συστρατεύοιτο καὶ ὁπλιτῶν καὶ τοξοτῶν καὶ πελταστῶν. προεῖπε δὲ καὶ τοῖς ἱππάρχοις, ὅστις εὐιπποτάτην καὶ εὐοπλοτάτην τάξιν παρέχοιτο, ὡς καὶ τούτοις νικητήριον δώσων. [4.2.6] τὴν δὲ κρίσιν ἔφη ποιήσειν, ἐπεὶ διαβαίησαν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην, ἐν Χερρονήσῳ, ὅπως εὖ εἰδείησαν ὅτι τοὺς στρατευομένους δεῖ εὐκρινεῖν. [4.2.7] ἦν δὲ τὰ ἆθλα τὰ μὲν πλεῖστα ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον καὶ ὁπλιτικὰ καὶ ἱππικά· ἦσαν δὲ καὶ στέφανοι χρυσοῖ· τὰ δὲ πάντα ἆθλα οὐκ ἔλαττον ἐγένοντο ἢ ἀπὸ τεττάρων ταλάντων. τοσούτων μέντοι ἀναλωθέντων, παμπόλλων χρημάτων ὅπλα εἰς τὴν στρατιὰν κατεσκευάσθη. [4.2.8] ἐπεὶ δὲ διέβη τὸν Ἑλλήσποντον, κριταὶ κατέστησαν Λακεδαιμονίων μὲν Μένασκος καὶ Ἡριππίδας καὶ Ὄρσιππος, τῶν δὲ συμμάχων εἷς ἀπὸ πόλεως. καὶ Ἀγησίλαος μέν, ἐπεὶ τὴν κρίσιν ἐποίησεν, ἔχων τὸ στράτευμα ἐπορεύετο τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἥνπερ βασιλεὺς ὅτε ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐστράτευεν.

[4.1.39] Μ᾽ αυτά τα λόγια έδωσε τέλος στη συνάντηση. Ο Φαρνάβαζος καβάλησε τ᾽ άλογό του κι έφυγε, ο γιος του όμως από την Παραπίτα —που ήταν ακόμη όμορφο παλικαρόπουλο— έμεινε πίσω κι έτρεξε στον Αγησίλαο, λέγοντάς του: «Σε κάνω φιλοξενούμενο και φίλο μου». «Κι εγώ», είπε ο Αγησίλαος, «δέχομαι». «Θυμήσου το, λοιπόν!» Και μ᾽ αυτά τα λόγια ο νέος έδωσε το ακόντιό του, που ήταν ιδιαίτερα ωραίο, στον Αγησίλαο· τούτος το πήρε και σ᾽ αντάλλαγμα έβγαλε τα ωραιότερα στολίδια που είχε στο άλογό του ο γραμματικός του Ιδαίος και του τα χάρισε. Κατόπιν ο νέος πήδηξε στο άλογό του κι έτρεξε να προλάβει τον πατέρα του. [4.1.40] (Όταν αργότερα, τον καιρό που έλειπε ο Φαρνάβαζος, ο αδελφός του άρπαξε τη γη του γιου της Παραπίτας και τον ανάγκασε να εξοριστεί, ο Αγησίλαος τον φρόντισε σ᾽ όλα· επειδή μάλιστα ο νέος αγάπησε τον γιο του Αθηναίου Ευάλκη, για χάρη του ο Αγησίλαος μεταχειρίστηκε όλη την επιρροή του ώστε το παιδί να γίνει δεκτό στον αγώνα δρόμου του ενός σταδίου στην Ολυμπία, αν κι ήταν ψηλότερο από τ᾽ άλλα παιδιά.)
[4.1.41] Σύμφωνα με όσα είπε στον Φαρνάβαζο, ο Αγησίλαος έφυγε αμέσως μετά από τη χώρα του —άλλωστε άρχιζε σχεδόν η άνοιξη— και πήγε στην πεδιάδα της Θήβης, όπου στρατοπέδευσε κοντά στο ιερό της Αστυρηνής Άρτεμης. Εκεί συγκέντρωσε απ᾽ όλα τα μέρη μεγάλες ενισχύσεις για τον στρατό του: ετοιμαζόταν να προχωρήσει όσο πιο βαθιά στο εσωτερικό της Ασίας μπορούσε, ελπίζοντας να αποσπάσει από τον Βασιλέα όλες τις εθνότητες που θ᾽ άφηνε πίσω του.
[4.2.1] Αυτά, λοιπόν, απασχολούσαν τον Αγησίλαο. Οι Λακεδαιμόνιοι ωστόσο, όταν έμαθαν με βεβαιότητα για τα χρήματα που είχαν έρθει στην Ελλάδα και για τη συμμαχία που είχαν κάνει οι μεγαλύτερες πόλεις για να τους πολεμήσουν, έκριναν ότι η πόλη τους κινδύνευε κι ότι ήταν ανάγκη ν᾽ αναλάβουν εκστρατεία. [4.2.2] Άρχισαν λοιπόν να ετοιμάζονται οι ίδιοι, και συνάμα έστειλαν αμέσως τον Επικυδίδα στον Αγησίλαο. Όταν έφτασε, ο Επικυδίδας περιέγραψε στον Αγησίλαο την κατάσταση και του είπε ότι η πόλη τού παραγγέλνει να ᾽ρθει το γρηγορότερο να βοηθήσει την πατρίδα. [4.2.3] Σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο Αγησίλαος σκέφτηκε πόσες δόξες κι ελπίδες θα ᾽χανε, και του βαρυφάνηκε· μολοντούτο συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τις διαταγές που είχε πάρει από τη Σπάρτη, λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να πάει να βοηθήσει την πατρίδα του. «Αν όμως όλα πάνε καλά», είπε, «να είστε βέβαιοι, σύμμαχοί μας, ότι δεν θα σας ξεχάσω, κι ότι θα ᾽ρθω ξανά πίσω να υπερασπίσω τα συμφέροντά σας».
[4.2.4] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά πολλοί δάκρυσαν, κι όλοι ψήφισαν να ενισχύσουν κι αυτοί, μαζί με τον Αγησίλαο, τη Λακεδαίμονα, κι αν πάνε καλά τα πράγματα εκεί να τον ξαναφέρουν μαζί τους στην Ασία.
[4.2.5] Εκείνοι λοιπόν έκαναν ετοιμασίες για να τον ακολουθήσουν. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος όρισε αρμοστή στην Ασία τον Εύξενο, αφήνοντάς του όχι λιγότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες για να μπορέσει να διαφεντέψει τις πόλεις. Ωστόσο φάνηκε ότι οι πιο πολλοί στρατιώτες προτιμούσαν να μείνουν στην Ασία παρά να πάνε να πολεμήσουν Έλληνες· τότε ο Αγησίλαος, που ήθελε να πάρει μαζί του όσο γινόταν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για την πόλη που θα έστελνε το αρτιότερο εκστρατευτικό σώμα, καθώς και για τον λοχαγό των μισθοφόρων που θα ᾽παιρνε μέρος στην εκστρατεία με τον καλύτερα εξοπλισμένο λόχο οπλιτών, τοξοτών ή πελταστών. Υποσχέθηκε και στους ιππάρχους ότι θα δώσει βραβεία σ᾽ όποιον απ᾽ αυτούς παρουσιάσει τη μονάδα με τα καλύτερα άλογα και τον καλύτερο οπλισμό. [4.2.6] Η απονομή θα γινόταν, είπε, αφού περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο — για να καταλάβουν καλά ότι έπρεπε να διαλέξουν μ᾽ επιμέλεια εκείνους που θα μετείχαν στην εκστρατεία. [4.2.7] Τα περισσότερα βραβεία ήταν ομορφοστολισμένα όπλα για οπλίτες και καβαλάρηδες· άλλα ήταν χρυσά στεφάνια· όλα μαζί τα βραβεία άξιζαν τουλάχιστον τέσσερα τάλαντα. (Είν᾽ αλήθεια ότι σ᾽ αντίκρισμα αυτής της δαπάνης εφοδιάστηκε ο στρατός με όπλα πολύ μεγάλης αξίας.) [4.2.8] Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, ορίστηκαν κριτές οι Λακεδαιμόνιοι Μένασκος, Ηριππίδας και Όρσιππος, καθώς κι ένας από κάθε συμμαχική πόλη. Μετά την απονομή των βραβείων, ο Αγησίλαος ξεκίνησε με τον στρατό από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει κι ο Βασιλεύς στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας.